Ὑποκρισία: Ἕνα ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων… σύγχρονο νόσημα

Υποκριτής, Gloom82/Deviantart

Υποκριτής, Gloom82/Deviantart

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος –Κιλκίς

Βασιλεύει παντοῦ. Βρίσκει ρωγμὲς καὶ εἰσχωρεῖ στὸν κοινωνικὸ ἱστό, μολύνοντας τοὺς πάντες. Ἐξαπλώνεται σὰν νόσος λοιμική. Λόγῳ τῆς ἐλαφράδας τῆς ἐπιχωριάζει κυρίως στὰ ἀνώτερα κοινωνικὰ στρώματα. Γιὰ τὴν ὑποκρισία ὁ λόγος, ἡ ὁποία κατάντησε τὴ ζωή μας θέατρο σκιῶν. Εἶναι τόσο διαδεδομένο τὸ ψυχικὸν τοῦτο πάθος, ὥστε πλάστηκαν ἀρκετὰ συνώνυμά του, γιὰ νὰ περιγραφοῦν ὅλες οἱ ἐκφάνσεις του. Ἔτσι ὁ ὑποκριτὴς λέγεται ἀλλιῶς ἀνειλικρινής, κρυψίνους, διπρόσωπος, ἰησουΐτης, ταρτοῦφος, σιγανοπαπαδιά, κάλπικος, φαρισαῖος, σουπιά, φίδι κολοβό, δόλιος, κίβδηλος, ψεύτικος, σκάρτος καὶ ἄλλα πολλά, παρόμοια καὶ ἠχηρά. Καὶ λαϊκὲς παροιμίες καυτηριάζουν τὸ ἀπεχθὲς αὐτὸ ἐλάττωμα. «Ἀπ’ ἔξω κούκλα κι ἀπὸ μέσα πανούκλα». «Ἀπὸ σιγανὸ ποτάμι νὰ φοβᾶσαι». «Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρό». «Ἄλλα στὰ χείλη καὶ ἄλλα στὴν καρδιά».

Ἀρχαιότατο νόσημα ἡ ὑποκρισία, συνομήλικο τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ προπάτωρ Ἀδὰμ κρύβει ὑποκριτικὰ τὴν παρακοὴ στὸν Θεὸ καὶ προβάλλει ὡς αἰτία τοῦ φόβου του, τὴν γύμνια του. «…τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην ὅτι γυμνός εἰμι…» (Γένεση Γ´ 10). Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ ὑποκριτές, φορτώνει τὸ κακὸ στὸν πλησίον, «ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ…». Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀξυδερκεῖς καὶ παρατηρητικοί, στηλιτεύουν κι αὐτοὶ τὴν ὑποκρισία. «Νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναι φημὶ συνθέτους λόγους». Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὰ ὡραῖα λόγια ποὺ σὲ ξεγελᾶνε, γράφει ὁ Αἰσχύλος στὸν «Προμηθέα Δεσμώτη» (στίχ. 685-686). «Πολλοὶ δρῶντες τὰ αἴσχιστα, λόγους ἀρίστους ἀσκεύουσιν», πολλοὶ ἐνῶ κάνουν τὶς αἰσχρότερες πράξεις, μιλοῦν μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο, ἀποφαίνεται ὁ Δημόκριτος. Ὁ μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ Ἀριστοτέλη στὸ Λύκειο, ὁ χαρακτηρογράφος Θεόφραστος, στὸ περίφημο σύγγραμμά του «Χαρακτῆρες», πραγματεύεται μὲ σατιρικὸ τρόπο καὶ τὸν ὑποκριτή. «Ὁ ὑποκριτὴς» γράφει, «ὅταν πλησιάζει τοὺς ἐχθρούς του, δείχνει τάχα πὼς δὲν τοὺς μισεῖ, ἀλλὰ πὼς τοὺς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἐπαινεῖ μπροστά τους, ἐνῶ στὰ κρυφά τοὺς κατατρέχει». Συμβουλεύει στὸ τέλος νὰ φυλαγόμαστε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς παρὰ ἀπὸ τὰ ἴδια φίδια. «Φυλάττεσθαι μᾶλλον δεῖ ἢ τοὺς ὄφεις». (Θεοφράστου, «Χαρακτῆρες», ἔκδ. Ζαχαρόπουλου, σελ. 27).

Δριμύτατα ὅμως διαπομπεύονται οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι στὸ Εὐαγγέλιο. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί». Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχώρησης, καταδικάζει μὲ τὸ τρομερὸ «οὐαὶ» (= ἀλίμονό σας) τοὺς ὑποκριτές. Τοὺς ὀνομάζει «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ποὺ «διϋλίζουν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουν τὴν κάμηλον». Τοὺς παρομοιάζει μὲ τάφους ποὺ «ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας». (Ματθ. κγ´).

