«Η ώρα η πλέον σκοτεινή, η πλέον θαμπή της νυχτός είναι η ώρα που σημόνει το φώς της ημέρας».
Από την εισαγωγή των απομνημονευμάτων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
(«Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 εώς τα 1836»,
Προλεγόμενα, σελ. Κβ’ εώς Λ’ (22 – 30))
Ως προς το κεφάλαιον της ομονοίας ελπίζω ότι η σημερινή ημέρα θα σας είναι καλοθύμητη αν ευχαριστήσθε να ιστορήσω την συμβολικήν χέρα του γέρου Κολοκοτρώνη, ως την ήκουσα από το στόμα του, και θα αγαπήσωμεν τον άνδρα, που ξένος των γραμμάτων και μελέτης ιστορίας εδυνήθη με την χάριν του έρωτος της πατρίδος να γράψη εις τους δύο βραχίονας του σώματος και εις τα πέντε δάκτυλα της χειρός τα αίτια που εδόξασαν νικητήν της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων τον Μωάμεθ Β΄ και τους προγόνους του, και πάλαι, πως από τον βυθόν της δουλείας υψώθη φοβερό και φιλελεύθερο το πνεύμα των νέων Ελλήνων.
Είχα ακούσει τινά ασύγκλωστα διά την χέρα από τους φίλους του μακαρίτου, όθεν μίαν αυγή, όταν εγράφαμεν τα απομνημονεύματα, τον ερώτησα και τον παρεκάλεσα να μου ειπή να καταλάβω το μυστήριον της μηχανής του. Μου απεκρίθη χαμογελώντας, «αυτά τα έλεγα πάνου εις το κίνημα της επαναστάσεως, αλλ’ αν το επιθυμής, και ό, τι ενθυμούμαι σου λέγω«. Και ανοίγοντας τα δύο του μπράτζα άρχισε:
«Ο Σουλτάνος ήλθε εις το ζερβί χέρι, και έκαμε ζάπι την ανατολήν όλην, εκήρυξε την απώλειαν της υπανδριάς, φαγητού, αρπαγής, φόνου, όποιος σκοτωθή, πεθάνει Μουσουλμάνος, σώζεται, όσα κάμει, ό, τι κάμει καλά γεναμένα, ευλογημένα, πάει εις την Παράδεισον, πιστεύει τον Προφήτην.
«Το χοντρό δάκτυλο της άλλης χειρός, ο βασιλέας της Κωνσταντινουπόλεως, των Ρωμαίων, ερωτούσε τα τα δύο δάκτυλα πλησίον του, τον κλήρον, και τους πολιτικούς, «τι είναι τούτο;» – ο λαός ήτον τότε το λιανό δάκτυλο, και το ψηλότερο το γειτονικό του οι έμποροι και σπουδασμένοι.
«Το χοντρό δάκτυλο λοιπόν ερωτούσε τον κλήρο και τους Μινίστρους, «τι είναι τούτο»; Αποκρίνοντο, ο Θεός θα τον χάση, ας ψάλλωμε το «νίκας κατά βαρβάρων δωρούμενος» και άκοπη νύχτα και ημέρα η ψαλμωδία τους.
«Τα τροπάρια όμως μη συντροφευμένα από πέτρας και λιθάρια (σ.1), από άρματα δεν εμπόδισαν τον Σουλτάνον να πηδήση εις την άλλην γραμμήν της χειρός, και να πάρη την Αδριανούπολιν. Ο άοκνος Μωάμεθ Β’ έστησε έπειτα και κάστρο μες το βλέφαρο της Κωνσταντινουπόλεως, εις το στενό του Βοσπόρου, πέντε μίλια από την πόλιν, και εχαράτζονε τα καράβια που αρμένιζαν από την μαύρη θάλασσα εις την άσπρη, και από την άσπρη εις την μαύρη.
«Δεν έπιασαν τα άρματα να κινηθούν πανστρατιά οι Χριστιανοί όταν εκτίζετο το κάστρο, ο Βασιλέας λέγουν ότι ήθελε πόλεμον, να βγή από την πολιτείαν ως ανδρείος που ήτον να πολεμήση, οι Μινίστροι και ο κλήρος τον αντέκοψαν, θαρευμένοι οι πρώτοι εις την ψευδοπολιτικήν τους, οι άλλοι εις τας ψαλμωδίαις τους. Έπειτα από ένα χρόνο ο Σουλτάνος έριχνε το χοντρό δάκτυλο, και εκάθιζε εκείνος εις τον τόπον του. Τα τέσσαρα πνίγουν το ένα (σ.2) και ας ήναι όσο θέλει ανδρειωμένο, δεν εσυγγνώμισαν κλήρος, μινίστροι, εμπορικό και λαός να καταβάλουν τον Σουλτάνο. Οι μινίστροι και ο κλήρος εμπήκαν εις το πηλάφι μαζή του και έτρωγαν. Ο λαός λιανός, ακέφαλος, οι έμποροι πεπαιδευμένοι έφυγαν, πέφτοντας η Κωνσταντινούπολις και επήγαν εις τα βασίλεια της Δύσης.
Την αυρινή που έπεσε η Κωνσταντινούπολις παρουσιάσθηκε εις τον Σουλτάνον αιχμάλωτος με τους θησαυρούς του, βιός πολύ, ο μεγαλήτερος του παλατιού, ο πρωθυπουργός του τότε καιρού, αρχιναύαρχος, ναύαρχος εις κάτι μπεϊγιατέδαις δαμασκοενδυμένους της αυλής, ο Κυρ Λουκάς Νοταράς, ως τον είδε του είπε ο Σουλτάνος:
-«Διατί δεν έδιδες αυτούς τους θησαυρούς εις τα παρακάλια του Βασιλέως σου, εις την ανάγκην της πατρίδος σου;»
-«Ήτον δικά σου αφέντη μου, και σου τα εφύλαττα».
-«Αν ήτον εδικά μου, άργησες να μου τα επιστρέψης, και με εβασανίσατε με μάταιον πόλεμον, και θρηνώ θανατωμένους τους ανδρειοτέρους στρατιώτας μου».
-«Το πείσμα των ξένων και θάρρος ακόμη από τους ειδικούς σου», έλεγε ο Νοταράς, – Ενοούσε τους Γενοβέζους και τον Χαλιλμπέϊ βεζύρη.
«Αντίκρυσε τώρα, αντίκρυσε», μου λέγει ο Κολοκοτρώνης άγρια, «τον πρωθυπουργόν Νοταρά με τον Διάκο τον κλέφτη εις τα 1821. Τον Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν, – ολόθρον τον εστήσανε και αυτός χαμογελούσε – την πίστιν τους τούς έβριζε και τα λοιπά. Ποίοι εμείς, ποίοι εκείνοι! Σπαθί και καιρός μας έβαλε τιμή και γνώσι, όμως και ο Νοταράς έπειτα από ολίγαις ημέραις απέθνησκε μάρτυρας, αποφεφαλίζετο αυτός και τα παιδιά του εις ένα αίμα. Ειρήνη εις τα κόκκαλά τους!
«Αφού χαλιόντας η Κωνσταντινούπολις επυκνώθη ολούθε το σκοτάδι της δουλείας, συνέβη εις την Ελληνικήν φυλήν, ό, τι συμβαίνει την νύχτα εις τον κόσμο, που η ώρα η πλέον σκοτεινή, η πλέον θαμπή της νυχτός είναι η ώρα που σημόνει το φώς της ημέρας, άρχισαν τότε από ανάγκης τα τέσσαρα να συγγνωμίζουν, να κατηφορίζουν εις την ομόνοιαν, να ξανοίγουν ένα σημάδι. Με τζακίσματα αλήθεια επήραν τον δρόμον τους, ομπρός οπίσω, δεν πήγαιναν σαν το καθάριο άτι εις την πηλάλα του, αλλά σαν βόϊδι, που βυθισμένο εις το παχνί του ξετυλιέται κοιμησμένο ταις αυγαίς μουγκρίζοντας, και αργοπατάει εις ταις βοσκαίς. Η άλυσσος έσφιξε παρά φύσιν εις τον λαιμόν μας, και έμελλε να κοπή.
«Σου είπα πως το λιανό δάκτυλο ήτον ο λαός, έμεινε εις την τυραννίαν των τριωνών, Σουλτάνου, αρχόντων, και κλήρου, οι σπουδασμένοι, και μέρος των εμπόρων εσκόρπισαν εις την Ευρώπην, και οι διαβασμένοι με την σοφίαν των προγόνων εφώτισαν τους αλλοεθνείς. Αν από τον λαόν έβγαινε κανένας προκομμένος, έξυπνος, τον έπερνε το πετραχήλι, ή ο προεστός διά γραμματικόν του, ή τον προσκαλούσε εις Ευρώπην ο θειός του, ο αδελφός του ο έμπορος, και πάντα ο λαός ελιάνευε, διάφοροι και από διάφοραις τάξαις είτε από στενοχώρια ή δοξομανίαν ετούρκευαν, και το γένος εφύραινε.
