Ζώσα μνήμη
Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, μπροστά στις δυσκολίες δεν γονατίζω.
Και εις το όνομα της γραίας που τάιζε δικέφαλους αετούς με σπόρο που μάζευε στο μαύρο της μαντίλι. Που σταυροκοπιόταν στην εκκλησιά και έκαμνε τους Αγγέλους να κλαίνε. Που κουβαλούσε τα ασήκωτα τσουβάλια στην πλάτη.
Ω, μικροκαμωμένο θεριό, πόσα εικονίσματα Αγίων χώρεσαν στην αγκαλιά σου; Πόσα βλαστάρια έκαμες ν’ ανθίσουν στον παράδεισο; Σε άλλη γη τα φύτεψες και σ’ άλλη γη τα πότισες με το δάκρυ σου. Σε ντρέπομαι... Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα του γέροντα που η γη όργωσε βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του. Που διασκέδαζε με ελληνικά παλαίσματα και αριστοφάνεια επιτραπέζια δίστιχα. Κάθε χάντρα στο κεχριμπαρένιο σου κομπολόι κι ένας αιώνας. Ω, Ίωνα ακατάβλητε, πόσα σχολειά κι εκκλησιές χτίσαν τα χέρια σου με τις μαβιές τους φλέβες; Πόσους συντρόφους έκλαψες στο γυρισμό σου Αργοναύτη; Με την κάμα σου διαμέλισες το χρυσόμαλλο δέρας κι έστειλες από ένα μικρό κομμάτι στις ξενιτιές. Λίγο φως και λίγο αλάτι και γι’ αυτούς. Σε ντρέπομαι... Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα του παλικαριού που είχε το Σταυρό των Αποστόλων του σκαρωμένο με φυσεκλίκια στο στήθος. Εγένετο εν πνεύματι τον πυρρίχιον ορχούμενος και κείται ματωμένος. Πότισε με το αίμα του μιας φουντουκιάς τη ρίζα. Κοκκίνισε το ασημοσκαλισμένο κλαδί της αμπέλου στο εγκόλπιο (τη πάππονος δώρημαν) για την ελευθερία και του Χριστού την Πίστη την Αγία.
Εσύ είσαι η άμπελος η αληθινή Κύριε. Στο εικόνισμά Σου μπροστά, στην Παναγιά και στους Αγίους σου γονατίζω. Σε άλλον κανέναν μπροστά δεν γονατίζω. Ντρέπομαι το παλικάρι... Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα εκείνου του Ιερέως. Που κάθε Κυριακή έπαιρνε το Χριστό στην αγκαλιά του και μοίραζε το Φως το Αληθινό. Που ήταν η παρηγοριά των χαροκαμένων και των ορφανών. Που μάτωνε τα γόνατά του κάθε νύχτα αναβλύζοντας ψιθύρους. Κύριε... το ποίμνιο...Κύριε... Τον κρέμασαν, στολίδι στο δέντρο της ζωής. Για να λειτουργεί με τους Αγγέλους και να διώχνει τους επίβουλους πάνω απ’ την κούνια των μωρών με τη βροντοφωνάρα του. Τον ντρέπομαι τον παπά... Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα του Εθνομάρτυρα πολίτη. Που σου έδειξε πώς φτιάχνονται οι πόλεις, έτσι που να ’ναι εν τη εώα πασών άριστες. Και σου έγραψε λόγια στερνά σε γράμμα, για να ξέρεις πώς ζουν και πώς πεθαίνουν οι ήρωες, οι λεβέντες οι αθάνατοι Έλληνες. Εξομολογήθηκε, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και έφυγε κατευθείαν για τις Ουράνιες Μονές. Με μια μικρή στάση στην αγχόνη. Πήγε σε εκείνη την πατρίδα που δεν θα τη χάσει ποτέ. Κι εκεί κοντά στον Χριστό προσεύχεται, για να γράφουνε λέει όλα τα Ποντιόπουλα 20 στα διαγωνίσματα. Κι ο παπάς που μαρτυρήσανε μαζί τον μαλώνει. Προσευχή εν αβούτη, νέπε; Μα αυτός ακάθεκτος. Τον ντρέπομαι τον Εθνομάρτυρα πολίτη… Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα των άκακων αρνίων. Των βλασταριών που κακοποιήθηκαν, βασανίστηκαν, σφαγιάστηκαν, αρρώστησαν και πέθαναν στο δρόμο. Στον παράδεισο ενηλικιώθηκαν πια και έδωσε ο Θεός και μοιάζουν οι άγουροι σαν πολεμιστές Άγιοι Βυζαντινοί. Στον τύπο κάπως του Άγιου Μερκούριου. Και τα κορτσόπα σαν αμαζόνες. Όταν κανέναν Έλληνα τον πιάνει ο φόβος, έρχονται και τον δορυφορούν αοράτως. Και του διώχνουν τις φοβίες πότε χτυπώντας τον στο φιλότιμο και πότε πιο αυστηρά – το έχουν αυτό το δικαίωμα.
Αυστηρά, με κοφτές ιαχές τον παροτρύνουν. Σήκω πάνω ψοφίμι! Τι φοβάσαι! Σήκω και πολέμα!... Τα ντρέπομαι τα πουλόπα… Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα της γυναίκας εκείνης της σιωπηλής. Για κείνην λέω με τα καθαρά τα ομμάτεα. Που στεκόταν ριζωμένη στη γη σαν βάτος αφλέκτως καιόμενη. Σαν Καρυάτιδα άντεξε αλύγιστη τη θύελλα, την καταιγίδα, τον πόνο, την απώλεια. Σηκώνει αγόγγυστα τα αετώματα με τα κατορθώματα των ηρωικών της τέκνων. Και μπορεί με παρρησία να επικαλείται την Παναγία. Με το δικαίωμα της ρομφαίας που διαπέρασε και τη δική της καρδιά. Σιωπηλή, γονατισμένη, απλώνει τα χέρια. Ικέτιδα. Προστάτης των σύγχρονων νεογέννητων Ηρακλήδων. Που πρέπει να μάθουν από πολύ νωρίς πια πώς να πνίγουν κάθε όφιν νοητόν με τα παιδικά τους χέρια. Την ντρέπομαι τη γυναίκα… Δεν γονατίζω!
Και εις το όνομα της δασκάλας και του δασκάλου. Που μέσα στην τάξη μοίραζαν κομμάτια την ψυχή τους. Ένα σε κάθε τους παιδί. Την ψυχή τους την ίδια, αυτήν την εσθιόμενη και μηδέποτε δαπανώμενη. Αυτούς που βλέπανε τα καραβάκια που ρίχνανε στις θάλασσες να εξημερώνουν τον Εύξεινο Πόντο. Και στέκονταν και τα καμαρώνανε σαν φάροι πάνω σε βράχο – ο βράχος συμβολίζει τον Χριστό. Κι εσένα δάσκαλε σε κυνήγησαν τα θηρία από τους πρώτους. Ξέρανε ποιους πρέπει να κυνηγήσουν πρώτους. Κι εκεί που είστε τώρα κοντά στον Κύριο, σας ακούω που προσεύχεστε. Και πιάνουν τ’ αυτιά μου στην προσευχή σας να λέτε συνέχεια τη λέξη «φώτισον».
Όλο «φώτισον» και «φώτισον». Τον ντρέπομαι τον δάσκαλο… Δεν γονατίζω!
Τόσοι και τόσοι Άγιοι έλκουν την καταγωγή τους από τον Πόντο. Κι άλλοι τόσοι ασκήτεψαν, αγίασαν, δίδαξαν και θαυματούργησαν στον Πόντο. Αυτούς τους Αγίους –γνωστούς κι αγνώστους– επικαλούμαι. Να μας δίνουν δύναμη, για να μη γονατίζουμε μπροστά στην κάθε δυσκολία, στο ψέμα, στην αδικία, στην ασέβεια και στην κάθε είδους βρομιά. Με τέτοιους προγόνους δεν μας το πρέπει, είναι ντροπή. Έτσι θα τιμήσουμε εμπράκτως τη μνήμη τους.
Πηγή: Pontos-News