Ἡ ὑποκρισία εἶναι τὸ ἀπόστημα, ἡ σαπίλα ποὺ κατατρώει τὰ θεμέλια τῆς κοινωνίας, ὕπουλα καὶ κρυφά, γι’ αὐτὸ ἐπισύρει καὶ τὴ θεϊκὴ «ὀργή». Στὴν νεώτερη Ἑλλάδα ὁ ὑποκριτὴς τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Λασκαράτου, ὥστε νὰ τὸν συμπεριλάβει στὸ περίφημο βιβλίο του «Ἰδοὺ ὁ Ἄνθρωπος», στὸ ὁποῖο μαστιγώνει ἀλύπητα τὴν περιρρέουσα τότε (καὶ τώρα) ἀνηθικότητα καὶ ἀνεντιμότητα. Γράφει: «Ὁ ὑποκριτὴς προσποιεῖται ἁγιωσύνη καὶ εἶναι ἀνόσιος, φιλία καὶ εἶναι ἀδιάφορος, αὐταπάρνηση καὶ εἶναι ἐγωιστής, πατριωτισμὸ καὶ εἶναι πλάνος. Ὅλα τὰ εἴδη τῆς ἀρετῆς τὰ προσποιεῖται ὁ ὑποκριτής… κατακρίνει τὴν διαφθορὰ τῆς κοινωνίας καὶ εἶναι οὐσιωδῶς διεφθαρμένος…». (Ἀνδρέα Λασκαράτου, «Ἰδοὺ ὁ Ἄνθρωπος», ἔκδ. Ἀλμωπός, σελ. 150). Ὁ κοινωνιολόγος Εὐάγγελος Λεμπέσης στὸ περιβόητο βιβλίο του «Ἡ τεράστια κοινωνικὴ σημασία τῶν βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνῶ βίῳ», πιὸ παρηγορητικός, θεωρεῖ, μᾶλλον ταυτίζει, τὴν ὑποκρισία μὲ τὴν βλακεία. Τὸ ἔργο γραμμένο στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, τέμνει μὲ ὀξύτητα καὶ εὐθυκρισία, τὴν λιμνάζουσα κοινωνία, ποὺ ἀποτελεῖ «ἕνα συνονθύλευμα ἀθλίων καὶ μετρίων ποὺ ἐπικαλεῖται καὶ καπηλεύεται τὸ λαό, μωραίνει τὴν ζύμη καὶ ἀλλοιώνει τὸ φύραμα». Ὁ ὑποκριτὴς – βλάκας, σημειώνει, «προοδεύει» στὴν κοινωνία ἢ στὸ κράτος, γιατί «τὴν ἄνοδον αὐτοῦ διευκολύνουν πλεῖστα πρὸς τοῦτο εἰδικὰ προσόντα: παντελὴς ἔλλειψις προσωπικότητος, ἥτις ἐκδηλοῦται εἰς τὴν χρονίαν ἀπουσίαν γνώμης ἐπὶ παντὸς ζητήματος ἢ ἡ ὀλιγόλογος ἀνιαρότης αὐτοῦ, ἐκλαμβομένης ὑπὸ τῶν ἀφελῶν ὡς βαθύνοια καὶ σοβαρότης.

Ἡ ἀνεπανόρθωτος ἔλλειψις πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ». Τὰ συνηθέστερα, γράφει, ὄπλα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι τὸ ψεῦδος, ἡ ραδιουργία, ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ συκοφαντία. Ἀξιοσημείωτη καὶ ἡ παρατήρησή του πὼς «ἡ παραγωγὴ βλακῶν (τοὺς ὁποίους, ἐπαναλαμβάνω, ταυτίζει μὲ τοὺς ὑποκριτὲς) δὲν εἶναι ταξική. Ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ βλακεία ἀνθοῦν σ’ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα… «Ἡ πονηρὰ φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὠρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο προνόμιον… δὲν ἐστέρησε ἀπὸ οὐδεμίαν κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς των». Μὲ τὸ ἔργο του στρέφεται κυρίως κατὰ τῶν φαύλων μὲ τὰ προσωπεῖα τοῦ ἤθους, τῆς ἀξίας καὶ τῆς ἐντιμότητας, ποὺ ὅταν βροῦν εὐκαιρία, διαποτίζουν τὰ πάντα μὲ τὴν ὀσμὴ καὶ τὸ δηλητήριο τῆς διαφθορᾶς.

Σήμερα ἰδίως μπουκώσαμε ἀπὸ «ἀναστήματα» πνευματικά, πολιτικά, ἀθλητικά, ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοβαροφανεῖς Φαρισαίους, ποὺ ψυχοπονοῦν γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ τὸν κλέβουν ἀνενδοίαστα διαπλεκόμενοι ἢ πατοῦν ἐπὶ πτωμάτων, γιὰ νὰ ἀνέλθουν στὰ ὑψηλὰ στρώματα. Ἐκεῖ, «ψηλὰ» ἀναπνέουν «οἱ δῆθεν», οἱ ὑποκριτές, ἐλεύθερα. Ἐκκολαπτήριο τῆς ὑποκρισίας εἶναι ἡ ἐξουσία, ἡ δοξομανία, ἡ ἐπωνυμολαγνεία. Καὶ ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος καθ. Ἀπ. Βακαλόπουλος, ὣς πότε τὸ φάντασμα τοῦ Διογένη θὰ τριγυρνᾶ τὴν Ἑλλάδα, μέσα μεσημέρι, μὲ τὸ φανάρι στὸ χέρι, ζητώντας πραγματικούς, γνήσιους ἀνθρώπους. (Καὶ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῶ ὡς ὑποκριτὴς τονίζω πὼς ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ὑποκριτές. Αὐτοὶ ποὺ τὸ παραδέχονται καὶ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι).



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *