Τραγωδία στὴν Ἀκρόπολη - Ἡ δολοφονία τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου
Ὅταν φέρανε τὸν Ἀντροῦτσο στὴν Ἀθήνα, τὸν κλείσανε στὸ φράγκικο πύργο τῆς Ἀκρόπολης, τὴν Κούλια ὅπως τὴ λέγανε1, βάζοντάς του βαρειὰ σίδερα στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Γιὰ δεσμοφύλακα εἶχε τὸν παλιό του ὀχτρό, τὸν φοβερὸ Παπακώστα. Ὁ Pecchio, ποὺ ἐπισκέφτηκε κεῖνες τὶς μέρες τὴν Ἀθήνα κι ἔμαθε πὼς μέσα στὸν πύργο βρισκόταν φυλακισμένος ὁ Ὀδυσσέας, γυρεύει νὰ τὸν δεῖ μἀ δἐν τοῦ δίνουν τἠν ἄδεια.
Στ' ἀναμεταξὺ ὁ Γκούρας, παρ' ὅλα ὅσα τοὔλεγε ὁ Τριανταφυλλίνας, ὁ ἄλλος μεγάλος ὀχτρὸς τοῦ Ἀντρούτσου, δίσταζε νὰ τὸν σκοτώσει. Τὸν στέλνει, λοιπόν, στ' Ἀνάπλι γιὰ νὰ πάρει τὴν τελικὴ ἀπόφαση τῆς κυβέρνησης. Γυρίζει ἔπειτα ἀπὸ λίγο στὸ στρατόπεδο, ποὺ βρισκόταν κάπου ὄξω ἀπὸ τὴν Ἀράχοβα, φέρνοντας ἕνα γράμμα τοῦ Κωλέτη πρὸς τὸν Γκούρα, ὅπου σ' αὐτὸ ὁ παλιὸς γιατρὸς τοῦ Ἀλήπασα τοὔγραφε νὰ κάνει ὅ,τι θὰ τοῦ πεῖ ὁ Τριανταφυλλίνας.
Ἀφοῦ κάθησαν κάτω ἀπὸ μιὰ ἐλιὰ καὶ τὰ κουβέντιασαν, ὁ Γκούρας δὲ φωνάζει τὸ γραμματικό του, μὰ γράφει ὁ ἴδιος, μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, δυὸ λόγια σ' ἕνα χαρτὶ γιὰ τὸν Μαμούρη, ποὺ τὸν εἶχε ἀφήσει φρούραρχο στὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας. Τό διπλώνει καὶ γυρεύει νὰ τὸ σφραγίσει μὲ βουλοκέρι, μὰ ὅπως φύσαγε δὲν τὰ καταφέρνει καὶ τὸ δίνει στὸ Γεωργαντὰ νὰ πάει σὲ κάποιο ἀπάγγειο μέρος νὰ τὸ βουλώσει. Αὐτός, ποὺ ὑποψιάστηκε, μπαίνει σ' ἕνα ξωκκλήσι ποὺ εἴταν παρακεῖ καὶ πρὶν τὸ σφραγίσει τὸ ξεδιπλώνει καὶ ρίχνει μιὰ γρήγορη ματιά. Ὁ Γκούρας πρόσταζε, μὲ τόση μυστικότητα τὸν Μαμούρη, «νὰ πουλήσει τὸ λάδι γιατὶ ἡ τιμή του θὰ πέσει». Κι ὁ Γεωργαντὰς μπαίνει μεμιᾶς στὸ συνθηματικὸ νόημα ταύτης τῆς παραγγελίας καὶ γράφει: «... μὲ συντιβὴν τῆς καρδίας μου εἶδα τὰ τεκταινόμενα καὶ τὸν χαϊμὸν τοῦ Ὀδυσσέως»2.
Παίρνει τὸ σφραγισμένο γράμμα γιὰ τὸ «λάδι» ὁ Τριανταφυλλίνας καὶ φεύγει ἀμέσως γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ἔπειτα ἀπὸ δυὸ-τρεῖς μέρες, τὴ νύχτα στὶς 4 μὲ 5 τοῦ Ἰούνη, ὁ Μαμούρης, ὁ Τριανταφυλλίνας καὶ ὁ Παπακώστας πνίξανε τὸν Ἀντροῦτσο μέσα στὴ φυλακή του. Ὁ μοναδικὸς μάρτυρας τῆς κολασμένης τούτης πράξης, ὁ Κωνσταντίνος Καλατζής, ἀνιστόρησε, γέρος πιά, ὅλα τὰ καθέκαστα στὸ δικηγόρο Σπ. Φόρτη κι αὐτός, ἔπειτα ἀπὸ χρόνια, στὶς 25 τοῦ Δεκέμβρη 1898, δημοσίεψε τούτη δῶ τὴ δραματικὴ ἀφήγηση στοὺς «Καιρούς» :
«... Ἦτο ἡ τρίτη τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1863 ἔτους ἡμέρα· ἐνθυμοῦμαι καλῶς· τὴν ἐποχὴν τὴν ἐσημείωσα, διότι μοὶ ἐπροξένησε βαθεῖαν αὕτη ἐντύπωσιν καὶ φρίκην ἐξ ὅσων κατ' αὐτὴν ἤκουσα καὶ ἀπεμνημόνευσα.
»Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ταύτης, χάριν τῆς μεγάλης ἑορτῆς, μᾶς ἐπεσκέφθη ὁ ἀείμνηστος τῆς φάλαγγος ταγματάρχης, ὁ γενναῖος ἐκεῖνος τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος στρατιώτης, ὁ λεβέντης καὶ εὐθυτενὴς ὡς ὑψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντῖνος Καλατζῆς. Ἐπειδὴ ἦν χειμὼν δριμὺς τὸν ὡδήγησα εἰς τὸ χειμωνιάτικο, ὅπου ἦν ἡ ἑστία, ἐν ᾖ ἔλαμπε καὶ διέπρεπε πυρὰ ὡραία καὶ ζηλευτή, τρεφόμενη ἀπὸ ξηρὰς σχίνων καὶ κοτίνων ρίζας.
»Μετὰ τὰς ἀμοιβαίας ἐπὶ ταῖς ἑορταῖς εὐχάς, ἐγώ, ὅστις ἐμμανῶς ἠγάπων τὰς ἱστορίας καὶ τὰ διηγήματα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ἐξ ὧν πλεῖστα πολλάκις εἶχεν ἡμῖν διηγηθῇ ὁ καλὸς ταγματάρχης, ἰδίως δ' ἐπειδή, ὡς ἐγίνωσκον, ἦν αὐτόπτης τῶν κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ στρατηγοῦ καὶ αὐτήκοος, τὸν παρακάλεσα θερμῶς νὰ μᾶς διηγηθῇ ταῦτα. Εἰς τὴν παράκλησίν μου βαρὺ στενάξας καὶ μετὰ μεγάλην τοῦ γενναίου του στήθους ἀνάπλασιν, μοὶ ἀπήντησε: «Τί τὰ θέλεις αὐτὰ τώρα, παιδί μου, αὐτὰ πέρασαν πλέον· ἄς ὄψονται οἱ αἴτιοι»· ἐδίσταζε δὲ νὰ ἀρχίσῃ. Τῇ ἐπιμόνῳ ὅμως παρακλήσει μου προβάντος ἐκ περιεργείας μέχρι φορτικότητος, ἤρξατο διηγούμενος τὰ τῆς τελευτῆς τοῦ στρατηγοῦ ὡς ἑξῆς:
»-Ἐπειδὴ ἐπιμένετε τόσον, ἀκοῦστε πῶς συνέβη τοῦ στρατηγοῦ ὁ θάνατος· ἀπὸ καιρὸν τὸν εἶχον φυλακίσει εἰς τὴν μεγάλην τῆς Ἀκροπόλεως Κούλιαν· τοῦ εἶχαν βάλει εἰς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σίδερα μὲ μπάλαις βαρειαῖς· τροφὴν δὲν τοῦ ἔδιδαν τακτικά, οὔτε καλήν, οὔτε στρῶμα. Ὅταν ἐγὼ τὸν εἶδα εἰς τὴν φυλακὴν ἦτο ἀνάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος μὲ ἕνα κοντοκάππι καὶ μὲ τὸν ἱστορικόν του καλογηρόσκουφον λυγδωμένον ἀπὸ τὴν λέραν.
»Τὴν νύκτα ἐκείνην ὅπου ἐχάθη, ἐγὼ ἤμουν σκοπὸς εἰς τὴν πόρτα τῆς Κούλιας, ἡ ὁποία ἦτο κλειδωμένη. Ἦτο νύκτα πολὺ σκοτεινή, δὲν ἔβλεπες τὸ δάκτυλό σου, ἔπεφτε ψιλὴ βροχὴ καὶ ἤμην τυλιγμένος μὲ τὴν κάππαν μου· ἦσαν περασμένα τὰ μεσάνυχτα, ὅταν βλέπω τέσσαρας ἄνδρας νὰ ἔρχωνται πρὸς τὴν φυλακήν.
