Χαῖρε Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα
Κατάντησε ἡ ζωή μας μιά ἔρπουσα βιοτική συνθήκη. Ὁλογυρά μας «χείλη πονηρά ...τά λαλούντα καθ’ ἡμῶν ἄδικα φράγματα». Τό στόμα μας δέν λαλεῖ σοφία, οὔτε ἡ μελέτη τῆς καρδίας μας σύνεση. Μᾶς συνέχει «πταισμάτων θάλασσα» καί «σκοτοδίνη παθῶν». Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως δέν ἀληθεύει ἡ ὑπαρξή μας καί δέν εὐαγγελιζόμεθα «χαρά μεγάλη»: αὐτή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
«Αὔτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς». ( ΙΩΑΝ. Γ 19) Πῶς τό σκοτάδι ἔγινε ἡ συνθήκη τῆς καθημερινότητάς μας;
«Οὔπω νοεῖτε οὐδέ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τήν καρδίαν ὑμῶν; ὀφθαλμούς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καί ὧτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε; καί οὐ μνημονεύετε;» ( ΜΑΡΚΟΣ ή 17,18)
Νά τι μᾶς συμβαίνει. Ἀλλιῶς βλέπουμε, ἀλλιῶς ἀκοῦμε, ἀλλιῶς καταλαβαίνουμε. Στήν πραγματικότητα ΔΕΝ βλέπουμε, ΔΕΝ ἀκοῦμε, ΔΕΝ καταλαβαίνουμε. Καί μᾶς συμβαίνει αὐτό ἐπειδή ἡ καρδιά μας εἶναι ἀκόμη «πεπωρωμένη». Οἱ πόροι τῆς καρδιᾶς, δηλαδή τά ἀντιληπτικά της ὄργανα εἶναι κλειστά. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀντί νά εἶναι Ἀχωρήτου Θεοῦ χώρα, ἱερό σκήνωμα τῆς θείας πνοῆς, γίνεται χώρα θανάτου. Κατ’ οὐσίαν παύει νά εἶναι «χώρα» ἀφοῦ ὑπαρξιακά μή μπορώντας νά «χωρέσει» τόν Θεό, καταλήγει νά μή χωρᾶ οὔτε τόν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπο. Αὐτοευνουχισμένη ὡς πρός τό φῶς συρρικνώνεται ὁλοένα καί περισσότερο.
Πῶς ἡ πορεία αὐτή ἀντιστρέφεται;
Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά ἐπανακτήσει τήν παρθενικότητα ἐκείνη πού θά ἐπιτρέψει στά ἀντιληπτικά της ὄργανα νά λειτουργήσουν σωστά.
Δέν εἶναι τυχαῖο τό πρόσωπο τῆς Παρθένου.
Ἀνατράφηκε μέσα στό ἱερό καί ἔτσι δέν διαβρώθηκε ἀπό τούς τρόπους τοῦ κόσμου.
Τήν ἱερή παρθενικότητα πού ἀφορᾶ τό σύνολο τῆς ὕπαρξης ἡ Παναγία δέν τήν ἔχασε ποτέ.
Ἀνατρεφόμενη ἐν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου ἦταν παρθενικά ἀνοιχτή γιά τή χαρμόσυνη ἐπίσκεψη
τοῦ Ἀρχάγγελου Γαβριήλ.
Συνομίλησε μαζί του ὡς καλός ἀγωγός θείας χάριτος ὅπου δέν ἀδυνατεῖ εἰς αὐτόν κανένα ρῆμα Κυρίου.
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε» διότι ὥς Ἄχραντος ἀντίληψις δέν προσέλαβες εἰδωλικά τόν κόσμο, ἀλλά τόν ἐνστερνήθηκες ὡς ἐνεργό μυστήριο πού λειτουργεῖ τήν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ βιασμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως πού συντελεῖται στίς μέρες μας ,δέν εἶναι παρά ἡ ἀπώλεια τῆς ἱερῆς παρθενικότητας τους. Ὁ ἄνθρωπος ἀπογυμνώνεται ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀπογυμνώνεται ἀπό τό φῶς τῆς θείας δόξας, κι ἀπομένει γυμνός, ψεύτικος, τραγικός, ἔκπτωτος τῆς χαρᾶς καί τῆς χάριτος.
