Ναυμαχία τών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822)
Ο ελληνικός στόλος πού ακολουθούσε τόν τουρκικό στόλο τόν βρήκε αγκυροβολημένο στό λιμάνι τών Πατρών. Οι Τούρκοι αφού αποβίβασαν τίς ενισχύσεις πού είχαν φέρει γιά τήν ενδυνάμωση τής φρουράς τής πόλης, περίμεναν νά κοπάσει η σφοδρή θαλασσοταραχή, η οποία σέ συνδυασμό μέ τό ψύχος τού χειμώνα εμπόδιζε τήν κίνηση τών σκαφών.
Στίς 20 Φεβρουαρίου 1822, ο Ανδρέας Βώκος ή Μιαούλης, ο οποίος αναγνωρίστηκε ομόφωνα ως ο γενικός αρχηγός τών επιχειρήσεων, αποφάσισε παρά τήν κακοκαιρία νά επιτεθεί στόν τουρκικό στόλο. Ήταν η πρώτη φορά πού ο ενωμένος ελληνικός στόλος θά αντιμετώπιζε σάν ίσος πρός ίσο τόν αντίστοιχο τουρκικό.
Οι Τούρκοι αμέριμνοι δέν περίμεναν ότι τά μικρά πλοία τών Ελλήνων θά αποτολμούσαν νά κινηθούν εναντίον τών μεγάλων τουρκικών φρεγατών καί μάλιστα εν μέσω σφόδρας θαλασσοταραχής. ‘Οταν είδαν τήν ελληνική ναυαρχίδα νά μπαίνει στό λιμάνι καί νά κανονιοβολεί εναντίον τους αιφνιδιάστηκαν καί πανικόβλητοι άρχισαν νά σηκώνουν άγκυρα γιά νά ανοιχτούν καί αυτοί στό πέλαγος καί νά απαντήσουν μέ τά κανόνια τους.
«Ήσαν προετοιμασμένα εικοσιπέντε από τήν Ύδραν πλοία μέ πέντε πυρπολικά νά εξέλθωσι κατά τού εχθρικού στόλου, ότε αυτός μετά τήν τελείωσιν τής εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως εξέπλευσε τού Ελλησπόντου υπό τήν οδηγίαν τού Πεπέ Αλή Καπετάν αντιναυάρχου καί ενωμένος μέ τά αιγυπτιακά, υπό τήν οδηγίαν όντα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ Αιγυπτίου ναυάρχου, διευθύνετο εις τόν Κορινθιακόν κόλπον, διά νά μεταφέρη από Ναύπακτον εις τήν Πελοπόννησον ςρατεύματα, διό καί εκπλεύσαντα από Ύδραν μετά τών Πετσιωτικών καί Ψαριανών τήν 8ην Φεβρουαρίου 1822, διευθύνθησαν εις απάντησίν του, μετά τού οποίου συναπαντηθέντα τήν 20ην τού αυτού μηνός έξωθεν τής Πάτρας, δέν εδυνήθησαν διά τήν γαλήνην νά τόν πλησιάσωσι πάραυτα, εκτός τού Ανδρέου Μιαούλη, όςτις προχωρημένος, ών μόνος πλησίον τού εχθρού, καί ωφελούμενος από ολίγην ανέμου πνοήν, διήλθεν εν τώ μέσω δύο φρεγατών καί άρχισε τόν πόλεμον.
Πολεμών δέ μόνος μέ αυτάς πέντε περίπου ώρας, τάς ηνάγκασε νά τραπώσιν εις φυγήν μέ μεγίςην εις τάς αποσκευάς καί τά σώματά των ζημίαν, βλαφθείς επίσης καί αυτός ικανώς εις τήν αποσκευήν. Εν τούτοις πνεύσαντος τού ανέμου καί πλησιασάντων καί τών λοιπών πλοίων, έγινε γενικός ο πόλεμος, εις τόν οποίον νικηθείς ο τουρκικός στόλος, ετράπη εις φυγήν καί κατέφυγε διωκόμενος από τά ελληνικά πλοία εις Ζάκυνθον.
Νικητής ο ελληνικός ςόλος, αφ’ ού περιήλθε δύο ημέρας περί τήν Ζάκυνθον περιμένων τόν εχθρόν, υπήγε νά υδρεύση εις Κατάκωλον, όπου τήν επιούσαν ελθόν αγγλικόν βρίκιον, ςαλέν από τήν τοπικήν τής Ζακύνθου αρχήν, τόν εγνωςοποίησε τόν εκ τής νήσου ταύτης διωγμόν τού τουρκικού ςόλου, καί ότι ένεκα τούτου δέν εδύναντο νά δεχθώσι μηδέ τά ημέτερα πλοία εις τούς περί τήν Επτάννησον λιμένας.»
Συνοπτική ιστορία τών ελληνικών ναυμαχιών, Αντώνιος Μιαούλης
Η ναυαρχίδα τού Μιαούλη σκόρπισε τόν τουρκικό στόλο, καθώς ο ριψοκίνδυνος Υδραίος ναυτικός ρίχθηκε ανάμεσα σέ δύο φρεγάτες κτυπώντας καί τίς δύο ταυτόχρονα μέ τά κανόνια του. Εν τώ μεταξύ έφθασαν καί τά υπόλοιπα ελληνικά πλοία, ενώ τά τουρκικά πλοία περισσότερο προσπαθούσαν νά βγούν από τό λιμάνι παρά νά πολεμήσουν. Η τρικυμία καί ο φόβος τών πυρπολικών χειροτέρευε τήν κατάσταση. Ο άνεμος τά έσπρωξε πρός τή Ζάκυνθο γιά νά ξαναβρούν καταφύγιο στό αγγλοκρατούμενο νησί καί τόν τουρκόφιλο αρμοστή του.
Τά τουρκικά πλοία είχαν αρκετές ζημιές καί απώλειες σέ έμψυχο υλικό, αλλά περισσότερο ήταν τό ηθικό κέρδος τών Ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι αντιμετώπισαν γιά πρώτη φορά σέ κανονική ναυμαχία τόν ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο καί κατάφεραν νά τόν ταπεινώσουν. Δύο ελληνικά πλοία έπαθαν φθορές ενώ υπήρξε καί ένας Έλληνας ναύτης νεκρός.
«20 Φεβρουαρίου 1822 ημέρα Δευτέρα ώρα 4 νά ξημερώση. Έκαμε σινιάλο ο Κομμαντάντες καί εσηκωθήκαμεν εις τά πανιά πηγαίνοντας κατ’ επάνω τού εχθρού καί πλησιάζοντας εσηκώθη ο εχθρός εις τά πανιά κομμάτια 36 καί πλησιάζοντας ο ναύαρχος εις μία φρεγάδα άρχισε τόν πόλεμον, ήτο η ώρα 2 τής ημέρας καί πολεμών τού εχάλασε τήν γάπια (τετράγωνο πανί) τού εχθρού, δέν ήτο όμως όλα τά καράβια συναγμένα τά ιδικά μας διά νά έμβουν εις τήν λίνιαν (γραμμή), ευθύς εφθάσαμεν καί ημείς καί αρχίσαμε τόν πόλεμον έως ότου έφθαναν τά μυσδράλια.
Ερίξαμε κανόνια 18 εις αυτήν τήν μπατάγια (ομοβροντία) ήλθεν όμως μία σφαίρα από τόν εχθρόν, εκτύπησεν εις τό μεγάλο κατάρτι καί επήραμε δευτέρα βόλτα, επέσαμεν εις πόλεμον ρίγνοντας κανόνια 23, ήλθε μία σφαίρα τού εχθρού, μάς έκοψε τήν ράντα (δοκάρι ιστίου).
Εις αυτόν τόν πόλεμον επήγεν ο σύντροφος διά νά γεμίση τό κανόνι τής προύβας, επήρε φωτιά τό κανόνι καί επληγώθη εις τήν τρίτην μπατάγιαν μάς έπεσαν τρείς φρεγάδες πολεμώντες μας έως μίαν ώραν, ερίξαμεν κανόνια 26, δέν ημπορούσαμεν πλέον νά βαστάξωμεν ότι μάς εκατάκοψαν τά παταράτσα (σχοινιά), μάς εκατατρύπησαν μέ τά μυσδράλια μία σφαίρα ιδική μας επήγε καί έκοψε τήν κόντρα μετζάνα τού φλόκου τού εχθρού, βλέποντας τά ιδικά μας νά ποδίσουν δέν ημπορούσαμεν ειμή νά ποδίσομεν, ο καιρός ήτο φρέσκος καί είμεθα ημείς καί ο ιδικός μας στόλος σοτταβέντο (υπήνεμος), ο εχθρός ήτο σουβράνο (προσήνεμος) εποδίσαμεν ημείς, ήρχετο ο εχθρός κυνηγώντας, ο δέ ναύαρχος εις τήν πρώτην καί δευτέραν προσβολήν εβλάφθη σπουδαίως εις τήν αποσκευήν, ο δέ πόλεμος εβάσταξεν ώρας 5.
Ήτο τά εχθρικά φρεγάδες 7, κορβέτες 6, βρίκια 19, γολέττα μία, τά δέ απολειφθέντα μικρά έμειναν αραγμένα από κάτω εις τήν Πάτρα. Εποδίσαμεν ημείς καί όλος ο στόλος δέν ημπορούσε νά ακολουθήση, τό μπουρλότο έβαλαν φωτιά καί τό έκαψαν, εβγήκαν οι άνθρωποι έξω εις τόν κάβο τού Μεσολογγίου, ημείς καί όλος ο στόλος εβαστούσαμεν όλη νύκτα πανιά καί επήγαμε απ’ έξω από τήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη).»
Ιστορικά Ημερολόγια τών Ελληνικών Ναυμαχιών, Αναστάσιος Τσαμαδός
Μετά από αυτή τή ναυμαχία οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τό Ιόνιο, κατευθύνθηκαν στό Αιγαίο καί μπήκαν στόν Ελλήσποντο. Οι Έλληνες άφησαν εννέα πλοία νά περιπολούν στόν Πατραϊκό κόλπο καί επέστρεψαν στά νησιά τους. Όταν τό Μάρτιο τού 1822, ο Μιαούλης προσπάθησε νά κτυπήσει τά τουρκικά πλοία πού ήταν αγκυροβολημένα στόν Μούρτο (Σύβοτα), παρουσιάστηκε ένα αγγλικό μπρίκι τό οποίο τού απαγόρεψε εν ονόματι τής αγγλικής διοίκησης τών Επτανήσων νά εισέλθει στά χωρικά ύδατα τού Ιονίου Πελάγους, τά οποία ο Άγγλος αρμοστής Μαίτλαντ θεωρούσε αγγλικά ύδατα. Ο Άγγλος όμως επέτρεπε στά τουρκικά πλοία νά χρησιμοποιούν τό λιμάνι τού Μούρτου ως ναυτική βάση γιά τίς στρατιωτικές τους επιχειρήσεις.
Ο Μιαούλης έστειλε τόν πλοίαρχο Αντώνη Ραφαλιά νά επιδώσει διαμαρτυρία γιά αυτή τήν φιλοτουρκική στάση τού Μαίτλαντ καί ο τελευταίος αντί άλλης απαντήσεως συνέλαβε τόν απεσταλμένο τού Έλληνα ναυάρχου. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε νέο έγγραφο διαμαρτυρίας στόν Μαίτλαντ μέ απεσταλμένο αυτή τή φορά τόν Γεώργιο Σπανιολάκη, αλλά καί πάλι ο Άγγλος αρνήθηκε τήν αποβίβαση στόν Έλληνα απεσταλμένο καί απλώς τού παρέδωσε τό παρακάτω έγγραφο τό οποίο απεικονίζει τή στάση τής Αγγλίας απέναντι σέ έναν λαό πού πολεμούσε γιά τήν επιβίωσή του.
«Κύριε,
Ο λόρδος μέγας αρμοστής τών Ιονίων νήσων έλαβε τάς επιστολάς σας λεγούσας ότι τάς έστειλαν πρός αυτόν τινές αυτοονομαζόμενοι κυβέρνησις τής Ελλάδος διά τινος απεσταλμένου αυτής ευρισκομένου κατά τό παρόν έν τούτω τώ λιμάνι καί διατεταγμένου υπό τής περί ής ο λόγος αυτοονομαστού κυβερνήσεως νά έλθη είς λόγους μετά τού λόρδου μεγάλου αρμοστού.
Η Αυτού Εξοχότης αγνοεί παντάπασιν ότι υπάρχει προσωρινή κυβέρνησις τής Ελλάδος, διά τούτο δέν ημπορεί νά αναγνωρίση τοιούτον απεσταλμένον. Ευδοκεί λοιπόν νά διαδηλώση ότι ουδεμίαν θέλει νά έχη ανταπόκρισιν μετά κατ’ όνομα δυνάμεως, ήν δέν γνωρίζει καί ότι η απόφασίς της είναι εν συνόωει η ακόλουθος:
Πλοίον λεγομένον ελληνικόν υπό σημαίαν μή αναγνωριζομένην καί ουδαμού δεκτήν αποκλείεται τών Ιονίων λιμένων.»