Ο πόλεμος στη Συρία και οι Κούρδοι
Του Χρήστου Μηνάγια
Η Μέση Ανατολή είναι η πιο περίπλοκη περιοχή του πλανήτη λόγω της ιδεολογικής, θρησκευτικής και κοινωνικής της δομής. Οι περιφερειακές διενέξεις και οι πολιτικές εξελίξεις από τη μια πλευρά, καθώς επίσης το έλλειμμα ασφάλειας και η οικονομική κατάρρευση από την άλλη, κλιμακώνουν την αστάθεια στη Συρία και τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμοποίηση της κεντρικής διοίκησης της. Αν σε αυτά προσθέσουμε τους 470.000 νεκρούς, τους 1.900.000 τραυματίες και τους πρόσφυγες που ξεπερνούν το 45% του γενικού πληθυσμού της χώρας (βλ. Σχετική Έκθεση του Syrian Center for Policy Researh) εμφανώς προκύπτει ότι, η Συρία χάνει την κρατική της οντότητα και βρίσκεται υπό διαμελισμό.
Ο πόλεμος στη Συρία διεξάγεται σε τρία μέτωπα. Το πρώτο μέτωπο βρίσκεται στη Συρία, όπου διεξάγεται ένας υβριδικός πόλεμος (Hybrit Warfare) με εκτεταμένες καταστροφές και πολυάριθμες ανθρώπινες απώλειες. Συγκεκριμένα πρόκειται για την πιο σύγχρονη μορφή πολέμου, ο οποίος συνδυάζει επιχειρήσεις τρομοκρατικών ενεργειών, ανταρτοπόλεμου και συμβατικού πολέμου, όπου όλοι πολεμούν εναντίον όλων. Σημειωτέον ότι, η βασική αρχή της στρατηγικής που εφαρμόζει η συμμαχία Ρωσίας-Ιράν-Συρίας αφορά στη διαμόρφωση του στρατιωτικού χάρτη, όπως αυτή επιθυμεί, εντός της συριακής επικράτειας. Άλλωστε, όσες διαπραγματεύσεις και εάν γίνουν, όσες συμμαχίες και εάν υπάρξουν, η διαμόρφωση του στρατιωτικού χάρτη των περιοχών επιχειρήσεων θα επηρεάσει άμεσα τον μέλλον της Νέας Συρίας.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το δεύτερο μέτωπο, αυτό ευρίσκεται μακριά από τις περιοχές επιχειρήσεων και όλες οι δραστηριότητες πραγματοποιούνται στις πρωτεύουσες συγκεκριμένων χωρών με μυστικές επαφές, συνεργασίες μυστικών υπηρεσιών, συμμαχίες και κεκαλυμμένες επιχειρήσεις.
Και τέλος, το τρίτο μέτωπο αφορά στη Γενεύη, όπου πραγματοποιούνται Σύνοδοι και διαπραγματεύσεις προκειμένου να βρεθεί μια βιώσιμη λύση για τη συριακή κρίση. Η 1η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στις 30-06-2012, χωρίς να εφαρμοσθεί καμία από τις αποφάσεις που ελήφθησαν και αφορούσαν στην έναρξη μετάβασης σε μια πολιτική λύση, παράλληλα με την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και την απελευθέρωση όλων των αντικαθεστωτικών που είχε φυλακίσει το καθεστώς Άσαντ. Η 2η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στις 22-01-2014 και σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα θα έπρεπε εντός έξη μηνών να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντίπαλων πλευρών για τις διαδικασίες σχηματισμού προσωρινής κυβέρνησης. Επίσης, αποφασίσθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών εντός δώδεκα μηνών, η σύνταξη νέου Συντάγματος και η διεξαγωγή εκλογών. Αναφορικά με την 3η Σύνοδο, αυτή θα πραγματοποιείτο στις 24-01-2016, ωστόσο αναβλήθηκε λόγω των ενστάσεων που προέβαλε η Άγκυρα ώστε να μην συμμετάσχουν στη Σύνοδο οι εκπρόσωποι του κουρδικού κινήματος PYD της Συρίας. Στη συνέχεια, οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις της Συρίας συγκρότησαν την Ανωτάτη Διαπραγματευτική Επιτροπή (ΑΔΕ), η οποία δεσμεύθηκε να συμμετάσχει στη Σύνοδο θέτοντας τρεις προϋποθέσεις: να αρθεί ο αποκλεισμός των εμπόλεμων περιοχών, να παρασχεθούν διευκολύνσεις προκειμένου να φθάσει η ανθρωπιστική βοήθεια στις περιοχές αυτές, καθώς επίσης να αποφυλακισθούν όλοι οι αντικαθεστωτικοί κρατούμενοι. Όμως, η ανυποχώρητη στάση του Άσαντ και του Πούτιν στα αιτήματα των αντικαθεστωτικών, οδήγησε την ΑΔΕ στην αποχώρηση από τις συνομιλίες. Φυσικά αυτό ήταν αναμενόμενο, διότι η Μόσχα είχε τονίσει κατ’ επανάληψη τη σημασία της παρουσίας των Κούρδων στις διαπραγματεύσεις, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό ύστερα από τις πιέσεις των Τούρκων.