»Ὁ ἕνας κρατοῦσε φανάρι, ἤσαν δὲ ἀρματωμένοι καλά· ἕνας ἄλλος ἐστάθη ὀλίγον μακρὰν καὶ δὲν τὸν εἶδον καλὰ ποῖος ἦτο· ἀλλ' ὡς ἐννόησα ἦτο ὁ ἐπὶ κεφαλῆς των· ἦτο ἡ ἔφοδος πρὸς ἐπιθεώρησιν τῆς φυλακῆς· ἦσαν γνωστοί μου, ὁ Τριανταφυλλίνας, ὁ Τζαμάρας καὶ ὁ Μαμούρης καὶ ἕνας στρατιώτης Σουλιώτης, τοῦ ὁποίου δὲν ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ ὄνομα.
»Ἅμα ἐπλησίασαν ἀμέσως ἔγινεν «ἀλλαγὴ» καὶ ἀντ' ἐμοῦ ἔθεσαν σκοπὸν τὸν στρατιώτην ἐκεῖνον· ἐγὼ δὲ διετάχθην ἀμέσως νὰ ὑπάγω νὰ κοιμηθῶ. Ἀμέσως ἀπεμακρύνθην εἰς τὸ σκότος. Ἀλλ' ὑποπτευθεὶς ἀπαίσια διὰ τὸν στρατηγὸν κρυφὰ κατασκόπευον τὰς κινήσεις των, πλησίασας ἱκανῶς ἀπαρατήρητος ὡς ἐκ τοῦ ψηλαφητοῦ σκότους· ἤκουσα τὸν κρότον τῶν κλείθρων τῆς φυλακῆς. Ἅμα εἰσῆλθον αὐτοὶ μέσα, ἠκούσθη ὁ κρότος τῶν ἀλυσίδων τῶν δεσμῶν τοῦ στρατηγοῦ, ὅστις βεβαίως μὲ τὴν ἀπροσδόκητον ταύτην ἐπίσκεψην θὰ ἐσηκώθη. Τὸν ἤκουσα νὰ λέγῃ πρὸς αὐτούς: «Ὠρέ, ξέρω καλὰ ποιὸς σᾶς ἔστειλε σᾶς ἐδῶ καὶ γιατί ἤρθατε τέτοια ὥρα ἐδῶ μέσα. Δὲ μ' λύνετε τόνα χέρι νὰ σᾶς δείξω ποιὸς εἶμαι καὶ πῶς μὲ λένε; Αὐταῖς ἐδῶ τὶς σαπιοκοιλιαῖς δὲν τὶς συνερίζομαι, μὰ σὺ μωρὲ Γιάννη3, γιατί;»
»Εἰς ταῦτα ἀμέσως, ὡς ἐννόησα ἐκ τῆς ταραχῆς, ἡ ὁποία ἠκολούθησεν, ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ δεσμίου. Ἤκουσα τὸ βόγγημα, τοὺς ἀναστεναγμοὺς καὶ μούγκρισμα τοῦ λεονταργιοῦ ἐκείνου καὶ ἡ καρδιά μου ἐραγίζετο. Καὶ μετὰ ταῦτα σιωπὴ τελεία...
»Μετ' ὀλίγον εἶδον τοὺς τέσσαρας νὰ βαδίζωσιν πρὸς τὸ τεῖχος τῆς Ἀκροπόλεως τὸ βλέπον πρὸς τὸ μέρος τοῦ Μακρυγιάννη μὲ τὸ φανάρι. Ἐκεῖ ἠκούετο κτύπος ὅμοιος μ' ἐκεῖνον ποὺ γίνεται ὅταν ἐμπήγουν στύλον εἰς τὴν γῆν.
»Κατόπιν τοὺς εἶδα πάλιν νὰ γυρίζουν εἰς τὴν Κούλιαν, ἀφ'ὅτου ἐπῆραν βαρύ τι πρᾶγμα καὶ τὸ ἐπῆγαν μαζὶ μετὰ δυσκολίας εἰς τὸ μέρος ὅπου ἤκουον τὸν κρότον. Ἐκεῖ κάτι ἔκαμνον ἀνακατευόμενοι καὶ μετ' ὀλίγον πάλιν ἤκουσα κτύπον πέτρας, ἡ ὁποία κτυπᾶ ἐπὶ ἄλλης πέτρας. Ἀμέσως δὲ μετἀ τοῦτο ἐκεῖνοι μὲν ἔγιναν ἄφαντοι, ἐγὼ δὲ σιγὰ ἐπῆγα εἰς τὸ κατάλυμά μου.
»Τὸ πρωΐ ἅμα ἐσηκώθην ἔμαθον ὅτι εἶχε διαδοθῆ πανταχοῦ, ὅτι ὁ Ὀδυσσεύς δραπετεύσας τὴν νύκτα καὶ θελήσας διὰ σχοινίου δεδεμένου νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Ἀκροπόλεως, κοπέντος τοῦ σχοινίου, κατέπεσεν ἀπὸ τοῦ ὕψους καὶ ἐφονεύθη.
»Ὅπως ὅλος ὁ κόσμος ἐπῆγα καὶ ἐγὼ καὶ εἶδα τὰ ἑξῆς: Εἰς τὸ μέρος ὅπου ἤκουον τοὺς κτύπους ἦτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμὲνο δὲ εἰς αὐτὸ ἀκόμη τεμάχιον τριχιᾶς τῆς ὁποίας ἡ ἄκρη ἐφαίνετο ξασμένη. Ὅταν δὲ ἐπῆγα κάτω εἶδον τὸ πτῶμα τοῦ ἀτυχοῦς στρατηγοῦ φέρον εἰς τὴν μέσην δεμένον ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸ κοντοκάππι του ἕνα μακρὺ κομμάτι τριχιᾶς. Τὸ στόμα του ἦτο καταματωμένον· τὸ ἐπάνω καὶ τὸ κάτω χεῖλος του ἦταν κομμένα σὰν δαχτυλίδι στρογγυλά, σὰν νὰ τὰ χτύπησε κανεὶς καὶ νὰ τἄκοψε μὲ τὸ στόμα ντουφεκιοῦ ἤ πιστόλας.
»Ὁ λαιμός του εἶχε μαυρίλαις καὶ σημάδια ἀπὸ νύχια, ἐστάλη ἕνας ἄλλος ἰατρὸς νὰ κάμῃ νεκροψίαν καὶ ἔκθεσιν περὶ τοῦ θανάτου του· ἔμαθα δὲ ὅτι, ἐπειδὴ ἐπιστοποίησεν ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ βίας, διότι τὰ σημεῖα αὐτῆς ἦσαν φανερά, ἔσχισαν τὴν ἔκθεσιν αὐτοῦ καὶ ἔκαμαν ἄλλην διἀ τῆς ὁποίας ἐβεβαιοῦτο ὃτι τοῦ στρατηγοῦ ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ πτώσεως αὐτοῦ ἀπὸ μέρους ὑψηλοῦ4 μετὰ ταῦτα ἔγινεν ἡ κηδεία του πολὺ καταφρονημένη καὶ χειροτέρα καὶ τοῦ τελευταίου καταδίκου· τὸν ἔθαψαν σὰν σκυλὶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πρὸς δυσμὰς τῆς Ἀκροπόλεως».
Αὐτὸ στάθηκε τὸ τέλος τοῦ ἥρωα, ποὺ στὶς ἀρχὲς τῆς ἐπανάστασης μπῆκε, πιάνοντας τὸ μαντήλι καὶ χορεύοντας καὶ τραγουδώντας, στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς.
Ἀπό τό βιβλίο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ τοῦ Δ. Φωτιάδη, ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1959.
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς
- Βρισκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἀκρόπολης καὶ τὴ γκρέμισαν τὸ 1878 ↩
- Ἀθηναϊκὸν Ἀρχεῖον, «Ἀνάμνησις Α. Γεωργαντᾶ», σ. 266. ↩
- Ὁ Μαμούρης. ↩
- Ἡ ψεύτικη ἰατροδικαστικὴ αὐτὴ ἔκθεση, ποὺ τὸ πρωτότυπό της σώθηκε, συντάχτηκε ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ ντόκτορα Vitali, ὑποπρόξενο τοῦ Βασιλείου τῆς Νάπολης στὴν Ἀθήνα. Εἶναι γραμμένη Ἰταλικὰ καὶ τελειώνει μὲ τούτη δῶ τὴν ἀνήκουστη ἀπόνα γιατρὸ σὲ πιστοποιητικὸ θανάτου φράση: «... ἐπέφερον (τὰ τραύματα) αὐτοστιγμεὶ τὸν θάνατον, ἄξιον εἰς κακοῦργον προδότην τῆς πατρίδος». Τὸν signor Vitali ἀπὸ τὴ Νάπολη τὸν ἔκαιγε πάρα πολὴ ἡ προδοσιὰ τοῦ Ἀντροῦτσου καὶ δὲ μποροῦσε νὰ κρατηθεῖ, νὰ μὴν τὸν πεῖ κακοῦργο καὶ προδότη! Ἔ τί κάνει σὲ τέτοιους ἀνθρώπους τὸ παραδάκι... ↩