Ἡ Ἀμφιβολία.
Ἡ ἀμφιβολία, ἡ διχοστασία, ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ἄγνοια, ἡ ἐπιφυλλακτικότης, ἀποτελοῦν ἕνα γοητευτικὸν καὶ γόνιμον πεδίον διὰ τὴν ἄσκησιν τῆς ψυχῆς, τὴν ὄξυνσιν τοῦ πνεύματος, τὴν ῥωμαλεότητα τοῦ σώματος, ὅταν αὗται συνοδεύουν τὴν ἔναρξιν ἑνὸς ἐγχειρήματος, μιᾶς σχέσεως, μιᾶς προσπαθείας.
Ἀντιθέτως, ὅταν κάτι τελειώνῃ, ἐν μέσῳ ἀβεβαιότητος, ἀγνοίας, ἀμφιβολίας, τοῦτο συνιστᾶ πηγήν τεραστίας θλίψεως, συντριβῆς καί -ἐν τέλει- δυστυχίας.
Ὅταν μάλιστα αὐτὸ τὸ «κάτι» ἔχει ἀγαπηθῇ μετὰ πάθους καί λατρείας, τό τέλος του ἐν μέσῳ ἀναπαντήτων ἐρωτημάτων, ἀνεπαρκῶν ἐξηγήσεων καί ἀδιευκρινίστων ζητημάτων, ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴν κόλασιν τοῦ εὐαισθήτου ἀνθρώπου. (Ὄχι τοῦ «ἀνθρώπου μέ εὐαισθησίας»...).
Ὁ ἀναίσθητος, παραμένει ἰκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτὸν του, δεδομένου ὅτι -δι᾿ ἐκεῖνον- αὐτὸ πού «μετρᾶ εἶναι πάντα τὸ ἀποτέλεσμα».
Τὸ πεσμένον δένδρον στὴν αὐλὴν του ἀποτελεῖ δι᾿ αὐτόν ἁπλῶς, πηγὴν καυσίμου ξυλείας...
ΛΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ:
Ῥιχάρδου Στράους. Συμφωνικὴ Φαντασία ἀπὸ τὴν «Γυναίκα χωρίς σκιά».
Πηγή: Φρεάντλης