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι, η Τουρκία προβάλει διεθνώς το PYD ως μια τρομοκρατική οργάνωση, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι: α. Αυτό αποτελεί έναν παράλληλο βραχίονα του ΡΚΚ, το οποίο προμηθεύει στο ΡΚΚ τα ρωσικά και αμερικανικά οπλικά συστήματα που του έχουν χορηγηθεί ως βοήθεια. β. 17 από τα 53 ηγετικά στελέχη του ΡΚΚ ευρίσκονται στη Συρία. γ. Το PYD διαθέτει μια ένοπλη δύναμη 35.000-38.000 ατόμων, εκ των οποίων οι 7.000 είναι αντάρτες του ΡΚΚ. δ. Στην περίπτωση που οι αντάρτες του ΡΚΚ που επιχειρούν στην Τουρκία υποστηριχθούν από το PYD, τότε οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα πραγματοποιήσουν αεροπορικές επιδρομές εναντίον στόχων εντός του συριακού εδάφους, παρόμοιες με αυτές που πραγματοποιούνται εναντίον των βάσεων του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ. ε. Στις συριακές περιοχές Derik και Dirbesiye υπάρχει στρατόπεδο εκπαίδευσης του ΡΚΚ, ενώ στο Κobani υπάρχει στρατόπεδο της τρομοκρατικής οργάνωσης MLKP (Μαρξιστικό Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα), η οποία δρα στην Τουρκία.
Εν τω μεταξύ, η Ρωσία συνεργάζεται και έχει επαφές με το ΡΚΚ και το PYD, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αφενός θεωρούν το ΡΚΚ ως τρομοκρατική οργάνωση, αφετέρου αποδέχονται το PYD ως σύμμαχο και αναγνωρίζουν την ηγεμονία του στις κουρδικές περιοχές κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων.
Επαφές της Ρωσίας με τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ και της Συρίας
Το γεγονός ότι, η Μέση Ανατολή αλλάζει ριζικά και με ταχύς ρυθμούς, δίδει την ευκαιρία στους Κούρδους να πιέσουν είτε για την ανεξαρτησία τους στις χώρες που κατοικούν, είτε για τη δημιουργία μιας μορφής συνομοσπονδίας.
Στα πλαίσια της συνεργασίας της Μόσχας με τους Κούρδους, μετά τις 12-12-2015, οι διπλωμάτες Victor Simalov και Evgeny Qrzhantsev του ρωσικού προξενείου στο Ερμπίλ συναντήθηκαν δύο φορές με το ηγετικό στέλεχος του ΡΚΚ Cemil Bayik, καθώς επίσης τρεις φορές με άλλα ηγετικά στελέχη της εν λόγω οργάνωσης στο βόρειο Ιράκ. Υπόψη ότι, οι συναντήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στο χωριό Levje που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Καντίλ και στην πόλη Σουλεϊμανίγια. Ακολούθως, δύο στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών της Ρωσίας είχαν επαφές με εκπροσώπους των κουρδικών κομμάτων του βορείου Ιράκ.
Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι, η πτώση της τιμής του πετρελαίου, η ανάγκη άμεσης χρηματοδότησης των 110.000 Πεσμερκά (σ.σ. είναι ο στρατός του βορείου Ιράκ) με 300 εκατ. δολάρια μηνιαίως για την αντιμετώπιση της απειλής του Ισλαμικού Κράτους, οι 1,8 εκατομμύρια Σύριοι και Ιρακινοί πρόσφυγες, καθώς επίσης η απαγόρευση λειτουργίας της συνοριακής πύλης Habur στα τουρκο-ιρακινά σύνορα, λόγω των επιχειρήσεων που διεξάγουν οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας εναντίον του ΡΚΚ, συνετέλεσαν ώστε η Κουρδική Περιφερειακή Διοίκηση του Βορείου Ιράκ (ΙΚΒΥ) να αδυνατεί να καταβάλει τους μισθούς των δημοσιών υπαλλήλων (σ.σ. ανέρχονται σε 740.000 περίπου), με συνέπεια οι κοινωνικές αντιδράσεις να κλιμακώνονται με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, στις 23-01-2016, ο πρόεδρος της ΙΚΒΥ Μεσούντ Μπαρζανί συναντήθηκε με αξιωματούχους των πολιτικών κομμάτων και αποφασίσθηκε: πρώτον, να βρεθεί μια φόρμουλα ώστε να επιλυθεί το πολιτικό αδιέξοδο και η οικονομική κρίση που πλήττει το βόρειο Ιράκ. Και δεύτερον, να αρχίσουν οι προετοιμασίες για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, πριν τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που θα περιλαμβάνει και τους Τουρκμένους.
