Αρχαία κυπριακή ποίηση (συνέχεια)

xx

Στον αγλαό κόσμο της Ανατολής, η Αρχαία Κυπριακή Γραμματεία θα συνεχίσει την περιπλάνηση στα γλαφυρά του ελληνικού κοσμοσυστήματος, καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής.[1] Παρά τη μακρά περίοδο των κατακτήσεων που ακολουθεί, τα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής θα τυτίζονται ολοένα και περισσότερο με τις άλλες ελληνικές γωνιές της Μεσογείου. Η γραφή πάνω στην οποία θα θεμελιωθεί η κυπριακή λογοτεχνία δεν θα είναι το συμφωνογραφικό αλφάβητο των Φοινίκων ούτε η αινιγματική ετεοκυπριακή γραφή ή τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, αλλά η ελληνική γραφή και γλώσσα που ως μέσο έκφρασης θα εξακολουθήσει να υποτάσσεται σε ένα καθαρά αντιπροσωπευτικό κυπριακό πλαίσιο.

Κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής, η ποιητική παράδοση της επικής δημιουργίας των προηγούμενων αιώνων θα συνεχίσει να εισχωρεί στο σώμα του πολιτισμού, επιτρέποντας τη συνέχιση της ενσυνείδητης κατεργασίας και της συστηματικής αφομοίωσης των πιο βαθιών δυνάμεων του Ελληνισμού. Χωρίς να πρόκειται για μια στατική συνέχεια απλής συντήρησης ή για την αναλλοίωτη διατήρηση μιας παραδομένης μορφής πνευματικής δημιουργίας, μέσα στην αδιαφιλονίκητη ένδειξη της παρακμής των χρόνων της ασσυριακής, αιγυπτιακής και περσικής κυριαρχίας, ένας πρώιμος ησυχασμός θα κρατήσει ζωντανή τη λογοτεχνική παράδοση και θα την παραδώσει ανόθευτη στην κλασική εποχή.[2]

Τη στιγμή που η κυπριακή Σαλαμίνα[3] γίνεται πραγματικό προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή, οι Κύπριοι ποιητές θα ανακαλύψουν, μέσα από την οικοδόμηση των στενών επαφών με το κλασικό πλέον ελληνικό στοιχείο, τις νέες δυνατότητες του λόγου. Η απομάκρυνση από τον επικό μύθο και η διαμόρφωση ενός στοιχειακού χαρακτήρα που, ενώ θα εξακολουθήσει να γεφυρώνει την πάγια ανατολική διάσταση της τέχνης τους με τον ελληνικό χώρο, θα προβάλει παράλληλα και τα προσωπικά βιώματα και συγκινήσεις, θα οδηγήσουν κατ’ ευθείαν στην πηγή του λυρισμού. Ο μύθος του έπους και η περιγραφική του απόδοση μέσω της αντικειμενικής αφήγησης δεν μπορεί να είναι πλέον ο εκφραστικός τρόπος των ποιητών.

Τη θέση του θα πάρει μια δημιουργική δύναμη πνευματικής ελευθερίας που θα εκδηλωθεί λίγο αργότερα μέσα από την κυπροελληνική «κοινή» των Αργοναυτικών[4]. Αντίθετα με τις άλλες μορφές τέχνης που με το τέλος της αρχαϊκής περιόδου θα χάσουν την αυτονομία τους, ο Κλέων ο Κουριεύς, που «εμίλησε με σωφροσύνη και με σύνεση», υποβάλλει αυτήν την κατ’ εξοχήν διαλεκτική λυρική δημιουργία, από την οπoία φαίνεται να άντλησε και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος[5] το έργο του.

Η αφύπνιση της λογοτεχνικής δημιουργίας που αποδέσμευσε η έναρξη της ελληνιστικής περιόδου[6] αντικατοπτρίζει ακριβώς και την ιδέα μιας ποιητικής συνέχειας απρόσβλητης από τον χρόνο και το ιστορικό γίγνεσθαι. Πέρα από την καθ’ αυτή λογοτεχνική σημασία, η ανάδυση του σημαντικότερου έργου της εποχής, δέκα τουλάχιστον γενιές μετά από το έργο του Εύκλου, δεν φανερώνει παρά τη γονιμοποιούσα ορμή του ελληνικού πνεύματος και της παρουσίας μιας εσωτερικής συνέχειας και μιας εσωτερικής λογικής στην ιστορική του ανάπτυξη.

Καθώς ο επιγραμματοποιός θα πιστοποιεί ότι «Τέχναν ειδότες εκ προτέρων» («Μάθαμε την τέχνη μας από τους προγόνους μας»), ο ιαμβογράφος Ερμείας ο Κουριεύς, ο επίσης κατ’ εξοχήν ιαμβογράφος Καστορίων ο Σολιεύς, ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ο Σώπατρος ο Πάφιος που θα σφραγίζει με την παρουσία του τη δραματική ποίηση, ο επιγραμματοποιός Αντισθένης ο Πάφιος και διάφοροι άλλοι ανώνυμοι επιγραμματοποιοί θα διατηρήσουν τη δημιουργική αυτή δυναμική αλλά και την εικόνα μιας αυτόνομης πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Μέσα από τις καθολικές και στερεότυπες ανθρώπινες εκδηλώσεις και συμπεριφορές που σχετίζονταν με την καθημερινή δουλειά, την οικογενειακή ζωή, τις λαϊκές γιορτές και διασκεδάσεις, τα λατρευτικά και άλλα έθιμα, το νησί θα συνεχίσει αβίαστα τη συνύφανση της μοίρας του με τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

Α.Χ.

Εκ των αντιθέτων η αρμονία

  1. Αρχαϊκή εποχή (725-475 π.Χ.).
  2. Κλασική εποχή (475-325 π.Χ.).
  3. Εποχή του βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α’ (411-374 π.Χ.).
  4. Τα Αργοναυτικά εκτείνονται σε τέσσερα βιβλία. Το έργο θεωρείται ένα έπος που μιμείται τα μνημειώδη ομηρικά ποιήματα λόγω του ηρωικού θέματός του, της έκτασής του και της ενιαίας του πλοκής.
  5. Ο Απολλώνιος ήταν ποιητής και γραμματικός του 3ου π.Χ. αιώνα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου μαθήτευσε κοντά στον Καλλίμαχο και κάποια στιγμή ανέλαβε τη διεύθυνση της ονομαστής Βιβλιοθήκης. Φιλολογική αντιδικία με τον δάσκαλό του τον ανάγκασε να καταφύγει στη Ρόδο, όπου έζησε για χρόνια και έγινε επίτιμος πολίτης. Από αυτό και το παρωνύμιό του Ρόδιος. Πολυμαθής και πολυγραφότατος, συνέθεσε επιστημονικά έργα από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Σώζεται όμως ολόκληρο το φημισμένο έπος του Αργοναυτικά, όπου αφηγείται την Αργοναυτική Εκστρατεία. Με το ποίημα αυτό, κορυφαίο έπος των ελληνιστικών χρόνων, διαιωνίζεται ένας προομηρικός μυθικός κύκλος που απηχεί τις παλαιές παραδόσεις σχετικά με την κατάκτηση του Εύξεινου Πόντου από τους Έλληνες. Το έργο του, ονομαστό και πολυδιαβασμένο ήδη από την αρχαιότητα, άσκησε μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερους, Έλληνες και Λατίνους, και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως συλλογή πηγών για την αρχαία μυθολογία (από την παρουσίαση της έκδοσης).
  6. Ελληνιστική περίοδος (325-59 π.Χ.).



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *