17 Μαΐου 1914: Μετὰ τὸν ἔνοπλο ἀγώνα ὑπογράφεται διεθνὴς συνθήκη ποὺ κηρύσσει τὴν Αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου
Τοῦ Χρύσανθου Σιχλιμοίρη
Αὐτόνομος Βόρειος Ἤπειρος - Ἱστορικὰ Στοιχεῖα
Ἡ δημιουργία τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους τὸ 1912 δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα ἀγώνων ἑνὸς λαοῦ ποὺ ζητοῦσε τὴν ἀπελευθέρωσή του καὶ τὴν ἀνεξαρτησία του ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό, ἀλλὰ ἐπινόηση τῆς Αὐστροουγγαρίας καὶ τῆς Ἰταλίας οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦσαν ἡ κάθε μία γιὰ ἴδιο συμφέρον.
Τὸ ἐθνικὸ συναίσθημα ἦταν ἄγνωστο στοὺς Ἀλβανοὺς μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα. Οἱ πιστοὶ στὸ Ἰσλὰμ Ἀλβανοὶ τοῦ Βορρᾶ ἔνιωθαν Τοῦρκοι, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ Νότου, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ καθὼς ἐπίσης καὶ ἀρκετοὶ μουσουλμάνοι, Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Ἠπείρου. Ἔτσι, μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Α' Βαλκανικοῦ πολέμου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912, ἐνῶ ὅλα τα Βαλκανικὰ κράτη: Ἑλλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία συμμάχησαν κατὰ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἀλβανοὶ μὲ ἀπόφαση τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἐθνικιστικῶν τους ὁμάδων πῆραν μέρος στὸν πόλεμο, στὸ πλευρὸ τῶν Τούρκων. Βλέποντας οἱ Ἀλβανοὶ τὴν ἀτυχῆ γι' αὐτοὺς ἔκβαση τοῦ πολέμου καὶ διαπιστώνοντας, μετὰ ἀπὸ ἐπίσκεψη τοῦ Ἰσμαὴλ Κεμὰλ Βλιώρα στὴ Βιέννη, ὅτι πιθανὴ ἵδρυση Ἀλβανικοῦ κράτους δὲν ἦταν ἀντίθετη μὲ....
τὴν πολιτικὴ θέληση τῆς Αὐστροουγγαρίας, προχώρησαν στὴν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἀλβανίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε στὶς 28 Νοεμβρίου 1912 στὸν Αὐλώνα καὶ ἦταν ἀπόφαση ἐθνοσυνέλευσης, ποὺ συγκλήθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ἰσμαὴλ Κεμὰλ Βλιώρα ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποβίβασή του ἀπὸ Αὐστριακὸ ἀντιτορπιλικό, ποὺ τὸν μετέφερε στὸν Αὐλώνα, ἀπὸ τὴν Τεργέστη τῆς Ἰταλίας. Στὴ συνέχεια οἱ Ἀλβανοὶ ζήτησαν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις καὶ τὴν Τουρκία τὴ διεθνῆ ἀναγνώριση τοῦ κράτους τους καὶ ἡ ὁποία τελικὰ ἐπετεύχθη στὶς 7 Δεκεμβρίου 1912 ἀπὸ τὴν Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς μὲ τὴ νικηφόρα προέλασή του ἐλευθέρωνε τοὺς Aγ. Σαράντα, τὴν Κορυτσά, τὰ Ἰωάννινα, τὸ Ἀργυροκάστρο, τὴν Κλεισούρα, τὸ Τεπελένι. Ἡ Χειμάρρα εἶχε ἐλευθερωθεῖ νωρίτερα ἀπὸ ἐθελοντὲς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ὁ πληθυσμὸς τῶν περιοχῶν αὐτῶν μὲ ἀπερίγραπτο ἐθνουσιασμὸ ἐκδήλωνε τὰ ἀκραιφνῆ Ἑλληνικά του αἰσθήματα πρὸς τὸν ἐλευθερωτὴ Ἑλληνικὸ στρατό, καὶ συνέτασσε ψηφίσματα καὶ ὑπομνήματα μετὰ ἀπὸ πάνδημα συλλαλητήρια πίστης καὶ ἀφοσίωσης πρὸς τὸν Διάδοχο. Τὸ περιεχόμενο τῶν ψηφισμάτων καὶ τῶν ὑπομνημάτων αὐτῶν ἀποτελεῖ ἀδιάψευστο ἱστορικὸ ντοκουμέντο τῆς Ἑλληνικότητας τῆς Βορείου Ἠπείρου ἰδιαίτερα περιοχῶν, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀλβανοὺς ὅτι κατοικοῦνται ἀπὸ Βορειοηπειρῶτες.
Καταπληκτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι τῆς περιοχῆς δὲν διαφοροποιοῦνται στὰ αἰσθήματα πρὸς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Καὶ αὐτό, γιατί στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία ἦταν Ἕλληνες στὴν καταγωγή, ἐξισλαμισθέντες κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Μικρὰ παιδιά, γυναῖκες καὶ ἄνδρες μέχρι τὰ κατάλευκα γηρατειά, ἐκδήλωναν τὴν Ἑλληνικότητά τους μὲ τρόπο, ποὺ δὲν ἀφήνει ἀσυγκίνητο καὶ τὸν πιὸ ψύχραιμο ἐρευνητή. Πόθος ὅλων ἡ ἕνωση μὲ τὴ μητέρα Ἑλλάδα καὶ πρόθεσή τους ὁ ἀγώνας μέχρις ἐσχάτων γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Δυστυχῶς, μὲ τὴ λήξη τοῦ Α' Βαλκανικοῦ πολέμου καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Εἰρήνης τοῦ Λονδίνου στὶς 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε ἡ τύχη τῆς Βορείου Ἠπείρου μὲ αὐτὴ τῶν νησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου - σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 5 τῆς Συνθήκης-. Τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου θὰ δίνονταν στὴν Ἑλλάδα μόνο ἐὰν ἡ χώρα μας θὰ "ἐδέχετο ἄνευ ἀντιρρήσεων, ὅπως ἡ Βόρειος Ἤπειρος περιληφθῆ ἐντός των Ἀλβανικῶν συνόρων".
Πληροφορούμενοι οἱ Βορειοηπειρῶτες τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Πρεμετῆς, τοῦ Τεπελενίου, τοῦ Δελβίνου καὶ τῆς Χειμμάρας ὅτι σχεδιάζεται ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις ἡ προσάρτησή τους στὸ Ἀλβανικὸ κράτος, διοργάνωσαν στὶς 5 Ἰουνίου μεγάλο συλλαλητήριο στὸ Ἀργυροκάστρο καὶ στὶς 17 Ἰουνίου συνέταξαν πληρεξούσιο σὲ ἀντιπροσώπους τους προκειμένου νὰ τοὺς ἐκπροσωπήσουν μὲ παράστασή τους ἐνώπιόν τῆς Πρεσβευτικῆς Συνδιάσκεψης τοῦ Λονδίνου. Μὲ τὸ κείμενό τους στοὺς Πρεσβευτὲς τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, οἱ πληρεξούσιοι τῶν Βορειοηπειρωτῶν ζήτησαν τὴν ἀποστολὴ "Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς" στὴ Βόρειο Ἤπειρο γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὸν ἐθνολογικὸ χαρακτήρα τοῦ τόπου καὶ τὴ θέληση τῶν κατοίκων καὶ αὐτοχρονα ἀποκάλυψαν, μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο, τὴν ἀπόφασή τους νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν ἐλευθερία τους.
Ἔμενε ὅμως ἐκκρεμές τό θέμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν Ἑλληνο-Ἀλβανικῶν συνόρων, ποὺ ἀνατέθηκε σὲ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκπροσώπους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Ἀμέσως μετὰ τὸ διορισμὸ τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ ἐθνολογικοῦ χαρακτήρα τῆς Βορείου Ἠπείρου, οἱ Ἕλληνες τῆς Κορυτσᾶς, ἀπέστειλαν ὑπόμνημα πρὸς τὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ τονίζοντας τὴν Ἑλληνικότητα τῆς περιοχῆς καὶ καταλήγοντας: "ἓν ἐκ τῶν δύο λοιπὸν ὑπολείπεται ἠμίν, ἢ ἕνωσις μετὰ τῆς μητρὸς Ἑλλάδος, συμφώνως τῇ καταγωγῆ, τῇ ἱστορία, ταῖς παραδόσεσι καὶ τοῖς ἐθίμοις ἠμῶν, ἢ μεταβολὴ τῶν πάντων εἷς ἐρείπια καὶ τέφραν".
Ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ "χρησιμοποίησε ὡς μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν κατοίκων ὡς Ἑλλήνων, τὴν Ἑλληνικὴ μονογλωσσία καὶ κατάταξε στοὺς Ἀλβανοὺς τοὺς χρῆστες τοῦ Ἀλβανικοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἀκόμη καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια". Μόνο οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλίας δὲν ἀρκοῦνταν στὴν ἐξέταση τῆς γλώσσας ὡς μοναδικοῦ κριτηρίου, ἀλλὰ ὑποστήριζαν ὅτι ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπόψη τοὺς τὴν ἐκπαιδευτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἄποψη τῶν κατοίκων καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ φρόνημά τους.
Στὸ μεταξὺ ἡ Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου τῆς 26ης Αὐγούστου 1913 ἀποφάσισε νὰ δοθεῖ στὴν Ἀλβανία παραλιακὴ λωρίδα μέχρι Φτελιᾶς, ἡ νῆσος Σάσων καθὼς καὶ ἡ ἐπαρχία (πρώην Καζᾶς) Κορυτσᾶς. Μάταια ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση στὶς 13 Ὀκτωβρίου διαμαρτυρήθηκε τόσο γιὰ τὴν παραπάνω ἐδαφικὴ ρύθμιση ὅσο καὶ γιὰ τὴ λήψη ὡς μοναδικοῦ κριτηρίου τῆς ἐθνικότητας, τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν κατοίκων στὸ χῶρο τῆς οἰκογενείας. Οἱ προτάσεις τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς υἱοθετήθηκαν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις στὴ Φλωρεντία στὶς 17 Δεκεμβρίου 1913, ὅπου ὑπογράφηκε πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδικάστηκε στὸ νεοσύστατο Ἀλβανικὸ κράτος ἡ περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση "κατ' ἀνάγκην" ἀποδέχθηκε τὸν ἐκβιασμὸ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καὶ δεσμεύθηκε μὲ τὴν ὑπογραφή της, θὰ ἦταν ἀντίθετη σὲ κάθε μορφὴ ἀντίστασης ἢ διεξαγωγῆς αὐτονομιακοῦ ἀγώνα στὰ ἐδάφη, ποὺ εἶχαν ἐπιδικασθεῖ στὴν Ἀλβανία. Στὸ μεταξὺ οἱ Βορειοηπειρῶτες, ποὺ πληροφοροῦνταν τὰ τεκταινόμενα σὲ βάρος τους, ὀργανώνονταν μὲ τὴ σύσταση Ἐπιτροπῶν Ἐθνικῆς Ἀμύνης καὶ Ἐπιμελητειῶν. Κύριος στόχος τῶν ἀνωτέρω ἐπιτροπῶν ἦταν ἡ στρατολόγηση ἐθελοντῶν καὶ ἡ ἔνταξή τους σὲ ἱεροὺς λόχους καθὼς καὶ ἡ ἐξεύρεση οἰκονομικῶν πόρων γιὰ τὴ διεξαγωγὴ ἔνοπλου ἀγώνα.
Ἤδη οἱ Χειμαρριῶτες διαμαρτυρήθηκαν καὶ γνωστοποίησαν ταυτόχρονα μὲ τὴν τελευταία πρόταση τῆς ἐπιστολῆς τους πρὸς τοὺς ὑπουργοὺς τῶν ἐξωτερικῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στὶς 24 Νοεμβρίου 1913, τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή τους νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία, ποὺ μὲ τόσους ἀγῶνες εἶχαν κερδίσει: "θὰ φονευθῶμεν πάντες, ἀλλ' ἡ Χειμάρρα ἐνωθεῖσα μετὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ λεχθῆ ὅτι ὑπεδουλώθη εἰς Ἀλβανούς". Στὶς ἀρχὲς Δεκεμβρίου τοῦ 1913 οἱ Ἕλληνες φοιτητὲς ἔκαμαν ἔκκληση πρὸς τοὺς συναδέλφους τους τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς νὰ διακηρύξουν "ἐν ὀνόματι τῆς διεθνοῦς φοιτητικῆς ἀδελφότητας τά πρὸς τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῶν ἄλλων καθήκοντα τῶν λαῶν των". Διετράνωσαν δέ, στὴν ἔκκλησή τους, τὴν ἀπόφασή τους νὰ ὑπερασπισθοῦν "βῆμα πρὸς βῆμα τὸ ἔδαφος, ὅπερ διὰ ποταμοῦ αἱμάτων ἐπὶ ἔτος ὅλον μαχόμενοι ἀνεκτήσαμεν, καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέψωμεν τὴν βεβήλωσιν αὐτοῦ καὶ τὴν αὐθαίρετον ἁρπαγήν του".
Οἱ ἀπόγονοι τῶν ἱερολοχιτῶν τοῦ Δραγατσανίου δὲν σταμάτησαν ἐδῶ. Σχημάτισαν φάλαγγα, ποὺ πῆγε στὴν Ἤπειρο, γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ Δίκαιο καὶ τὴν Ἐλευθερία. Προτοῦ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἐξέδωσαν μνημειώδη προκήρυξη ποὺ κατέληγε ὡς ἑξῆς: "Λαὸς ἐλευθερωθεῖς διὰ τοῦ ξίφους δὲν δουλοῦται διὰ τοῦ καλάμου".
Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1914 ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ προέδρου τῆς Ἐπίτροπης Ἐθνικῆς Ἀμύνης Ἀργυροκάστρου, Τεπελενίου συγκάλεσε Πανηπειρωτικὸ Συνέδριο στὸ Ἀργυροκαστρο, γιὰ τὶς 30 Ἰανουαρίου.
Ἐξέτασε ὅλες τὶς δυνατότητες γιὰ εἰρηνικὴ λύση τοῦ προβλήματος. Μὴ ἔχοντας ὅμως δυνατότητα γιὰ πολιτικὴ λύση ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση θὰ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ δεχθεῖ τὶς θέσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν τύχη τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου, ἀποφάσισε στὴ Β' συνεδρία της τὴ σύσταση ἁρμοδίου ὀργάνου, ποὺ θὰ ἀναλάμβανε ἔνοπλο ἀγώνα μὲ σκοπὸ τὴν Ἀνεξαρτησία. Πρὸς τοῦτο συγκρότησε "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή", ποὺ μέχρι νὰ συμπληρωθεῖ θὰ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλᾶς καὶ Κονίτσης Σπυρίδωνα καὶ Κορυτσᾶς Γερμανό. Στὸ ἑξῆς ἀποφάσεις γιὰ τὸν Ἀγώνα θὰ ἔπαιρνε μόνο ἡ "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή".
Στὴν Ε' συνεδρία της ἡ Πανηπειρωτικὴ Συνέλευση ἀποφάσισε νὰ ἀνακηρύξει τὴν αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἡ "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή", ὡς τὸ ὄργανο λήψεως ἀποφάσεως γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ Ἀγώνα, στὶς 10 Φεβρουαρίου 1914 ἀνακήρυξε τὴ Βόρειο Ἤπειρο, "Αὐτόνομη Πολιτεία". Ὁ δὲ Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος φθάνοντας στὸ Ἀργυροκάστρο στὶς 15 Φεβρουαρίου σχημάτισε ὑπὸ τὴν προεδρία του προσωρινὴ κυβέρνηση μὲ πρῶτα μέλη, τὰ μέλη τῆς "Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς". Τὴν ἴδια μέρα κυκλοφόρησε πρὸς τὸν Ἠπειρωτικὸ λαὸ ἡ πρώτη προκήρυξη τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα καὶ μάλιστα μὲ πανηγυρικὸ χαρακτήρα γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἠθικοῦ τοῦ λαοῦ, ἡ Ἀνεξαρτησία τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση εἶχε δώσει διαταγὲς πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς Βορείου Ἠπείρου, γιὰ τὴν παρεμπόδιση τῶν ἐκδηλώσεων. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἀργυροκάστρου συγκεντρώθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Δρίνου ποταμοῦ ἀπὸ τὶς πρωινὲς ὧρες πάνοπλος. Οἱ ἀστυνομικὲς ἀρχὲς βρέθηκαν σὲ ἀδυναμία νὰ παρέμβουν καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ στρατὸς γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ αἱματοκύλισμα. Στὶς 3 μ.μ. ἄρχισε ὁ ἁγιασμός. Παρόντες ἦταν ἑπτὰ χιλιάδες ἔνοπλοι. Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τοὺς παρευρισκομένους ὅταν σὲ στιγμὲς κατάνυξης ὑψώθηκε ἡ σημαία τῆς "Αὐτονόμου" καὶ ὑποστάλθηκε ἡ Γαλανόλευκη.
Ὁ μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος τὴν ἅγια ἐκείνη ὥρα προχώρησε λίγα βήματα καὶ ἀτενίζοντας τὴν Ἑλληνικὴ σημαία, μὲ παλόμενη ἀπὸ λυγμοὺς φωνὴ τὴν ἀποχαιρέτησε ἐκ μέρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Βορείου Ἠπείρου. "Χάριν τῆς ὑπέρτατης Ἐθνικῆς ἀνάγκης κατεβιβάσθης, ὢ θεῖον ὄνειρον, ἠμῶν τὲ καὶ τῶν πατέρων μας γαλανόλευκή μας, ἐθνική μας Σημαία. Ἀλλὰ ἀντί Σου δὲν ἀνυψώνομεν ξένην ἀλλὰ τὴν θυγατέρα σου, Ἠπειρωτικὴν προωρισμένην νὰ κατησχίση κατὰ τῆς ἀλβανικῆς ἡμισελήνου!"
Μετὰ τὴν τελετὴ τὸ πλῆθος κατευθύνθηκε στὸ Ἀργυροκάστρο ὅπου καὶ ὕψωσε στὸ διοικητήριο τὴ σημαία τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ Χειμάρρα στὸ μεταξὺ εἶχε ἀνακηρύξει τὴν Αὐτονομία ἀπὸ τὶς 10 Φεβρουαρίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἀνακηρύχθηκε ἡ Βόρειος Ἤπειρος σὲ "Αὐτόνομη Πολιτεία" ἀπὸ τὴν "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή". Ἡ ἀνακήρυξη τῆς Αὐτονομίας στοὺς Ἄγ. Σαράντα καὶ τὸ Δέλβινο ἔγινε στὶς 16 Φεβρουαρίου. Στὸ Λεσκοβίκι στὶς 20 καὶ στὴν Πρεμετὴ στὶς 23 Φεβρουαρίου.
Κοινὸ στοιχεῖο σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Βορείου Ἠπείρου ἦταν ἡ θέληση καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα τῶν κατοίκων νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Βορείου Ἠπείρου ἔστω καὶ μόνοι. Ὁ τιτάνιος ἀγώνας τῶν Βορειοηπειρωτῶν στέφθηκε μὲ ἐπιτυχία στὰ πεδία τῶν μαχῶν παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ δημιούργησε ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν τὴν ἔναρξη διαπραγματεύσεων μὲ τοὺς Βορειοηπειρῶτες. Ἡ προσωρινὴ κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου ἦρθε σὲ συνενόηοη μὲ τὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ Ἐλέγχου, στὴν ὁποία εἶχε ἀνατεθεῖ ὁ ἔλεγχος τῆς πολιτικῆς διοικήσεως καὶ τῶν οἰκονομικῶν τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους. "Σκοπὸς τῆς προσωρινῆς κυβερνήσεως ἦταν νὰ ἐπιτύχη χάριν τῶν Βορειοηπειρωτῶν προνόμια, ἰσοδυναμούντα πρὸς αὐτονομίαν ".