Ἡ ἐπιστροφή τῆς ἄσωτης ὕπαρξης μας στή ζωή πού εἶναι φῶς, πρακτικά σημαίνει ἐπιστροφή στήν παρθενικότητα τῆς ὕπαρξης πρίν τήν πτώση.Μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο θά μᾶς δοθεῖ τό κλειδί τῆς τοῦ « Χριστοῦ βασιλείας».
Ἡ Παρθένος μᾶς ἐνδύει παρθενικότητα χάριτος.Ἔνδυμα δόξης δέν ἔχουμε ἄλλο ἀπό τή στολή τῆς παρρησίας της.
Κάθε ἄλλο ροῦχο μας ἔχει τή σφραγίδα τῆς φθορᾶς.
Τό «μετανοεῖτε» γίνεται συνώνυμο μέ τήν ἀναστολή τῆς ὑπαρξιακῆς μας γυμνότητας
καί τήν οἰκείωση τῆς παραδείσιας παρθενικότητας πού εἰσάγει «εἰς τήν ἄνω ζωήν τό ἀνθρώπινον»
καί λύει τήν κατάρα τῆς πτῶσης, ἀνακαλώντας μας στό ὕψος τῆς θείας ζωῆς.
Γιά τό μυστήριο τοῦ Προσώπου της χρησιμοποιοῦμε μετοχές ὅπως «ἡ φωτίζουσα, ἡ μετάγουσα, ἡ συνάψασα, ἡ καθοδηγοῦσα, ἡ κυήσασα, ἡ καταυγάζουσα, ἡ γεωργήσασα, ἡ βαστάζουσα, ἡ εἰσάγουσα...» . Διότι ἡ Παναγία δέν κάνει ἁπλῶς κάτι ἀλλά γίνεται ἡ ἴδια ἡ Παναγία κίνηση. Μετέχει ὄχι στό γράμμα πού «ἀποκτέννει» ἀλλά στό «πνεῦμα πού ζωοποιεῖ». Αὐτή τή μέθεξη μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σταλάζουν τά μάτια της πού βλέπουν γιά μᾶς ὅλο τό φῶς πού ὁ Θεός ἐμπιστεύτηκε στή ζωή μας.
Εἶναι ἡ Καρδιώτισσα πού ἀναδεικνύει τήν καρδιά ὡς χῶρα τῆς ἀχωρήτου θείας ἀγάπης.
Ἡ καρδιά εἶναι τό ἀνθρώπινο ἀντιληπτικό ὄργανο πού μπορεῖ νά βιώσει τή θεία ἀγάπη καί νά «ἀλλοιωθεῖ» ἀπό αὐτήν. Ὁ ἀμέθεκτος Θεός γίνεται μεθεκτός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐποχή μας ἐμπιστεύτηκε ὑπέρμετρα τή γνώση. Τόν ἐγκέφαλο ἀντί τόν « ἐν τῇ καρδίᾳ νοῦ». Οἱ ἄγιοι δέν «μανθάνουν τά θεία» ἀλλά «πάσχουν τά θεία». Δέν εἶναι τό ἀντιλαμβάνομαι ἀλλά τό καταλαμβάνομαι ἀπό τό Θεό. Ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις ὑπάρχει ἐναντία εἰς τήν πίστη» λέγει ὁ ἅγιος Ἱσαάκ (ΛΟΓΟΣ ΞΒ΄). «Ἡ γνῶσις εἶναι βαθμίς», δηλαδή μέχρι ἕνα σημεῖο εἶναι ἡ γνώση ἀπό ἐκεῖ καί πέρα προχωροῦμε διά τῆς πίστεως.
Κάθε φυγή ἀπό τή σιγή τῆς αἴσθησης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔπαρση.
Ἔχουμε γίνει ξένοι ὡς πρός αὐτή τή σιγή τῆς αἴσθησης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κάθε μας κίνηση κατάντησε ἔπαρση.
Αὐτό πού ἔλειψε εἶναι ἡ ἀγωγή γιά τό μυστήριο. Ἡ ἱερή σιγή τῆς Παρθένου.
Σήμερα ὡς καί τά παιδιά μας τά τρέχουμε τόσο πολύ, σχολεία, φροντιστήρια, ἐκδηλώσεις, βομβαρδισμός ἀπό ἐρεθίσματα καί πληροφορίες, ποῦ νά μείνει χρόνος ἡσυχασμοῦ, χρόνος πού ἡ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ μεθεκτικά διαποτίζει τήν καρδιά ἀπό τό μυστήριο πού «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» σηματοδοτοῦν; Δίχως αὐτή τή μέθεξη πῶς νά βρεῖ ἡ ψυχή τόν καρδιακό βηματισμό τῆς προσευχῆς;
«οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν καταισχύνει τή δέηση ἀλλά ὡστόσο ἔτσι ἀστοχεῖ ἡ ὕπαρξη πού δίχως τή μετοχή τῆς καρδιᾶς μπορεῖ νά ὑπακούσει ἀλλά ὄχι νά μπολιαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλη ἡ φύση γύρω μας σιωπᾶ. Σιωπᾶ γιά νά ἀφουγκραστεῖ τόν Δημιουργό της. Σιωπᾶ, γιά νά δώσει τόπο καί στή δική μας ὕπαρξη. Ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος θορυβεῖ τόσο, πού τίποτα δέν ἀντέχει γύρω του. Ὅλα γύρω του σέ κρίση. Ἡ σιωπή εἶναι ἡ προσευχή τῆς κτίσης. Ἡ Παρθένος μᾶς διδάσκει σιωπώντας. Μέ τήν ἀδιάλειπτη θαλπωρή τῆς μεσιτείας της. Εἶναι ἡ Ζῶσα Σιγή ἡ εἰρηνεύουσα τήν καρδιά μας. Εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς πίστεως πού ἐνοικεῖ μές στήν μακρόθυμη σιγή τῶν δεομένων.
Δέν ἀγιάζει ἡ γνώση τόν ἄνθρωπο ἀλλά ἡ χάρη, δέν τόν ἁγιάζει ἡ σκέψη ἀλλά ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό φωτοστέφανο τῆς ἁγιογραφίας δέν ἀποτελεῖ λεπτομέρεια ἤ διακοσμητικό στοιχεῖο, ἀλλά μαρτυρία θέωσης. Οἱ μορφές τῶν ἁγίων εἶναι κεριά ἀναμμένα, ὑπάρξεις καταυγασμένες ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
«ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς». Δέν πρέπει λοιπόν νά ἀπορροῦμε πού ἡ ζωή καί τά πράγματα γύρω μας εἶναι ὅπως εἶναι, εἴτε ἀναφερόμαστε στή φύση, εἴτε στόν ἄνθρωπο. Ὅλα βρίσκονται δέσμια καί ἐκτεθειμένα στήν ἔκπτωτη ,ἄσελγη καί ἄφωτη συνειδητότητά μας. Ἡ κτίση «συστενάζει καί συνωδίνει» προσδοκώντας τήν «ἀποκάλυψη τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ» γιά νά ξαναγίνει ὁ κόσμος κόσμημα, Δημιουργία Θεοῦ, ζωή καί φῶς μέσα στή Ζωή καί τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παρθένος μᾶς ἐνδύει Χριστό.
Μέ «τό ὑπέρλαμπρον, τό τῆς ἁγνείας» της γίνεται ἡ κολυμπήθρα
γιά νά ἀνακτήσουμε τήν χαμένη μας ὡραιότητα. Εἶναι ἡ μεσιτεύουσα ἀεί, διά «τήν στολήν τήν πρώτην».
Εἶναι ἡ «φέρουσα» στίς «πενομένας-καί ἀποστεγνωμένας- διανοίας»
«ὕδωρ ζῶν»:«ὅς δι’ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος»τούτου «οὐ μή διψήση εἰς τόν αἰώνα»
διότι αὐτό «γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον».
«Τήν τῇ φθορᾷ καί θανάτῳ» φύση μας, μεταμορφώνει εἰς «ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα».
Γίνεται Θεοτόκος γιά νά μᾶς κυοφορεῖ ἐν Θεό ἀνά τούς αἰώνες.
Μές τό σάλο τῶν βιοτικῶν κυμάτων αὐτή εἶναι ἡ ἱερή Καταφυγή μας,
ἡ ἱερή μας Χῶρα ἡ Οὐρανοφόρα, τό ἀλφαβητάρι τῆς ἱερῆς Σιωπῆς,
ἡ Ἐλπίδα ἡ Ἀκαταίσχυντη, ἡ Χρυσοπηγή καί ἡ Καλόπετρα τῆς πίστεως μας.
Ἡ Θεία Χάρη ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα, καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, εἴη μετά πάντων ἡμῶν.
ΥΓ. Τό κείμενο γράφτηκε γιά τό περιοδικό Εὐαγγελισμός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἱστιαίας. Καλή Σαρακοστή σέ ὅλους μας
Πηγή: ΦωςΦωνή