«Αν είμαι ό,τι έχω, κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι;»
Η διάκριση ανάμεσα στο έχει και το είναι δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη για την κοινή λογική. Το έχει, φαίνεται να είναι μια φυσιολογική λειτουργία της ζωής μας: για να ζήσουμε, πρέπει να έχουμε πράγματα. Ακόμα περισσότερο,πρέπει να έχουμε πράγματα για να μπορούμε να τα απολαμβάνουμε. Σ' ένα πολιτισμό όπου ο ύψιστος σκοπός είναι η κατοχή, θα έλεγε κανείς ότι η βαθύτερη σημασία του είναι, είναι το έχει. Και όταν κάποιος δεν έχει τίποτα, δεν είναι τίποτα.
Τα εμπειρικά ανθρωπολογικά και ψυχαναλυτικά δεδομένα δείχνουν ότι το έχει και το είναι, αποτελούν τους δύο βασικούς τρόπους εμπειρίας, και οι αντίστοιχες δυνάμεις τους καθορίζουν τις διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες των ατόμων καθώς και τους διάφορους τύπους του κοινωνικού χαρακτήρα.
Τους τελευταίους αιώνες στις δυτικές γλώσσες άρχισε να γίνεται φανερή μια κάποια αλλαγή στην έμφαση που δίνουν στο έχει και στο είναι, καθώς η τάση της υποκατάστασης των ρημάτων με ουσιαστικά έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το ουσιαστικό είναι η ακριβής έκφραση για ένα πράγμα. Ενώ για μια ενέργεια είναι το ρήμα. Παρ' όλα αυτά όλο και πιο συχνά μια ενέργεια εκφράζεται με τύπους του έχω.
Για παράδειγμα: «Γιατρέ, έχω ένα πρόβλημα. Έχω αϋπνία. Αν και έχω ένα όμορφο σπίτι, χαριτωμένα παιδιά και ευτυχισμένο γάμο, έχω πολλές στεναχώριες». Πριν από μερικές δεκαετίες αντί ο άρρωστος να πει «έχω πρόβλημα», πιθανόν να έλεγε «είμαι στεναχωρημένος», αντί «έχω αϋπνία», «δεν μπορώ να κοιμηθώ», και αντί «έχω ένα ευτυχισμένο γάμο», «είμαι ευτυχισμένος στον γάμο μου».
Το σύγχρονο γλωσσικό ύφος δείχνει τον υψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που επικρατεί. Το εγώ της εμπειρίας αντικαθίσταται με το αυτό της κτήσης.
Το έχω είναι μια απατηλή έννοια. Αυτοί που πιστεύουν ότι η κατοχή είναι η πιο φυσική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι πολλές γλώσσες δεν έχουν λέξη για το έχω. Στα εβραϊκά για παράδειγμα το έχω εκφράζεται με την φράση «είναι για εμένα». Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε ότι κατά την εξέλιξη πολλών γλωσσών η φράση «είναι δικό μου» αντικαταστάθηκε πολύ αργότερα από το ρήμα έχω. Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι το ρήμα «εχω» εξελίχτηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας και είναι ανύπαρκτο σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η λειτουργική ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση πραγμάτων για συγκεκριμένη χρήση. Όταν το έχει καθορίζει τον τρόπο ύπαρξής μου, η σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κτητική. Το ειμαι στις Ινδοευρωπαϊκες γλώσσες εκφράζεται με τη ρίζα του es, που σημαίνει υπάρχω. Το είμαι δηλώνει την πραγματικότητα της ύπαρξης αυτού που είναι. Όταν λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι, αναφερόμαστε στην ουσία του ανθρώπου ή του πράγματος και όχι στην εμφάνισή του.
Όταν χρησιμοποιώ τα ρήματα είμαι και έχω, αναφέρομαι σε δύο βασικούς τρόπους ύπαρξης σε δύο διαφορετικές στάσεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου και τον κόσμο. Η διαφορά είναι ανάμεσα σε μια κοινωνία που το ενδιαφέρον της συγκεντρώνεται στους ανθρώπους, και σε μια άλλη που το ενδιαφέρον της συγκεντρώνεται στα πράγματα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Έριχ Φρομ, Να έχεις ή να Είσαι;)