Επίσης, έχει σημασία να αναφέρουμε ότι, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Αμάν της Ιορδανίας με τη συμμετοχή Αμερικανών αξιωματούχων συζητήθηκε το θέμα του διαμελισμού του Ιράκ με βάση τη θρησκευτική δομή της χώρας. Ακόμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν το ενδεχόμενο συγκρότησης μιας δύναμης ασφαλείας, η οποία θα αναλάβει την προστασία του σουνιτικού τομέα-κράτους που θα προκύψει από τον εν λόγω διαμελισμό. Απεναντίας, o Αρσχάντ Σαλεχί, ηγέτης του Μετώπου Τουρκμένων στο Ιράκ που ελέγχεται από την Άγκυρα και εξυπηρετεί τα συμφέροντά της, δήλωσε ότι, η περιοχή του Κιρκούκ αποτελεί κόκκινη γραμμή για τους Τουρκμένους και δεν υπάρχει άλλη λύση, από επαρχεία αυτή να μετατραπεί σε περιφέρεια, προσθέτοντας ότι, δεν θα επιτρέψει το δημοκρατικό σχηματισμό της περιοχής βασισμένο σε πολιτικές του παρελθόντος.
Όμως, η παρουσία του ΡΚΚ στο Κιρκούκ και τη Σουλεϊμανίγια, καθώς επίσης η επιρροή που ασκεί το Ιράν στο κουρδικό κίνημα Goran του βορείου Ιράκ δημιουργεί πρόβλημα στις τουρκικές επιδιώξεις. Σημειωτέον ότι, το Goran υποστηρίζει την ιδέα μιας κουρδο-σϊιτικής συμμαχίας με την κεντρική διοίκηση της Βαγδάτης, καθώς επίσης την τήρηση μιας ηπιότερης πολιτικής σε ό,τι έχει να κάνει με τους Τουρκμένους του βορείου Ιράκ. Πέραν των παραπάνω, το κίνημα αυτό στηρίζει το ένοπλο κουρδικό κίνημα PYD της Συρίας, καθώς επίσης συντάσσεται με τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας του βορείου Ιράκ KDP και ΚΥΒ αναφορικά με τη δημιουργία ανεξαρτήτου κράτους στην εν λόγω περιοχή.
Στο χάρτη που ακολουθεί φαίνεται ο τομέας της Κουρδικής Περιφερειακής Διοίκησης του Βορείου Ιράκ (ΙΚΒΥ), καθώς επίσης μια τάφρος που διανοίγεται από τις κουρδικές δυνάμεις, η οποία έχει 1.000 χλμ. μήκος, 3 μ. πλάτος και 3 μ. βάθος. Εν τω μεταξύ, όσο προχωρούν οι εργασίες αυτές (σ.σ. έχει ολοκληρωθεί η διάνοιξη της τάφρου σε μήκος 800 χλμ.) αυξάνονται οι ανησυχίες και αντιδράσεις, κυρίως από την Άγκυρα μέσω των Τουρκμένων, οι οποίοι θεωρούν ότι, στην τάφρο αυτή θα στηριχθεί η χάραξη των δυτικών συνόρων του υπό ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο βόρειο Ιράκ, το οποίο: αφενός, θα εντάξει εντός αυτού τη Μοσούλη και το Κιρκούκ. Αφετέρου, θα συνορεύει με τα κουρδικά καντόνια της Συρίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περαιτέρω επέκταση του κουρδικού κράτους προς δυσμάς.
Επιπρόσθετα, στις 18-12-2015, δύο Ρώσοι «διπλωμάτες» μετέβησαν στην πόλη Kamisli της βόρειας Συρίας, όπου παρέμειναν επί τριήμερο και είχαν επαφές με στελέχη του κουρδικού κινήματος ΡΥD, το οποίο ελέγχει την εν λόγω περιοχή. Τελικά, στις 02-01-2016, ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων επαφών, η Ρωσία συγκρότησε τρία Γραφεία Πληροφοριών στις πόλεις Kamisli, Derik και Dirbesiye της βορειοανατολικής Συρίας, τα οποία στελεχώθηκαν συνολικά με 28 πράκτορες, καθώς επίσης μια Βάση Αξιολόγησης Πληροφοριών δύναμης 85 ατόμων πλησίον της αεροπορικής βάσης Kamisli που ελέγχεται από το καθεστώς Άσαντ. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι, στις 04-02-2016, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαβρώφ κάλεσε το PYD να εκπροσωπηθεί με στελέχη του στο Κέντρο Συλλογής και Συντονισμού Πληροφοριών που λειτουργεί στη Βαγδάτη, εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, με τη συμμετοχή του Ιράκ, της Ρωσίας, του Ιράν και της Συρίας.
Πέραν των παραπάνω, μετά την 01-12-2015, η Ρωσία και το Ιράν ανεφοδιάζουν συχνά τις δυνάμεις του PYD με οπλισμό, πυρομαχικά και διάφορα υλικά λογιστικής υποστήριξης, στην περιοχή του κουρδικού καντονιού Afrin, χρησιμοποιώντας είτε ελικόπτερα, είτε μεταγωγικά αεροσκάφη. Επίσης, η Ρωσία άρχισε να παρέχει αεροπορική υποστήριξη στο PYD κατά τη διεξαγωγή των χερσαίων επιχειρήσεων του εναντίον των τζιχαντιστών βορείως από το Χαλέπι. Φυσικά, οι ενέργειες αυτές εντάσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδιασμού διεξαγωγής επιχειρήσεων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, ανατολικά του Afrin με απώτερο αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πόλης Cerablus και κατά συνέπεια τη συνένωση του καντονιού Αfrin με το αντίστοιχο στο Κobani, το οποίο ήδη συνενώθηκε με το καντόνι Cizire. Σημειωτέον ότι, μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Τουρκία, διότι με τη συνένωση των καντονιών Αfrin-Κobani–Cizire: α. Το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Συρίας θα ελέγχεται από του Κούρδους. β. Θα τεθούν έμμεσα οι βάσεις για τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους στη Συρία. γ. Η νέα διαφοροποίηση των χαρτών στη Συρία και το Ιράκ θα έχει ως συνέπεια την απώλεια τουρκικού εδάφους και την αλλαγή συνόρων στην περιοχή.
Νέες διατάσεις λαμβάνουν οι εξελίξεις στη Συρία
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία, στις 25-11-2015, οι εξελίξεις στη Συρία έλαβαν διαφορετικές μορφές και διαστάσεις. Στον ακόλουθο χάρτη φαίνεται η διαμόρφωση της κατάστασης στο συριακό έδαφος στις 16-02-2016.
Το Ιράν δεν αποκρύπτει την επιδίωξη του να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα μέτωπα προκειμένου να αυξήσει έτι περαιτέρω την επιρροή του στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αναφορικά δε, με τη στήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας, η ακόλουθη δήλωση του Ali Reza Bikdeli, πρέσβη του Ιράν στην Άγκυρα καταδεικνύει εμφανώς τις προθέσεις της Τεχεράνης: «Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στη Συρία υπάρχει ένα κράτος. Επίσης, το PYD είναι μια οργάνωση, όπως όλες οι υπόλοιπες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο συριακό έδαφος. Εάν ισχυροποιηθεί και υποστηριχθεί το κράτος της Συρίας (σ.σ. εννοεί το καθεστώς Άσαντ), αυτομάτως θα εξουδετερωθούν όλες αυτές οι οργανώσεις». Με άλλα λόγια δηλαδή, ο Bikdeli περνάει το εξής εκβιαστικό μήνυμα στην Τουρκία. «Εάν επιθυμείτε, στο νέο χάρτη που θα διαμορφωθεί στη Συρία, οι Κούρδοι να μην αποτελέσουν μια πολιτική δύναμη διεθνώς αναγνωρισμένη, στηρίξτε το καθεστώς Άσαντ.». Εξίσου σημαντική είναι και η προτροπή που έγινε από τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό του Ιράν προς τους Κούρδους του βορείου Ιράκ προκειμένου να μην προχωρήσουν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους διότι όπως αναφέρθηκε, η ενέργεια αυτή δεν θα είναι ούτε προς το συμφέρον του Κούρδου προέδρου Μπαρζανί, ούτε του κουρδικού λαού.
Συνακόλουθα δε, ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να τύχει ανάλογης αξιολόγησης από την ελληνική πλευρά, την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλες και το Ισραήλ είναι ότι, η Τεχεράνη βάζει ως προτεραιότητα τη βελτίωση των εμπορικών και διμερών σχέσεων της με την Τουρκία, προτείνοντας παράλληλα τη δημιουργία ενός νέου οικονομικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των συνολικών οικονομικών δεσμών. Ειδικότερα, στις 10-02-2016 ο υφυπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Ebrahim Rahimpour, σε συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Hürriyet δήλωσε τα εξής: «Το τουρκικό κράτος και η τουρκική κυβέρνηση, η οποία στάθηκε στο πλευρό μας κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των κυρώσεων κατά της χώρας μας, αποτελούν μέρος των προτεραιοτήτων μας σε αυτή τη νέα πορεία, αφού οι κυρώσεις έχουν αρθεί. Έχουμε επίγνωση των δυνατοτήτων που έχουν οι τουρκικές και ιρανικές εταιρείες. Αλλά, σε αυτή τη νέα εποχή θα πρέπει να υπάρξει ένας νέος οικονομικός σχεδιασμός διότι οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούσαμε στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των κυρώσεων, δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας αυτής εποχής». Στη συνέχεια, ο Ebrahim Rahimpour, χαρακτήρισε την άρση των κυρώσεων ως θαύμα και αναγέννηση, η οποία θα έχει σημαντικά περιφερειακά και παγκόσμια αποτελέσματα, τονίζοντας ότι, σε αυτή τη νέα περίοδο, η Τουρκία και το Ιράν θα συμμετάσχουν σε έναν εντατικό διάλογο με υψηλού επιπέδου επισκέψεις και συναντήσεις. Επίσης, επισημάνθηκε ότι, εντός του 2016 θα πραγματοποιηθεί η 3η Συνεδρίαση του Υψηλού Επιπέδου Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκίας-Ιράν. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, ο Ιρανός διπλωμάτης αναφέρθηκε στη διαδικασία ενίσχυσης της οικονομίας της χώρας του, μετά την άρση των κυρώσεων, λέγοντας τα εξής: «Η Τουρκία έχει χάσει μια από τις μεγαλύτερες αγορές της, το Ιράν. Μπορούμε να συνεργαστούμε. Χώρες, οι οποίες δεν μας στάθηκαν κατά τη διάρκεια των κυρώσεων βρίσκονται τώρα ένα βήμα μπροστά. Γιατί η Τουρκία, η οποία μας στάθηκε, να μείνει πίσω και να μην είναι και αυτή μπροστά; Το προηγούμενο έτος, 2015, παρατηρήθηκε μια επιβράδυνση στις διμερείς οικονομικές σχέσεις, αλλά ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε μπροστά. Το 2015 πέρασε. Τώρα ατενίζουμε το 2016. Η ενέργεια, το εμπόριο, οι επενδύσεις και η βιομηχανία είναι οι τομείς στους οποίους πιστεύουμε ότι θα έχουμε πρόοδο. Παρά το γεγονός ότι, η Τουρκία και το Ιράν διαφωνούν σε μια σειρά διεθνών ζητημάτων, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη Συρία, οι χώρες μας ποτέ δεν έκοψαν το δίαυλο επικοινωνίας και διαλόγου. Θα πρέπει να κινηθούμε χέρι-χέρι για να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία στην περιοχή και όσοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στη Συρία να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έπειτα μπορούμε να συνεργαστούμε για την οικονομική ανοικοδόμηση της Συρίας. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να περιορίσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία, στην οποία υπάρχει ένα δημοκρατικό καθεστώς.».
Το Ισλαμικό Κράτος, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα επιδιώξει τη μεταφορά του αγώνα εντός κατοικημένων τόπων διότι το έδαφος δεν του επιτρέπει τη διεξαγωγή άλλης μορφής επιχείρησης. Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, οι τζιχαντιστές αφενός θα επιδιώξουν τη διατήρηση κατοικημένων περιοχών, αφετέρου θα χρησιμοποιήσουν τον άμαχο πληθυσμό ως ασπίδα ασφαλείας, προκειμένου να διεξάγουν προπαγάνδα στον σουνιτικό κόσμο σε περίπτωση απωλειών αμάχων πολιτών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ αναζητούν επιπλέον ρόλο σε ό,τι έχει να κάνει με το προσφυγικό πρόβλημα και τις ενδεχόμενες τρομοκρατικές ενέργειες του Ισλαμικού Κράτους στη Δύση. Παράλληλα, οι Αμερικανοί προσανατολίζονται στη σύσταση μιας πολυεθνικής ή ευρω-ατλαντικής δύναμης, η οποία θα αναλάβει τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον των τζιχαντιστών στη Λιβύη.
Η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ συνεχίζουν να ενεργούν λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές του Ισλαμικού Κράτους και των Σιιτών, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να εμπλακούν σε χερσαίες επιχειρήσεις στο συριακό έδαφος, δεδομένου ότι, το Ριάντ προωθεί ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης μιας στρατιωτικής δύναμης 150.000 ατόμων που αναμένεται να ολοκληρωθεί το Μάρτιο 2016 και στο οποίο θα συμμετέχουν οι χώρες του Κόλπου, η Αίγυπτος και η Ιορδανία. Από την άλλη πλευρά, στις 16-02-2016, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι, η ιδέα μια χερσαίας επιχείρησης, αποκλειστικά με δυνάμεις της Τουρκίας, της Σ. Αραβίας και του Κατάρ δεν είναι ρεαλιστική. Πέραν των παραπάνω, η Σαουδική Αραβία δηλώνει ότι, δεν θα αποδεχθεί μια ενδεχόμενη ιρανική νίκη στη Συρία, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της ιδεολογικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ταυτότητας της περιοχής. Με αυτή τη διαδικασία σκέψης, αυτή απέστειλε πέντε μαχητικά αεροσκάφη στην τουρκική αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, τα οποία θα επιχειρούν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους μαζί με αεροπορικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μ. Βρετανίας, της Γερμανίας και του Κατάρ που έχουν μετασταθμεύσει στη βάση αυτή. Επίσης, το 2015, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ διέθεσαν στην Τουρκία 9,66 δισ. δολάρια, για τα οποία δεν υπάρχουν στοιχεία για τον τρόπο διακίνησης τους και σε ποιους λογαριασμούς πιστώθηκαν. Ειδικότερα, για το θέμα αυτό, στις 12-02-2016 στην τουρκική εφημερίδα Söczü αναγράφηκαν τα εξής: «Πλέον, όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ που κυβερνήθηκαν από κλέφτες, έχουν σχέσεις δούναι και λαβείν με τη δική μας κυβέρνηση του ΑΚΡ. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που πιέζουν τους δικούς μας, λέγοντας τους, βάλτε εσείς το στρατό σας στη Συρία, ανατρέψτε τον Άσαντ και για το θέμα των εξόδων μην ανησυχείτε. Τα χρήματα θα τα δώσουμε εμείς.»
Η Ρωσία φαίνεται αποφασισμένη να μην αρκεσθεί μόνο στην επιβολή μέτρων κατά της Τουρκίας λόγω της κατάρριψης του αεροσκάφους της, αλλά να βλάψει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Άγκυρας στην περιοχή σε συνδυασμό με το σύνολο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που πραγματοποιεί και θα συνεχίσει να πραγματοποιεί.
Η Τουρκία βρίσκεται ενώπιον ενός περίπλοκου περιβάλλοντος ασφάλειας, στο οποίο έχει να αντιμετωπίσει τη διαχρονική διαμάχη για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων στην περιοχή, το Ισλαμικό Κράτος, τις πολιτικές των Σιιτών, το πρόβλημα του ΡΚΚ και κατ’ επέκταση το κουρδικό πρόβλημα, το πρόβλημα με το κουρδικό κίνημα ΡΥD της Συρίας, το προσφυγικό και τη ρήξη με τη Ρωσία. Μάλιστα, εάν η Άγκυρα δεν μπορέσει να ανοίξει την πόρτα της ειρήνης σε μια Τουρκία με τους Κούρδους και σε μια Συρία με τους Κούρδους, ούτε την ειρήνη, ούτε τη δημοκρατία, αλλά ούτε και τη σταθερότητα θα μπορέσει να εξασφαλίσει στο εσωτερικό της χώρας.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τις πρόσφατους βομβαρδισμούς των θέσεων του PYD από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, αυτοί αποτελούν μέρος των σχεδιασμών της Άγκυρας για δημιουργία μιας ασφαλούς περιοχής εντός του συριακού εδάφους (βλ. άρθρο Τουρκικοί σχεδιασμοί για Συρία και Ελλάδα, Χρ. Μηνάγιας, 16-07-2015).
Αναλυτικότερα, το σχέδιο επιχειρήσεων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων περιλαμβάνει τα εξής: πρώτον, η Ασφαλής Περιοχή θα έχει βάθος 5-40 χλμ., μήκος περίπου 110 χλμ. και θα ορίζεται μεταξύ της δυτικής όχθης του ποταμού Ευφράτη που αποτελεί το δυτικό όριο του κουρδικού καντονιού Kobani και το ανατολικό όριο του κουρδικού καντονιού Afrin. Δεύτερον, μεταστάθμευσαν στην περιοχή μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μονάδες, μονάδες καταδρομών, πυραυλικά συστήματα, μονάδες πυροβολικού με πυροβόλα Fırtına, μονάδες της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων Bordo Bereli, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, καθώς επίσης επιθετικά και μεταφορικά ελικόπτερα. Στη συνέχεια και με δεδομένο ότι, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατά την ειρηνική περίοδο εκτελούν τα καθήκοντα τους με την προβολή της στρατιωτικής ισχύος και κατά συνέπεια της αποτρεπτικής ισχύος τους, οι τουρκικές αρχές ασφαλείας ενημέρωσαν τόσο το PYD, όσο και τους Τζιχαντιστές να μην πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε επιχείρηση για διεύρυνση των περιοχών που ελέγχουν στην τομέα μεταξύ Ευφράτη και Afrin. Σε αντίθετη περίπτωση, η τουρκική αντίδραση θα εστιάζεται, αρχικά στον έλεγχο της περιοχής με πυρά πυροβολικού (Fırtına) και κατόπιν θα ακολουθήσει αεροπορική επιχείρηση εφόσον απαιτηθεί. Τέλος, εφόσον δεν επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και οι εχθρικές δυνάμεις εξακολουθούν να παραμένουν στην περιοχή, θα διεξαχθεί επιχείρηση εισχώρησης στο συριακό έδαφος με ειδικές δυνάμεις και μηχανοκίνητες-τεθωρακισμένες μονάδες, οι οποίες μετά την εξουδετέρωση των απειλών θα επιστρέψουν στο τουρκικό έδαφος.
Όπως γίνεται κατανοητό, το σχέδιο αυτό στηρίζεται στα αποτρεπτικά του χαρακτηριστικά, έχει μικρό οικονομικό κόστος, περιορίζει σημαντικά τις απώλειες στρατιωτικού προσωπικού και περνάει δύο μηνύματα: α. Δεν πρόκειται για επιχείρηση δημιουργίας Παρεμβαλλόμενης Ζώνης (Tampon Bölgesi), ήτοι εισβολή και κατοχή συριακού εδάφους, η οποία προϋποθέτει έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, απαιτεί πολλές στρατιωτικές δυνάμεις και υπάρχει ο κίνδυνος φθοράς αυτών σε μια σύγκρουση πέραν των συνόρων με αβέβαιη έκβαση. β. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και το Ιράν παρεμβαίνουν επιχειρησιακά στην περιοχή, γιατί να μην επέμβει και η Τουρκία, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους, όπως η δημιουργία κουρδικού κράτους μέσω της υποτιθέμενης δημογραφικής αλλαγής της περιοχής, καθώς επίσης η πρόκληση επιπρόσθετου κύματος προσφύγων.
Επιπλέον, έχει μεγάλη σημασία να αναφέρουμε τους πρόσφατους βομβαρδισμούς των κουρδικών δυνάμεων PYD στις ανατολικές περιοχές του κουρδικού καντονιού Afrin, από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Ειδικότερα, στις 13-02-2016, 350 αντικαθεστωτικοί μεταφέρθηκαν από τη συνοριακή πύλη Cilvegözü, μέσω της Τουρκίας, στη συνοριακή πύλη Öncüpınar, προκειμένου να εισέλθουν εκ νέου στο συριακό έδαφος και να μεταβούν στο θύλακα Αzez προς ενίσχυση των εκεί αντικαθεστωτικών. Επίσης, τουρκικές πυροβολαρχίες με αυτοκινούμενα πυροβόλα Fırtına έπληξαν με πυρά οκτώ περιοχές των κουρδικών δυνάμεων PYD όπως φαίνεται στο χάρτη που ακολουθεί. Σημειωτέον, ότι στις 16-02-2016 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε την Τουρκία να σταματήσουν οι εν λόγω βομβαρδισμοί.
Όμως ποια είναι η σημασία των εξελίξεων στο θύλακα Αzez;
Πρώτον, στις 03-02-2016, ο συριακός στρατός και οι συμμαχικές του δυνάμεις πέτυχαν ένα στρατηγικό πλήγμα στην Άγκυρα δεδομένου ότι, απέκοψαν το δρομολόγιο που συνδέει την τουρκική συνοριακή πύλη Öncüpınar με την πόλη Χαλέπι της Συρίας. Συνεπώς, δεν είναι εφικτή η διακίνηση αντικαθεστωτικών δυνάμεων από την Τουρκία στη Συρία, καθώς επίσης ο ανεφοδιασμός τους με οπλισμό, πυρομαχικά και λοιπά υλικά λογιστικής υποστήριξης. Τούτο, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της πόλεως Χαλέπι που επιχειρείται από τους Ρώσους, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους, η πόλη αυτή να καταληφθεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις του Άσαντ.
Δεύτερον, οι δυνάμεις του PYD με την υποστήριξη των Ρώσων, πέτυχαν να διευρύνουν τα ανατολικά όρια του κουρδικού καντονιού Afrin και ελέγχουν πλήρως την περιοχή του Tel Rifat. Συνεπώς, οι αντικαθεστωτικοί έχουν εγκλωβιστεί σε μια περιοχή, η οποία από νότο και δυσμάς ελέγχεται από τους Κούρδους, από ανατολικά ελέγχεται από τους τζιχαντιστές και η μόνη διέξοδος τους βρίσκεται στο βορρά και συγκεκριμένα στη σύμμαχό τους Τουρκία.
Τρίτον, η Άγκυρα προκειμένου να διατηρήσει τον ενεργό ρόλο της στην περιοχή και με δεδομένο ότι άρχισε να δημιουργείται ένα νέο κύμα προσφύγων, έκλεισε τα σύνορα της και επιτρέπει την είσοδο στην Τουρκία μόνο των τραυματιών και των αρρώστων. Επίσης, προωθεί υλικά εντός του συριακού εδάφους για την κατασκευή καταυλισμών προσφύγων κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων, επιδιώκοντας να δημιουργήσει μια de facto ασφαλή περιοχή, την οποία θα ελέγχει με πυρά πυροβολικού. Ήδη, η Τουρκία, με την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, έχει δημιουργήσει δέκα καταυλισμούς προσφύγων σε απόσταση τριών έως οκτώ χιλιομέτρων από τα σύνορα. Σύμφωνα, με τον Τούρκο αρθρογράφο Sami Kohen της εφημερίδας Milliyet/13-02-2016, η εν λόγω στρατηγική έχει δύο διαστάσεις: την ανθρωπιστική και την πολιτική. Η ανθρωπιστική έχει να κάνει με τους καταυλισμούς που δημιουργούνται εντός του συριακού εδάφους, προκειμένου να είναι ευκολότερη η επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους όταν θα σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Παράλληλα, αποστέλλεται και ένα μήνυμα σε εκείνες τις χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης, οι οποίες απλώς στήνουν φράκτες και αδιαφορούν για το μέλλον των προσφύγων. Και η πολιτική διάσταση έχει ως αποδέκτες, τις Βρυξέλες και την Καγκελάριο της Γερμανίας Μέρκελ, για να στηρίξουν την τουρκική στρατηγική, ειδάλλως η Ευρώπη θα έχει να αντιμετωπίσει ένα επιπλέον κύμα προσφύγων, αρχικά 100.000 και σε περίπτωση κατάληψης της πόλεως Χαλέπι από τον Άσαντ ο αριθμός αυτών θα ξεπεράσει τις 500.000.
Τέταρτον, η επιδίωξη της τουρκικής κυβέρνησης να πείσει τη Σαουδική Αραβία να αποστείλει μαχητικά αεροσκάφη στην Τουρκία, προκειμένου αυτά να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις εναντίον των τζιχαντιστών, έχει ως στόχο να διευρύνει έτι περαιτέρω το αντι-ρωσικό μέτωπο, σε περίπτωση εμπλοκής ρωσικών και σαουδαραβικών αεροσκαφών. Συγκεκριμένα, για το θέμα αυτό, η αρθρογράφος Zeynep Gürcanlı της εφημερίδας Sözcü/15-02-2016 αναφέρει ότι, λόγω της έντασης που υπάρχει στις τουρκορωσικές σχέσεις, η Τουρκία δεν πραγματοποιεί πτήσεις και αεροπορικές επιχειρήσεις στη Συρία και ως αντίδοτο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη Σαουδική Αραβία ως υπεργολάβο.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι, η Άγκυρα και ο Ταγίπ Ερντογάν αντιλαμβάνονται την περιπλοκότητα της κατάστασης και όλες οι κινήσεις τους έχουν να κάνουν με μια ευρύτερη στρατηγική, ώστε να διατηρήσουν κάποιο ρόλο αναφορικά με τις επόμενες εξελίξεις στη Συρία και να μην απομονωθούν. Φυσικά στο ερώτημα, εάν η στρατηγική αυτή θα είναι ρεαλιστική ή συγκρουσιακή, κρίνεται σκόπιμο να αναλύσουμε τη ψυχολογία του Ταγίπ Ερντογάν που αποτελεί τον άνθρωπο κλειδί για τις κρίσιμες αποφάσεις της χώρας. Συγκεκριμένα, ο Ερντογάν πάντα επιλέγει δύο τακτικές. Η πρώτη έχει να κάνει με το «παιχνίδι του μηδενικού αθροίσματος», δηλαδή ο κερδισμένος τα παίρνει όλα και δεν αφήνει κανένα περιθώριο κέρδους για τον αντίπαλό του. Και η δεύτερη τακτική, έχει να κάνει με την έννοια του συμβιβασμού. Για να γίνουμε πιο σαφείς, ο Ερντογάν, αρχικά δίδει την εντύπωση ότι θα συμβιβασθεί. Όταν όμως βρει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ή αποκτήσει τη δύναμη που χρειάζεται, ανακαλεί τη στάση του και μεταπίπτει στο «παιχνίδι του μηδενικού αθροίσματος», καταδεικνύοντας ότι η λέξη συμβιβασμός είναι απαγορευτική για το λεξιλόγιο του.
Κλείνοντας, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια τελική επισήμανση. Όλες οι κυβερνήσεις είναι προσωρινές. Σήμερα υπάρχουν και αύριο ΟΧΙ. Συνεπώς, το πιο σημαντικό είναι η διαφύλαξη των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την Τουρκία, δεδομένου ότι το «παιχνίδι του μηδενικού αθροίσματος» αποτελεί τον κύριο άξονα της Άγκυρας αναφορικά με τις διεκδικήσεις της εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου.
Πηγή: Mediterranean Center For Strategic Analysis and Intelligence