Οἱ διαπραγματεύσεις ποὺ ἀκολούθησαν κατέληξαν στὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κέρκυρας στὶς 17 Μαΐου 1914.
Μὲ τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας ἀναγνωρίσθηκε ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτήρας τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ ἐδόθησαν στοὺς κατοίκους τῶν ἐπαρχιῶν Ἀργυροκάστρου καὶ Κορυτσᾶς "ἐκτεταμένα προνόμια διοικητικά, ἐκκλησιαστικά, σχολικὰ καὶ γλωσσικὰ ἰσοδυναμούντα πρὸς πραγματικὴν αὐτονομίαν".
Τὸ Πανηπειρωτικὸ Συνέδριο, ποὺ συνῆλθε στὸ Δέλβινο στὶς 23 Ἰουνίου 1914, ἐνέκρινε τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας καθὼς ἐπίσης οἱ Μεγάλες Δυνάμεις καὶ ἡ Ἀλβανία, ποὺ τὸ δέχθηκε καὶ τὸ προσυπέγραψε ἄνευ ὅρων στὶς 12 Ἰουνίου 1914.
Ἡ Ἑλλάδα εἶχε κατακτήσει τὸν πρῶτο ἐπίσημο διεθνῆ τίτλο ἐπὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ ἑκατέρωθεν ὅμως δυσπιστία τῶν ἀντιμαχομένων, ὁδήγησε σὲ νέες συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὴ Β' φάση τοῦ Αὐτονομιακοῦ Ἀγώνα. Οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις τῆς Αὐτόνομης Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὄχι μόνο ἀπώθησαν τοὺς ἐπιτιθέμενους Ἀλβανοὺς ἀλλὰ προχώρησαν καὶ πέραν τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς Τεπελενίου - Κλεισούρας κλπ., μέχρι τοῦ Βερατίου. Στὸ μεταξὺ στὴν Ἀλβανία ἡ πολιτικὴ κατάσταση χειροτέρευε ἐπικίνδυνα. Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἀβεβαιότητα καὶ ἀναρχία. Γι΄ αὐτὸ στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1914 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς Ἰταλίας ζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἀνακαταλάβει στρατιωτικὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, προκειμένου νὰ ἐπιβάλλει τὴν τάξη καὶ τὴν ἀσφάλεια στὸ ἀναρχοκρατούμενο κράτος τῆς Ἀλβανίας.
Κατὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο ἡ πρόσκληση ἀποτελοῦσε "τὴν ἐπισημοτέραν διεθνῆ ἀναγνώρισιν τοῦ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος τὸ ὁποῖον ἔχει καὶ δικαιοῦται νὰ ἔχη ἡ Ἑλλὰς διὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς πληθυσμοὺς τῆς περιφερείας ταύτης". Μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ ἔληξε ἡ Α' φάση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα, τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀφοῦ ἔγινε ἡ παράδοση τῆς Χώρας στὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ μέσα σὲ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ἡ κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου παραιτήθηκε, ἐκδίδοντας τὴν τελευταία ἐμπνευσμένη ἐγκύκλιό της. Ὁ Βορειοηπειρωτικὸς Ἀγώνας εἶχε δικαιωθεῖ. Τὰ ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Οἱ Βορειοηπειρῶτες ἐκπροσωπήθηκαν στὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο μὲ δέκα ἕξι βουλευτές. Ὅμως ὁ πολιτικὸς διχασμός, ἡ μικροκομματικὴ πολιτική, οἱ σκοπιμότητες καὶ ἡ ἔλλειψη ἐθνικῆς ὁμοψυχίας στὴν Ἑλλάδα, ἦρθαν ἀρωγοὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ποὺ εἶχαν χαράξει διαφορετικὰ τὴ μοίρα τοῦ τόπου.
Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη ἐπιφύλαξε ἔκτοτε ποικίλα στάδια στὸ Βορειοηπειρωτικὸ Ζήτημα, χωρὶς ὅμως νὰ ὁδηγήσει ἀκόμη στὴ δίκαιη λύση του. Οἱ νέες πολιτικὲς ἀνακατατάξεις στὴ Βαλκανικὴ πρέπει νὰ ὁδηγήσουν ἀνεπιφύλακτα σὲ ἕνα νέο καθεστὼς καὶ γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, σὲ μιὰ νέα Αὐτονομία μέσα στὰ πλαίσια τῆς γείτονος, ἐνέργεια τὴν ὁποία τὸ ἀλβανικὸ κράτος ὄχι μονάχα πρέπει νὰ σεβαστεῖ καὶ υἱοθετήσει – κάτι ποὺ δὲν ἔκανε στὸ παρελθὸν – ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποστηρίξει.
Ἔχει βαρύνουσα σημασία ἡ ἄποψη τοῦ Γεν. Γραμματέα τοῦ UNPO (UNREPRESENTED NATIONS AND PEOPLES ORGANIZATION) στὶς 18/4/94 στὴ Χάγη ὅτι, «ἐὰν μιὰ μειονότητα ἀγωνισθεῖ ἀποφασιστικὰ καὶ δημιουργήσει ἀκόμα καὶ ταραχές, τότε γίνεται γνωστὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὰ δίκαιά της μὲ πιθανότητα ἐπιτυχίας. Ἐὰν μείνει σὲ μιὰ εἰρηνικὴ συμπεριφορὰ μόνο, τότε θὰ ἐξαφανιστεῖ, μὲ τὶς μεθοδεύσεις καταπίεσης, ἐθνικῆς ἐκκαθάρισης μὲ ἀμφίδρομες μεταφορὲς πληθυσμῶν καὶ μὲ ἄλλες μεθόδους τοῦ κυρίαρχου κράτους». Ὑποστήριξη ὅμως ποὺ πρέπει νὰ ἔχει τὸ δίκαιο αἴτημα τῆς Αὐτονομίας καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ πλευρά, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν βλέπουμε μὲ σαφήνεια στὶς δηλώσεις – οὔτε λόγος γιὰ πράξεις - τῶν πολιτικῶν.
Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἐθνικὸ αὐτὸ θέμα εἶναι καὶ πολιτικό, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λύση θὰ πρέπει νὰ δρομολογηθεῖ μέσα ἀπὸ τὰ διεθνῆ fora καὶ μὲ βάσει τὶς διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ὑπαγορεύουν τὸ μέλλον τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων, καλὸ θὰ ἦταν τὰ πολιτικὰ κόμματα στὴν Ἑλλάδα νὰ συμπεριλάβουν στὴν ἀντζέντα τῶν ἐξωτερικῶν θεμάτων καὶ τὸ Βορειοηπειρωτικό, πρὶν εἶναι ἀργά.
Ὁ Βορειοηπειρωτικὸς Ἑλληνισμὸς ἔχει “χορτάσει” ἀπὸ παχιὰ λόγια, ἀπὸ “ἐπιθέσεις φιλίας”, ἀπὸ συνθηματολογία «περὶ γέφυρας φιλίας» τῆς μειονότητας, ἀπὸ πολιτικάντικη καὶ ξύλινη γλώσσα ποὺ δὲν διστάζει, γιὰ λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητας νὰ ἐκμεταλλεύεται τὸ πολύπαθο αὐτὸ κομμάτι τοῦ ἑλληνισμοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ δεσμεύεται γιὰ τὸ πρακτέον.
Πηγή: ΣΦΕΒΑ
Ἀναδημοσίευση ἀπό: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό