«Στα Γιάννενα» - διάλογος με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη!
ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατ’ εἶναι χρόνια δύστυχα καὶ τρέμει μὴν τὸ χάση.
Μὲ τοὺς στίχους αὐτοὺς τοῦ Βαλαωρίτη στὴ μνήμη μου, ξεκίνησα ἀπὸ τὴν Πρέβεζα, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ξακουσμένη Πόλη. Τὸ αὐτοκίνητο ξεπερνᾶ τὸν ἀπέραντο ἐλαιώνα τῆς Πρὲβεζας, διαβαίνει ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια τῆς Νικοπόλεως καὶ χάνεται μέσα στὶς χαράδρες καὶ τὶς λαγκαδιὲς τῶν Ἠπειρωτικῶν βουνῶν. Βουνὰ ψηλά, γυμνὰ τὰ περισσότερα, ἄγρια, δυσκολοπάτητα. Αὐτὰ ἔθρεψαν τὴν κλεφτουριὰ τοῦ Εἰκοσιένα. Κι αὐτά, μαζὶ μὲ τὴ φτώχεια τῆς γῆς, διώχνουν πάντα ἀπὸ κοντά τους τοὺς ἐργατικοὺς Ἠπειρῶτες καὶ τοὺς στέλνουν στὰ ξένα. Κι ἐκεῖ, μὲ τὴν τίμια ἐργασία τους πλουτίζουν καὶ μὲ τὴ μεγάλη ψυχή τους γεμίζουν τὸν τόπο τους καὶ τὴν Ἀθήνα μὲ Πανεπιστήμια καὶ Ἀκαδημίες καὶ Πολυτεχνεῖα καὶ Στάδια καὶ Ἀρσάκεια καὶ Ζωσιμάδες σχολὲς κι ἄλλα μεγαλόπρεπα ἱδρύματα. Καὶ τὰ ἱδρύματα αὐτὰ μᾶς θυμίζουν κάθε στιγμὴ τὰ ὀνόματα τοῦ Ἀβέρωφ καὶ τοῦ Σίνα, τοῦ Ἀρσάκη καὶ τοῦ Ριζάρη, τῶν Ζωσιμαδῶν καὶ τῶν Ζάππηδων καὶ τόσων ἄλλων μεγαλόκαρδων Ἠπειρωτῶν.
Ἀπὸ τὰ Ἠπειρωτικὰ βουνὰ κατεβαίνει ὁ Λοῦρος μὲ τὰ γάργαρα νερά του, ποὺ, σὲ μεγάλο διάστημα τὸν εἴχαμε σύντροφο δίπλα στὸν ἁμαξωτὸ δρόμο. Στὴν ποταμιά του, κάτω ἀπὸ θεόρατα πλατάνια, περάσαμε μιὰν ἀλησμόνητη ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ, σβήνοντας τὴ δίψα μας στὰ ὁλόδροσα νερά του. Ξεκινοῦμε καὶ ἀρχίζομε πάλι τὸ κυνηγητὸ μὲ τὸ ποτάμι, ἀνάμεσα στὶς ἀτέλειωτες λαγκαδιές. Κάποτε ἀφήνομε τὴν ποταμιὰ κι ἀνηφορίζοντας βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ χάνι τοῦ Ἐμὶν - Ἀγᾶ. Περήφανα δείχνει τῆν ἐπιγραφή του: Στρατηγεῖο τοῦ 1912 – 1913. Εἶναι τὸ ταπεινὸ χάνι, ποὺ φιλοξένησε ὁλόκληρο χειμώνα τὸ Στατηγεῖο μας, ὅταν ἐπιχειροῦσε τὸ φονικὸ καὶ πολύνεκρο λυτρωτικὸν ἀγώνα. Μὲ συγκίνηση βαθειὰ ἀντικρύζομε τὸ ξακουσμένο χάνι.
Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ λοφοσειρὲς τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ καὶ τῆς Καστρίτσας, ποὺ τὰ παλληκάρια μας τὶς ἐπότισαν μὲ τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὰ Γιάννενα ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Κι ἀπάνω ἀπὸ τὶς λοφοσειρὲς αὐτές, ποὺ μῆνες ὁλόκληρους, μὲ τὰ πυκνὰ κανόνια τους, ἐσκόρπιζαν τὸ θάνατο στὰ Ἑλληνόπουλα, ὑψώνεται ὁλόγυμνη κι ἀπότομη ἡ κορφὴ τοῦ Ὀλύτσικα. Σκαρφαλώνοντας ὁλονυχτὶς στὰ χιόνια καὶ τοὺς πάγους του τὰ εὐζωνάκια μας, πέρασαν τὴν ἀπάτητη ραχούλα καὶ ρίχτηκαν ἀθώρητα στὸν κάμπο, ἀφήνοντας πίσω τους καὶ κάστρα καὶ κανόνια τούρκικα κι ἀμέτρητο τὸν ἐχθρικὸ στρατό. Κι ὁ μαῦρος καβαλλάρης τους, ὁ Βελισσαρίου, ἔστησε στὴν ἄκρη ἀπὸ τὴν πόλη τὴ σημαία του καὶ κάλεσε τοὺς ξαφνιασμένους Τούρκους νὰ παραδοθοῦν.
Κι ἡ 21 τοῦ Φλεβάρη βρῆκε λεύτερα τὰ Γιάννενα. Εἶχε νυχτώσει πιὰ σὰν τελείωσαν τὰ 103 χιλιόμετρα, ποὺ χωρίζουν τὴν Πρέβεζα ἀπὸ τὰ Γιάννενα, κι ἔμπαινε τὸ αὐτοκίνητο στὴ χιλιοτραγουδημένη πολιτεία. Ἀλλὰ τώρα οὔτε «νωρὶς ἐπέσανε τὰ Γιάννενα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε» οὔτε «ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της». Ἄφοβα καὶ χαρούμενα κυκλοφοροῦσαν μικροὶ καὶ μεγάλοι στοὺς λαμπροφωτισμένους δρόμους καὶ στὸ κέντρο τῆς ὄμορφης πολιτείας ὑψώνεται ἡ σημαία τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλληνικῆς Μεραρχίας. Μὰ πρὶν ἀκόμα γνωρίσω τὰ Γιάννενα, ἔνιωσα βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἕνα χρέος ἱερό. Ἤθελα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ προσκυνήσω τὴ μαρμάρινη προτομὴ τοῦ Μαβίλη, τοῦ σεμνοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ σεμνότερου ἥρωα τοῦ Δρίσκου, ποὺ εὐτύχησα κάποτε νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ κοντά. Εὐγενικὸς φίλος μὲ ὁδήγησε στὴν ἄκρη τῆς λίμνης, ποὺ στοργικὰ ἀγκαλιάζει καὶ δροσίζει τὰ Γιάννενα, τῆς λίμνης, ποὺ τὴν ἀγίασαν μὲ τὸ αἷμα τους τόσα Ἑλληνόπουλα καὶ τόσες Ἑλληνοποῦλες παρθένες, θυσία στὴν ἀνήλεη ψυχὴ τοῦ Ἀλῆ.
Ἐκεῖ στὴν ἀκρολιμνιά, λευκὴ σὰν τὴν ὁλόλευκη ψυχὴ του, ὑψώνεται ἡ προτομὴ τῆς σεβάσμιας μορφῆς τοῦ Λορέντσου Μαβίλη. Κοιτάζει ὁλόϊσα κατὰ τὴν κορφὴ τοῦ Δρίσκου, ποὺ τὴν πότισε μὲ τὸ αἷμα του, πολεμώντας γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀλύτρωτης πόλης. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ἀσήμωνε τὸ μάρμαρο καὶ τὴ λίμνη, διάβασα στὴν εὐγενικιά του φυσιογνωμία τὴ βαθειά του ἱκανοποίηση γιὰ τὴ μεγάλη νίκη. Πόση συγκίνηση ἔνιωσα στὸ ἀντίκρυσμα τῆς λευκῆς προτομῆς! Θυμήθηκα τὸν εὐγενικὸ γέροντα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ τὴν κόκκινη στολὴ τοῦ Γαριβαλδινοῦ, σὰν ξεκίναγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἀγύριστο ταξίδι· σκόρπισα γύρω λίγα λουλούδια, φερμένα ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, φίλησα εὐλαβικὰ τὴ σεπτὴ προτομὴ κι ἐγύρισα στὸ ξενοδοχεῖο μὲ τὴν ψυχή μου γεμάτη ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Μαβίλη. Τίποτε ἄλλο δὲ χωροῦσε στὴν ψυχή μου ἐκείνη τὴ βραδυά!
Ὁ ὕπνος μου ὕστερ’ ἀπὸ τὴν κούραση μακρινοῦ ταξιδιοῦ, ἦταν ἀνήσυχος. Κι ἡ λαχτάρα μου νὰ ξημερώση, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν ποθητὴ πολιτεία, δὲν ἄφηνε τὸ ζωογόνο ὕπνο νὰ κλείση ἀναπαυτικὰ τὰ μάτια μου. Καὶ τότε μοῦ συνέβη κάτι ἀπερίγραπτο: Μπροστὰ στὴν ταραγμένη φαντασία μου παρουσιάστηκε, σὰν ὄνειρο, ὁλόσωμος καὶ μεγαλόπρεπος ὁ Μαβίλης. Ἡ ματιά του ἤτανε τόσο γλυκειὰ καὶ στοργική, ὥστε καμιὰ ταραχὴ δὲν ἔνιωσα. Μοῦ φάνηκε πὼς συνεχίζαμε παλιὰ ὁμιλία, ἀρχινημένη ἐδῶ καὶ 17 χρόνια!...
―Ἔχω ἕνα παράπονο ἀπὸ σένα, φίλε μου, ἄρχισε νὰ λέη ὁ Ποιητής. Σ’ ἕνα βιβλίο σου ἔγραψες ἕνα κεφάλαιο καὶ γιά μένα· καὶ μ’ ὀνομάζεις ἐκεῖ Ποιητὴ καὶ Ἥρωα. Γιατί χαρίζεις ἔτσι εὔκολα τὰ μεγάλα ὀνόματα; Ἂν εἶμαι ποιητὴς ἐγώ, τί εἶναι τότε ὁ Σολωμὸς κι ὁ Βαλαωρίτης κι ὁ Παλαμᾶς; Κι ἂν ὀνομαστῶ ἐγὼ ἥρωας, πῶς θὰ ὀνομαστῆ ὁ Βελισσαρίου κι οἱ ἄλλοι γιγαντομάχοι τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Μπιζανιοῦ;
―Γιατί προτιμήσατε νὰ πολεμήσετε στὴν Ἤπειρο κι ὄχι ἀλλοῦ; ρώτησα τὸν Ποιητή.
―Ζώντας στὴν Κέρκυρα, μοῦ ἀπάντησε, εἶχα πιὸ κοντά μου τὸ Σούλι καὶ τὴ Χειμάρα καὶ τὰ Γιάννενα κι ἔνιωθα πιὸ βαθιὰ τὴ σκλαβιά τους. Τὰ βάσανα αὐτοῦ τοῦ τόπου ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασὰ συγκινοῦσαν βαθύτερα τὴν καρδιά μου· καὶ τὰ τραγούδια γιὰ τὸν Μπότσαρη καὶ τὸν Κατσαντώνη νανούριζαν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή μου. Θὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ δοῦμε μαζὶ τὰ Γιάννενα, γιὰ νὰ ἐξηγήσης καὶ μόνος σου τὴν προτίμησή μου.
Καὶ βγήκαμε μαζὶ στὴ φεγγαροφώτιστη πολιτεία, ποὺ κοιμόταν ἥσυχη καὶ ἀμέριμνη, λυτρωμένη πιὰ ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῆς σκλαβιᾶς.
―Σὰν Ρουμελιώτης, ἐσύ, μοῦ λέει ὁ Ποιητής, θὰ ξέρης τὸ τραγούδι, ποὺ ἀρχίζει μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: Ἐψὲς ἤμουν στὰ Γιάννενα, ψηλὰ στὴ Λιθαρίτσα. Νά, αὐτὴ εἶναι ἡ Λιθαρίτσα.
Βρεθήκαμε σὲ μιὰ μικρὴ πλατεία, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος ἐξώστης γιὰ τὴν πόλη. Ὑπέροχο ἦταν τὸ θέαμα, ποὺ ἁπλώθηκε τότε μπροστά μας. Ὁλόγυρά μας, ἀριὰ καὶ δεντροστόλιστα, ἡσύχαζαν τὰ Γιαννιώτικα σπίτια μὲ τὶς 22 χιλιάδες κατοίκους. Κάτω ἡ λίμνη ἀγκάλιαζε τὸ κατάφυτο, ξακουσμένο νησί. Ἀπέναντι ὑψωνόταν, ψηλὸ κι ὁλόγυμνο, τὸ Μιτσικέλι, προστατεύοντας στοργικὰ τὴν πόλη ἀπὸ τὸ Θεσσαλικὸ βοριά. Καὶ μπροστά μας, βαρὺ κι ἐπιβλητικό, ἀκουμποῦσε στὴ λίμνη τὸ Κάστρο, τὸ ξακουσμένο Κάστρο, ποὺ πέρασε ὅλη τὴ ζωή του ὁ Ἀλής. Μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας καὶ στὸ ἀχνὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, μᾶς φάνηκε πὼς περιπλανιόταν, ἀνάμεσα στὰ συντρίμμια τοῦ Κάστρου, ἡ ἀνήσυχη σκιὰ τοῦ Ἀλή.
Καμάρωσε ὥρα πολλὴ τὰ δυὸ τζαμιά, ποὺ ὑψώνονται δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸ σιδηρόφραχτο τάφο, ποὺ δέχτηκε τὸ ἀκέφαλο πτῶμα του. Σεργιάνισε χαιρέκακα τὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια, ποὺ χρόνια καὶ χρόνια εἶχε κλείσει τὰ καλύτερα παλληκάρια τῆς Ρούμελης. Πλησίασε χαρούμενος στὴ σπηλιά, ποὺ κρεουργήθηκε ὁ Δεσπότης τῶν Τρικάλων Διονύσιος, σὰν ἔκανε τὴν ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τοῦ 1612. Ἔριξε ἀστραφτερὴ ματιὰ στὴ λίμνη, ποὺ δέχτηκε τὸ σῶμα τῆς κυρα - Φροσύνης καὶ τόσων ἄλλων Ἑλληνίδων παρθένων. Στὸ τέλος γύρισε μὲ ἀγωνία ὥρα πολλὴ ἐδῶ κι ἐκεῖ, τοῦ κάκου ἀναζητώντας τὰ ἐξαφανισμένα ἐρείπια τοῦ πυρπολημένου παλατιοῦ του· καὶ δὲ βρῆκε ἀπ’ αὐτὰ οὔτε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Καὶ τραβώντας μὲ λύσσα τὴν πυκνὴ γενειάδα του, χάθηκε σὲ μιὰ σκοτεινὴ τρύπα τοῦ Κάστρου.
Περάσαμε ὕστερα μὲ μιὰ βάρκα τὴ λίμνη καὶ βγήκαμε στὸ νησί. Τρία παλιὰ μοναστήρια, κάτω ἀπὸ αἰωνόβια πλατάνια, ξεχώριζαν ἀπὸ τ’ ἄλλα σπιτάκια τοῦ νησιοῦ. Σώζονται σ’ ὅλα θαυμάσιες τοιχογραφίες. Στὸ παλιότερο μάλιστα, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, χτισμένο στὰ 1190, εἴδαμε κάτι σπάνιο. Ἑπτὰ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοὶ (Θουκυδίδης, Σωκράτης, Ἀριστοτέλης κ. ἄ.) ἦταν ζωγραφισμένοι στὴ σειρὰ καὶ ἐλατρεύοντο σὰν Ἅγιοι.
―Μόνο ἐδῶ, θαρρῶ, εἶπε ὁ Ποιητής, σκέφτηκαν νὰ λατρέψουν τοὺς ἀρχαίους σοφούς· κι ἔκαναν πολὺ σωστά, γιατὶ κι ἐκεῖνοι βασάνισαν τὸ νοῦ τους, γιὰ νὰ βροῦν τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ χρήσιμο στὸν κόσμο. Ὁ Σωκράτης μάλιστα πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸ κήρυγμά του. Ἦταν, σὰ νὰ ποῦμε, ἕνας ἄλλος πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ.
Δίπλα στὸ ἕνα μοναστήρι ἦταν ἕνα παλιὸ διώροφο σπιτάκι· μέσα σ’ αὐτὸ τιμωρήθηκε ὁ Ἀλὴς γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Σουλτάνος εἶχε στείλει πιστοὺς ἀξιωματικοὺς νὰ τοῦ φέρουν τὸ κεφάλι τοῦ ἀποστάτη. Ἐκεῖνοι τὸν γέλασαν, νἄρθη στὸ νησί, γιατὶ στὴν πόλη ἦταν ἀδύνατο νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Ἀλὴς κατάλαβε τὴν ἀπάτη κι ἔτρεξε νὰ τρυπώση στὸ σπιτάκι αὐτό. Οἱ ἀξιωματικοὶ μὴ μπορώντας νὰ πλησιάσουν τὴ σφαλισμένη πόρτα, μπῆκαν στὸ ὑπόγειο κι ἀπὸ κεῖ μπόρεσαν νὰ πυροβολήσουν καὶ νὰ τὸν ξεκάνουν. Κι ἐπῆγαν στὸ Σουλτάνο τὸ κεφάλι, ποὺ ζήτησε. Σώζεται ἀκόμα τὸ σαθρὸ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ξεχωρίζει σ’ αὐτὸ ἡ τρύπα ποὺ σχηματίστηκε ἀπὸ τὴ φονικὴ σφαίρα.
Τώρα ἀπόλυτη σιγὴ βασιλεύει ἐκεῖ γύρω καὶ μόνο ἕνας θεόρατος πλάτανος στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ ἀπομένει θεατὴς καὶ μάρτυρας τῆς φοβερῆς σκηνῆς. Προχωρήσαμε στὴν κορφὴ τοῦ νησιοῦ, δίπλα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ προφήτη Ἠλία. Τὸ φεγγάρι μεσουρανοῦσε πιά, σκορπίζοντας παντοῦ τὸ ἀχνόξανθο φῶς του. Ὁ Ποιητὴς γύρισε ὁλόγυρα τὴ θεία ματιά του κι ἐγὼ τὴν ἀκολουθοῦσα.
―Μὲ ρώτησες γιατί προτίμησα νὰ πολεμήσω στὴν Ἤπειρο, μοῦ εἶπε. Ὅλα ὅσα εἶδες μὲ τραβοῦσαν ἐδῶ. Βλέπεις ἐκεῖ πέρα τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητροπόλεως; Δίπλα εἶναι ὁ τάφος τοῦ Νεομάρτυρα Γεωργίου, ποὺ ἅγιασε στὰ 1838. Πιὸ ἀπάνω εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Τσακάλωφ, διατηρημένο ὅπως ἦταν στὸν καιρό του. Ὅλα ἐδῶ γύρω εἶναι Ἑλληνικά. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα κι οἱ Ἑβραῖοι, μόνο ἑλληνικὰ μιλοῦσαν. Πῶς λοιπὸν μποροῦσα νὰ νιώθω τὰ Γιάννενα σκλαβωμένα;
Κι ἐξακολούθησε:
―Τὰ κανόνια τοῦ Μπιζανιοῦ ἐμπόδιζαν τὴν προέλαση τοῦ στρατοῦ μας.Τὸν εἶχαν καρφώσει στοὺς βράχους τῆς Μανωλιάσας. Ἐμεῖς οἱ Γαριβαλδινοί, περνώντας ἀπὸ τὴ Θεσσαλία καὶ κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ Δρίσκο, ἐλπίζαμε νὰ μποῦμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ καμάρι τὸ λόφο τοῦ Δρίσκου, ποὺ ποτίστηκε μὲ τὸ αἷμα τόσων παλληκαριῶν.
―Ἀλλὰ τὰ κανόνια τῆς Καστρίτσας, εξακολούθησε ὁ Ποιητής, δὲ μᾶς ἄφησαν νὰ πετύχωμε τὸ σκοπό μας. Κι ἔτσι δὲν μπήκαμε πρῶτοι στὰ Γιάννενα.
Ἦταν ἡ μόνη στιγμή, ποὺ εἶδα πονεμένο τὸν Ποιητή.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανῶ πὼς εἶδα τὴ συγκίνησή του, γύρισα τὴ ματιά μου στ’ ἀσημωμένα νερὰ τῆς λίμνης. Μὰ σὰν ξαναγύρισα νὰ δῶ τὸ σύντροφό μου, δὲν ἦταν πιὰ κοντά μου ὁ Ποιητής.
Καὶ τὸ γλυκό μου ὄνειρο τελείωσε...
Δημ. Κοντογιάννης
(Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ — Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ,ΑΘΗΝΑΙ 1952, σελ.157-165)
Το κείμενο μάς έστειλε ο φιλόλογος-καθηγητής κος Λεωνίδας Πυργάρης και τον ευχαριστούμε πολύ!
Πηγή: 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913 - Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