Ἡ ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα
Κακριδῆς Φάνης
Ὅταν ὁ Ἀχιλλέας, παραμερίζοντας τὸ θυμό του, ἀποφασίζει νὰ βγεῖ ξανὰ στὴ μάχη καὶ νὰ σκοτώσει τὸν Ἔχτορα, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸ θάνατο τοῦ Πάτροκλου, βρίσκεται δίχως ὅπλα. Γιατί τὴν ἁρματωσιὰ του τὴν εἶχε φορέσει ὁ φίλος του, καὶ τώρα ἔχει πέσει κουρσὸς στὰ χέρια τοῦ μεγάλου ἀντίμαχου. Τὰ καινούργια ἅρματα ποὺ χρειάζονται στὸν Ἀχιλλέα θ' ἀναγκαστεῖ ἡ μητέρα του ἡ Θέτιδα νὰ ἀνεβεῖ στὸν Ὄλυμπο καὶ νὰ παρακαλέσει τὸν Ἥφαιστο νὰ τοῦ τὰ μαστορέψει.
Ὁ θεός, ποὺ δὲν ξεχνάει πόση καλοσύνη τοῦ εἶχε δείξει ἡ Θέτιδα σὲ χρόνια πιὸ παλιά, εἶναι πρόθυμος νὰ πάρει πάνω του τὸν κόπο νὰ φτιάξει τὴν καινούργια πανοπλία. Ἀφήνει λοιπὸν τὴ γυναίκα του νὰ τῆς κρατάει στὸ μεταξὺ συντροφιά, κι' αὐτὸς κλείνεται στὸ ἐργαστήρι του, ἀνάβει τὰ καμίνια του καὶ στρώνεται στὴ δουλειά.
Ἅρματα μαστορεμένα ἀπὸ τέτοιο θεὸ καὶ προορισμένα νὰ σκεπάσουν τὸ κορμὶ ἑνὸς τέτοιου ἥρωα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξεπερνοῦν στὴν ὀμορφιὰ καὶ στὴν ἀντοχὴ κάθε ἄλλη ἁρματωσιὰ φτιαγμένη ἀπὸ χέρια θνητά: Ὁ θώρακας λάμπει σὰ φλόγα, τὸ κράνος εἶναι πανώριο, πλουμιστό, μὲ φούντα μαλαματένια, οἱ κνημίδες καμωμένες ἀπὸ φτενὸ καλάι. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τ' ἄλλα εἶναι ἡ ἀσπίδα, ποὺ ὁ Ἥφαιστος θὰ δουλέψει γιὰ ὥρα πολλή. Γιὰ νὰ γίνει στέρεη, θὰ τὴν κάνει μὲ πέντε ἀπανωτὲς στρώσεις, δύο ἀπὸ καλάι, δύο ἀπὸ μπροῦντζο καὶ μία, τὴ μεσαία, ἀπὸ μάλαμα. Κι' ἔπειτα θὰ τὴν πλουμίσει ὅσο δὲν πλουμίστηκε καμιὰ ἀσπίδα στὸν κόσμο.
Ἡ ἀσπίδα εἶναι στρογγυλὴ κι' ἡ ἐξωτερική της ἐπιφάνεια θὰ σκεπαστεῖ ὁλόκληρη μὲ εἰκόνες ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, καλάι καὶ ἄλλα πολύτιμα ὑλικά, καταταγμένες σὲ πέντε ὁμόκεντρους κύκλους. Στὸ μεσαῖο ὁ Ἥφαιστος «βάζει τὴ γῆς, βάζει τὴ θάλασσα, βάζει τὰ οὐράνια ἀπάνω, βάζει τὸν ἥλιο τὸν ἀκούραστο, τ’ ὁλόγιομο φεγγάρι, κι' ὅλα τ' ἀστέρια, ὡς στεφανώνουνε τὸν οὐρανό…» Ὁ δεύτερος ἀπὸ μέσα κύκλος παρασταίνει δύο πολιτεῖες, τὴ μία σὲ ὧρες εἰρηνικές, τὴν ἄλλη σὲ ἄγριες ὧρες πολέμου. Ἡ πρώτη παράσταση εἶναι χωρισμένη σὲ δύο εἰκόνες: ἀπὸ τὴ μία ἔχουμε δύο ἄντρες ποὺ δικάζονται στὴν ἀγορά, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕναν γάμο.
Στοὺς δύο ἀκόλουθους κύκλους βλέπουμε ζευγολάτες ποὺ ὀργώνουν, ἐργάτες ποὺ θερίζουν, κοπέλες καὶ παλικάρια ποὺ τρυγοῦν, ἔπειτα βόδια καὶ πρόβατα ποὺ βόσκουν, τέλος ἕναν χορό. Ὅλες αὐτὲς οἱ τόσο κινημένες σκηνὲς τῆς γῆς θὰ κλειστοῦν μὲ τὸν τελευταῖο, τὸν ἐξώτατο κύκλο, ποὺ παρασταίνει, τὸν Ὠκεανό. Γιατί γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὁ Ὠκεανὸς ἦταν ἕνα φαρδὺ ποτάμι ποὺ ἔζωνε τὴ γῆ ὁλόκληρη.
Ἡ περιγραφὴ αὐτὴ τῆς ἀσπίδας τοῦ Ἀχιλλέα γέννησε πλῆθος προβλήματα στοὺς φιλόλογους καὶ στοὺς ἀρχαιολόγους. Ἄλλοι πίστεψαν πὼς ὁ Ὅμηρος περιγράφει ἐδῶ μία πραγματικὴ ἀσπίδα, παρεξηγώντας μάλιστα κάπου κάπου τ’ ἀπεικονίσματά της. Ἄλλοι παρατήρησαν πὼς ἡ τεχνική τῆς διακόσμησης καὶ ὁρισμένα θέματα προδίνουν μυκηναϊκὴ καταγωγὴ καὶ γι' αὐτὸ ὑποστήριξαν πὼς ἡ ἀσπίδα ὁλόκληρη πρέπει νὰ εἶναι μυκηναϊκή, ὀρθογώνια λοιπόν, ὄχι κυκλική. Βρέθηκαν ἄλλοι ποὺ πίστεψαν πὼς ἔτσι ποὺ ἡ περιγραφὴ τῆς Ἀσπίδας μὲ τὶς εἰρηνικές της σκηνὲς κόβει ἀπότομα τὴν ἔντονη πολεμικὴ δράση τῆς Ἰλιάδας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσιο ἔργο τοῦ Ὅμηρου, ἀποτελοῦσε λοιπὸν ἀρχικὰ ἕνα αὐθυπόστατο μικρὸ ἔπος, ποὺ προστέθηκε ἀργότερα στὸ σῶμα τῆς Ἰλιάδας.
Φυσικά, ἐδῶ δέν μποροῦμε νὰ συζητήσουμε τὶς γνῶμες αὐτές· θὰ δώσουμε μόνο τί πιστεύουμε σήμερα γιὰ τὴν Ἀσπίδα κι' ἔπειτα θὰ προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυσή της. Ὁ Ὅμηρος δὲν περιγράφει ἐδῶ μία πραγματικὴ ἀσπίδα. Ζώντας τὸν 8ο π.Χ, αἰώνα ξέρει βέβαια τὶς σύγχρονές του κυκλικὲς ἀσπίδες, ποὺ ἡ διακόσμησή του γίνεται σὲ ἐπάλληλους κι' αὐτὴ κύκλους· ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ τεχνική τῆς Ἀσπίδας καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ θέματά της δείχνουν πόσο δυνατὴ εἶναι ἀκόμα ἡ θύμηση τῆς μυκηναϊκῆς τέχνης μέσα στὴν παράδοση ὑστέρα ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες. Ἡ γενικὴ ὅμως σύλληψη καὶ ἡ ὀργάνωση τοῦ ὑλικοῦ εἶναι ἔργο τοῦ Ὅμηρου: τὰ δάνεια στοιχεῖα ἀνακατώθηκαν μὲ ἐπινοήματα τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ καὶ—τὸ σπουδαιότερο—ἀπὸ στοιχεῖα τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν μετασχηματίστηκαν σὲ στοιχεῖα τῆς τέχνης τοῦ λόγου. Γιατί οἱ εἰκαστικὲς τέχνες—ζωγραφική, πλαστικὴ κλπ.—ἐργάζονται μέσα στὸ χῶρο, ὄχι στὸ χρόνο, κι' ἔτσι ἀπὸ ἕνα θέμα ποὺ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ χρόνο δὲν μποροῦν νὰ δώσουν παρὰ μία στιγμὴ του μόνο, ἂς εἶναι καὶ τὴν κορυφαία.