«Τα αγκάθια εκυμάτισαν εις την γην των πατέρων μας, η ξακουσταίς πολιτείαις εχορτάριασαν, η ταπεινή φλογέρα του βοσκού με τα ολίγα του γίδια ελάλειε εις τα περίφημα μνημεία των Ελλήνων, η Πίστις όμως δεν εχάθη, εσώζετο, και έρημο ‘ξωκλήσι ήτον εις τον λαόν παρηγοριά των πόνων.
«Οι κλέφτες ήμαστε ελεύθεροι, αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, αΐσκιωτοι, άγριοι εις τα σπηληαίς, εις τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε. Οι έμποροι εις τα βασίλεια, και όσοι νέοι εσπούδαζαν εις τα πανεπιστήμια, και όσοι άλλοι ξενιτευόμεθα και μας έφευγε η αποκαρομάρα και το χασμοριτό της δουλείας και ο φόβος της τυραννίας, και εβλέπαμε τα αγαθά, τα μεγαλεία των άλλων εθνών, ταις τιμαίς, που εχαίρετο η Πίστις των χριστιανών, εμαθαίναμε και ποίους είχαμε προγόνους φοβερούς, ωρεγόμεθα και ημείς την αναγέννησίν μας, και τας παλαιϊναίς δόξαις της Ελλάδος.
«Άρχισαν σχολεία εις το Αϊβαλί, Σμύρνη, Δημητζάνα, Γιάννινα, Αθήνας, και έβγαιναν παπάδαις προκομμένοι, και λαϊκοί καλοί, και εφωτίζετο ο λαός. – Ο Ρήγας Φερραίος εστάθη ο μέγας ευεργέτης της φυλής μας, το μελάνι του θα ήναι πολύτιμο ενώπιον Θεού, όσο το αίμα του άγιο, έγραψε τροπάρια άλλο σόϊ, που εβίαζαν τα 4 να συγγνωμίσουν, εδημοσίευσε και γεωγραφία του τόπου μας, και εβλέπαμε τα Ολύμπια, άλλα παιγνίδια Ελληνικά πολεμικά εις το ξαμίλι, είχε η Γεωγραφία του ζωγραφισμένα και τα πρόσωπα των παλαιών σοφών και ηρώων. «Ως πότε Παληκάρια να ζούμε εις τα στενά», από τα πολεμικά του τραγούδια, το τελειότερο, περιέχει μίαν επιθεώρησιν των δυνάμεων της πατρίδος, όλοι είναι παρόντες εις την επιθεώρησιν, κανένας απών, τα ξεφτέρια των Αγράφων, οι σταυραετοί του Ολύμπου, τα καπλάνια του Μαυροβουνιού, τα λεοντάρια Σουλιού, Μάνης και Μακεδονίας, και τα δελφίνια της θαλάσσης οι Νησιώτες, και οι Χριστιανοί του Δουνάβεως και Σάβα ποταμού.
«Κάλλια για την πατρίδα κανένας να χαθή
Ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί».
«Εφύλαξα πίστιν εις την παραγγελιάν του, και ο Θεός με αξίωσε, και εκρέμασα φούντα εις το γένος μου, ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου όταν έπερνα δούλευσιν εις ξένα κράτη.
«Εφάνη και ο Κοραής έπειτα από τον Ρήγα, άνθρωπος με νου, διότι επαρακίναε τους σοφούς σαν αυτόν να γράφουν απλά να ακούη ο κόσμος, και να μην ήναι η σοφία τους ήλιος βασιλευμένος. Ο Μαρτελάος, (σ.3) άστραφτε και εβρόντα εις την ανάληψιν από τον άμβωνα της εκκλησίας, πως ο Κοραής του χαλάει τη γλώσσα. «Δάσκαλε», του είπα μία φορά, (ήμαστε πολλά φίλοι), «μην πικραίνεις το αίμα σου, ούτε την χαλάει, ούτε την φτιάνει, βάφει με την καλήν βαφήν του καιρού του, που έχει πέρασιν, ζωήν, χλωρασιά εις την ημέρα του. Ταις προάλλαις που μου εξήγαες την ομιλίαν του Βασιλέως εκείνου, εις τον πόλεμον της Τρωάδος, που λέγει εις τον πιστεμένον του φίλον. «Διατί μας τιμούν οι άνθρωποι, και έχομε την πρωτοκαθεδρίαν, και τρώμε από το καλίτερο φαγί, και μας χάρισαν οι λαοί κήπους, και αμπέλια παραποταμήσια; Δια να χυνώμεθα πρώτοι εις τους κινδύνους. Μη ειπούν οι υπήκοοι ότι ορίζονται από αναξίους, ας πολεμήσωμεν, θα δοξάσωμεν τους εχθρούς μας με τον θάνατόν μας, ή εκείνοι θα μας δοξάσουν θανατωμένοι από την λόγχην μας. Βάρει καλά, πολέμα εύμορφα». Δεν ηξεύρω αν τα θυμούμαι όπως μου τά’ πες, αλλά θα καταλάβαινα τίποτες αν μου τάλεγες με την γλώσσαν των παμπάλαιων ανθρώπων; Θα στεκόμουν σαν θυμάρι του βουνού να σε ακούω. Όταν μου τά έλεγες, έλεγε η ψυχή μου, να ήμουν εγώ σύντροφός του, με τέτοιον Βασιλιά, (εις τα 1812 ή 13 ήτον η συνομιλία του με τον διδάσκαλον Μαρτελάο) με τέτοιον Βασιλιά θα πήγαινα να μπήξω το μπαϊράκι μου εις το παλάτι του μεγάλου Κωνσταντίνου, με έκαψες ως μου τα εξεμυστηρεύθης απλά. Καλήτερό σου, ίσως θα μου ‘πης, να τα εκαταλάβαινες και να τα άκουες μιξοβάρβαρα, διωρθωμένα. Δεν έχουν χάζι, είναι άψυχα. Δάσκαλέ μου, όσα παλαιά, ήτον νέα μιά φορά, και όσα είναι νέα, θα γηράσουν, άφισε να χαρούν τα νειάτα τους, να ζήση η ζωή τους, διατί από νηότη και ζωή δεν είναι ευμορφήτερο πράγμα εις τον κόσμον».
«Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, ο Ρήγας και ο Κοραής ήτον έμποροι, και οι Ζωσιμάδαις, και ο Αλέξανδρος Βασιλείου, και άλλοι βοηθοί του γένους. Έμποροι ήτον, και άνθρωποι του λαού οι καπιταναίοι της Ύδρας, Σπετζών και Ψαρρών, και οι νικοκυραίοι – νέα μεγάλη δύναμις της Ελλάδος τα καράβια.
«Από το πάρσιμο της Κωνσταντινουπόλεως έως ταις ημέραις μας πολλαίς φοραίς μα την αλήθεια, επροσπάθησαν τα τέσσαρα να πολεμήσουν το ένα δάκτυλο το ανδρειωμένο, αλλά δεν επέτυχον, δεν είχαν τη θάλασσα, διατί από τα δύο στοιχεία, γή και πέλαγος, το δεύτερο είναι το πολυτιμότερο δια ημάς, φεύγουν η στεριαίς, από παντού αγναντεύομε θάλασσα, και εις ταις ημέραις μας, που έντεσε να έχωμεν δύναμιν θαλασσινήν, με σιτοκάραβα επολεμήσαμε βασέλα, ο άξιος γεμιτζής πέρνει τα σοβράνα και μάχεται με την βοήθεια των ανέμων, και ας ήναι μικρό το καΐκι του, αυτήν την τέχνην την ήξευρε ο περίφημος Μιαούλης εις ταις ναυμαχίαις του με τον εχθρό, μιά φορά μόνον έπεσε πολύ σοτοβέντο ο μακαρίτης διά δυστυχίαν μας και δυστυχίαν του, αλλ’ ας μην ξιούμε ταις πληγαίς μας (σ.Π/Β: προφανώς ο Θ.Κ. αναφέρεται στην Ανταρσία της Ύδρας). Το είπε και ο Θεός των Ελλήνων πως η σωτηρία της Ελλάδος είναι η θάλασσα, με τον χρησμόν του να σωθούν οι Έλληνες εις τα ξυλόκαστρα. Δεν εννούσαν οι Αθηναίοι το μαντείον, ο Θεμιστοκλής το εξήγησε, αν τάχα και ο ίδιος δεν εχάϋδευσε τον Θεόν να το ξεφωνήση, διατί ήτον πολιτικός βαθύς και πατριώτης.
«Η Γαλλική επανάστασις και ο Βοναπάρτης έκαμαν και άνοιξαν τα μάτια τους οι άνθρωποι καλήτερα, οι πόλεμοι με τα βάσανά τους, και με τα δάκρυά τους ερρίζωσαν το δίκαιον εις τον κόσμον, εγνωρίσθηκαν τα όρια της εξουσίας και της υποταγής, οι βασιλείς δεν είναι πλέον θεοί της γής, σαν πρώτα, έπεσε η μπαρπούτα, το κόνισμα έκαμε κατάχρησι της χάρης του, η δικαιοσύνη είναι βασίλισσα και θαυματουργή εικόνα των ανθρώπων, ζώα λογικά, – αλλ’ όταν είδα ότι εις τα συμβούλια της Βιένας δεν έγεινε κανένα καλό δια ημάς, απελπίσθηκα από τους ξένους, και είπα να μην έχωμεν ελπίδα λυτρώσεως άλλην παρά από τον ευατόν μας, και από τον Ύψιστον -, ως ένα φώς μου ήλθε εις τα μάτια και εχάρηκα, όταν μία ημέρα εσυλλογίσθηκα ότι εις τους πολέμους της Ευρώπης, εις τα διάφορα στρατεύματα Αγγλίας, Ρωσσίας, Γαλλίας, Αουστρίας θα ήτον βέβαια σκόρπιοι, μισθωτοί 20.000 Έλληνες πολεμικοί.
«Εμέστωσε και η εταιρία, η φιλική εταιρία η οποία εχρησίμευσε ως μία σύνοδος οικουμενική της Ελλάδος, πλησίον εις τον ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί πατριάρχης και τζοπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί και άρρωστοι, κλεφτοκαπητανέοι προεστοί και έμποροι, η σύνοδος εργάζετο άκοπα. Άγιο το χώμα εκεινών που την εφεύρηκαν! Έπεσε εις τα 4 δάκτυλα ως μία βροχή, καταπαντισμός, η επιθυμία της ελευθερίας μας.
«Εγώ όταν μου ήλθε η προκύρηξις του Υψηλάντη, «η σάλπιγξ της πατρίδος σας κράζει», μου φάνη και αντιλάλησε γή και ουρανός, και έβαλα στραβά το φέσι μου, και έχωσα την χούφτα μου εις την χούφτα του σπαθιού μου, και έγραψα με γράμματα πύρινα εις την καρδιά μου το αθάνατο, το ευλογημένο όνομα, «Αλέξανδρος Υψηλάντης». Τα άλλα τα ξέρεις».
Σημειώσεις
1. Φαίνεται με αυτήν την φράσιν ότι ο Γ.Κ. είχε κατά νούν το ανέκδοτον: Λησταί επήγαν να ληστεύσουν μοναστήρι, ο ηγούμενος είπε εις τους καλογήρους, «τον σταυρόν σας να κάνετε». Αλλ’ οι θύραις ήρχισαν να κρεμίζωνται από τους ληστάς, τα κεραμίδια να πετούν εις τον αέρα, τότε ο ηγούμενος είπε εις τους καλογήρους, «σταυρούς και λιθάρια, λιθάρια και σταυρούς».
2. Μου έκαμε το σχήμα πως.
3. Σοφός Ελληνιστής Ζακύνθιος
Για την αντιγραφή: Πετροβούβαλος/Αβέρωφ
Το έργο του Γεωργίου Τερτσέτη «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 εώς τα 1836» μπορείτε να το βρείτε σε ηλεκτρονική (φωτογραφημένη) μορφή ΕΔΩ (format .pdf)
Σχετική ανάρτηση στον Αβέρωφ: «Η φιλοσοφία είναι φως της ψυχής, έρχεται ευθύς έπειτα από την θρησκείαν φως φωτεινότερο».
Ο «Θούριος» του Ρήγα Φερραίου ΕΔΩ
Φωτογραφία από το Ελληνικά Νέα
Αρχιστράτηγε...Εἶν' ἐδῶ μέσα οἱ βούλγαροι καὶ οἱ τοῦρκοι καὶ μᾶς τρῶνε...
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
https://www.youtube.com/watch?v=8UHRymuhtBY