Ἀντίθετα ὁ Ὅμηρος σὰν ποιητὴς ποὺ εἶναι δίνει τὸ θέμα του στὴ χρονικὴ συνέχειά του. Στὴν πολεμικὴ σκηνὴ νὰ ποῦμε τῆς πολιτείας ποὺ βρίσκεται πολιορκημένη ἔχουμε πρῶτα τὸ τελεσίγραφο τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ νὰ τοὺς παραδώσουν τὰ μισὰ πλούτη ποὺ κρύβει μέσα ἡ πόλη, ἀλλιῶς θὰ τὴν κούρσευαν ὁλάκερη πατώντας τη. Οἱ πολιορκημένοι ἀρνιοῦνται κι' ἑτοιμάζονται γιὰ καρτέρι. Ἀφήνουν τὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες μέσα στὴν πολιτεία κι' οἱ ἄντρες ξεκινοῦν, φτάνουν στὸν ποταμὸ κι' ἐκεῖ κρύβονται περιμένοντας τὰ βόδια καὶ τ' ἀρνιὰ τῶν πολιορκητῶν. Κι' ὅταν τὰ κοπάδια κατεβαίνουν στὸ ποτάμι γιὰ νὰ ποτιστοῦν, ἐκεῖνοι χύνονται, τ' ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν τοὺς βοσκούς. Ὁ ἄλλος στρατός, ἀκούγοντας τὴ φασαρία, τρέχει, τοὺς προφταίνει, κι' ἔτσι ἀρχίζει ἡ μάχη. —Ὅλη αὐτὴ τὴ μακριὰ ἱστορία πῶς θὰ μποροῦσε ποτὲ ἕνα ἔργο τῆς εἰκαστικῆς τέχνης νὰ τὴν κλείσει σὲ μίαν εἰκόνα μέσα;
Ὁ κεντρικὸς κύκλος παράσταινε τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι καὶ τ' ἀστέρια τὴν ἐξωτερικὴ πάλι ζώνη τὴ γέμιζε τὸ πλατὺ ρέμα τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἀνάμεσα στὰ κοσμικὰ στοιχεῖα αὐτὰ βρίσκεται κλεισμένη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως παρουσιάζεται στὶς τρεῖς μεσαῖες ζῶνες. Μήπως καὶ στὴν πραγματικότητα ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ βρίσκεται, περιορισμένη καὶ καθορισμένη ἀπὸ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα; Ὁ ἄνθρωπος παλεύει δουλεύοντας πάνω στὴ γῆ καὶ— σπανιότερα—πάνω στὴ θάλασσα. Γύρω του—κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων—κυλάει τὰ νερὰ του ὁ Ὠκεανός, πάνω του ἁπλώνεται ὁ οὐρανός. Ὁ ἥλιος βγαίνοντας καὶ βασιλεύοντας τοῦ καθορίζει τὶς ὧρες τῆς δουλείας καὶ τὶς ὧρες τῆς ἀνάπαψης. Τοῦ φεγγαριοῦ οἱ φάσεις τὸν ὁδηγοῦν νὰ προσδιορίσει τοὺς μῆνες καὶ τὰ χρόνια ποὺ γυρίζουν, τ' ἀστέρια νὰ ταξιδεύει μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκόμα νὰ βρίσκει πότε ν' ἀρχίσει τὴν κάθε δουλειὰ τοῦ χωραφιοῦ.
Ἀπὸ τὶς σκηνὲς ποὺ παρασταίνονται στοὺς μεσαίους κύκλους οἱ πρῶτες ἀναφέρονται στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου: ἀπονομὴ δικαιοσύνης καὶ γάμος. Σὲ αὐστηρὴ ἀντιστοιχία τὸ τελευταῖο θέμα ἀπὸ τὶς σκηνὲς αὐτὲς εἶναι πάλι παρμένο ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωή: χορός. Ἐκεῖ, μέσα στὴ συνοδεία τοῦ γάμου, τραγουδοῦσαν οἱ νιοὶ χορεύοντας στοὺς ἤχους τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς κιθάρας ἐδῶ χορεύουν νιοὶ καὶ νιὲς μαζί, καὶ τὸ χορὸ τους τὸν ρυθμίζει ὁ θεῖος ἀοιδὸς μὲ τὸ τραγούδι του καὶ τὴν κιθάρα.
Οἱ καθαυτὸ μεσαῖες σκηνὲς παρουσιάζουν τὶς βασικὲς μορφὲς τῆς γεωργικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου: ὄργωμα, θερισμός, τρύγος, κτηνοτροφία. Νιώθεις ὅλο τὸ μόχθο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δουλεύει τὴ γῆ, μαζί του ὅμως ζεῖς καὶ τὴ χαρούμενη ἱκανοποίηση ποὺ δίνει ἡ δουλειὰ καὶ καθαυτὴ καὶ γιὰ τὴν καλὴ σοδειὰ ποὺ θὰ φέρει:
Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας νιώθει πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλήσει τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς παρὰ μόνο μὲ τὴν κατάφαση ὅλων τῶν ἀντιθέσεων ποὺ κλείνει. Ἔτσι κι' ἐδῶ βλέπουμε τὸν Ὅμηρο ν' ἀναπλάθει τὸν κόσμο ὁλόκληρο χύνοντας τὸ φῶς τῶν στίχων του στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς πολιτείας καὶ στὴ ζωὴ τῶν ξωμάχων, στὴ ζωὴ τῶν ἀντρῶν —δικαστήριο—καὶ στὴ ζωὴ τῶν γυναικῶν—γάμος—, στὰ ἔργα τοῦ πολέμου καὶ στὰ ἔργα τῆς εἰρήνης, στὴ σοβαρὴ δουλειὰ μὲ τὸ μόχθο της καὶ στὴ γιορτὴ μὲ τὶς χαρές της, στὶς οἰμωγὲς τῶν λαβωμένων καὶ στὰ τραγούδια τῶν χαροκόπων.
Μέσα στὴν ἀποκλειστικὰ πολεμικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἰλιάδας, μέσα στὰ ἡρωικὰ κατορθώματα καὶ στὸ θάνατο τόσων παλικαριῶν, ἡ περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας τοῦ Ἀχιλλέα μᾶς ἀνοίγει μία σειρὰ ἀπὸ εἰκόνες, ὅπου ὁ πόλεμος εἶναι μία μόνο φάση τῆς ζωῆς καὶ ὄχι ἡ πιὸ σημαντική. Οἱ εἰρηνικὲς σκηνὲς ὑπερισχύουν ἐδῶ. Καὶ οἱ μεγάλοι ἥρωες μὲ τὰ τιμημένα ὀνόματα παραμερίζονται γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ ὁ ποιητὴς μᾶς μιλεῖ τώρα γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ ἁπλοῦ ἀνώνυμου λάου. Αὐτὸ δὲ θὰ πεῖ πὼς ἄλλος πρέπει νὰ εἶναι ὁ ποιητὴς τῆς Ἀσπίδας καὶ ἄλλος ὁ ποιητὴς τῆς ὑπόλοιπης Ἰλιάδας.
Ἕνας μεγάλος δημιουργός, ὅπως στάθηκε ὁ Ὅμηρος, εἶναι πάντα πολύφωνος· γὶ' αὐτὸ μπορεῖ καὶ κλείνει μέσα στὴν ψυχὴ του ὅλο τὸν κόσμο, ὅλες τὶς ὀμορφιές του, ὅλες τὶς χαρές του κι' ὅλους τοὺς πόνους του. Ὡστόσο σὰν νὰ ἤθελε νὰ ὑποδηλώσει πὼς ὅσο καὶ νὰ ψάλλει πολέμους, μία φορὰ ἡ καρδιά του δὲν ἀνήκει σ' αὐτούς, πὼς ἡ ἀγριότητά τους εἶναι ξένη μὲ τὴν ψυχή του, παρουσίασε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του νὰ ψάλλει—μοναδικη φορὰ μέσα στὴν Ἰλιάδα—ὄχι στὸ στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων, οὔτε μέσα στὴν πολιορκημένη Τροία, παρὰ μέσα στὴν Ἀσπίδα, ἀνάμεσα στοὺς νέους καὶ στὶς κοπέλες ποὺ χορεύουν — ὁ θεῖος αὐτὸς ἀλήθεια τραγουδιστής...
Πηγή: Αγία Ζώνη