Ο ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ*
» Ἄνοιξε, μάνα μας γλυκειὰ, τὴν ἄφθαρτη καρδιά σου
Κι' ἀγκάλιασέ τα τὰ φτωχὰ, τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου.
Σφίξε μας, μάνα, σφίξε μας. Γυμνὰ ξαρματωμένα
Σὰν νἄτανε κατάδικα, σὰν νἄταν νικημένα
Ἔρχονται μὲς 'ς τὸν κόρφο σου. Δῶσέ μας τὴν εὐχή σου
Καὶ σβύσε πᾶσά μας πληγὴ μ' ἕνα θερμὸ φιλί σου.»
» Ἄλλο δὲν θέλομε οἱ πικροί. Θέλομ' ἐδῶ σιμά σου
Νὰ βλέπωμε τὸ δάκρυ σου κ' ἐμεῖς 'ς τὰ βλέφαρά σου,
Καὶ νὰ τἀκοῦμε ἐπάνω μας ὁλόβραστο νὰ στάζῃ.
Θέλομε μὲς 'ς τὰ σπλάχνα μας νὰ χώνεται, νὰ σφάζῃ
Ὁ στεναγμός σου κοφτερὸς σὰ δίκοπο μαχαίρι.
Θέλομε τὴν ὀρφάνια σου, θέλομε νὰ μᾶς δέρῃ
Μαζὶ μ' ἐσένα συφορὰ καὶ καταδίκη αἰώνια...
Δὲ θέλομε περίγελα καὶ ξένου κατηφρόνια »...
» Ἄμετροι χρόνοι ἐπέρασαν!... Ἀλήθεια, μάνα, ἀλήθεια;
Κι' ὡς τώρα δὲν εἰμπόρεσαν ἀπ' τ' ἄχαρά μας στήθια
Ὅλη τὴν ἔρμη μας ψυχὴ νὰ καταπιοῦν, νὰ πνίξουν.
Οἱ λύκοι δὲν ἐπρόφτασαν τὸ αἷμα νὰ ῥουφήξουν
Ὡς τὴ στερνὴ σταλαματιά. Τὸ λαίμαργό τους στόμα
Ἐδείλιασε βυζαίνοντας κι' ἄφησε μὲς 'ς τὸ πτῶμα
Παραιτημένη μιὰ μικρή, μιὰ φλογερὴ ῥανίδα.
Μ' αὐτὴν ἐζήσαμε οἱ φτωχοί. Ὅλη μας τὴν ἐλπίδα
Μέσα σὲ τέτοιο φυλαχτὸ τὴν εἴχαμε θαμμένη
Κ' ἐκεῖ τὴν ἀνατρέφαμε. Λαχταροποτισμένη
Ἐβλάστησε κ' ἐθέριεψε. Μέσα 'ς τὴν ἀγκαλιά σου
Αὐτὸν τὸ μόνο θησαυρὸ σοῦ φέρνουν τὰ παιδιά σου. »
» Κύτταξ' ἐδῶ τὰ μέτωπα πῶς τἄχει αὐλακωμένα
Ὁ πόνος κ' ἡ ἐνθύμησαις! Τὰ μάτια θολωμένα
Ἀπόσπασαν 'ς τὴ σκοτινειὰ, γιὰ λίγο νὰ σβυστοῦνε!
Εἶδαν τὸ Σοῦλι νὰ σφαγῇ κ' ἐμπρὸς τους νὰ χυθοῦνε,
Τἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, τοῦ Πλάστη περηφάνια,
Κι' ἄταφα κι' ἀμνημόνευτα 'ς τὰ πεύκα, 'ς τὰ πλατάνια
Νὰ σέρνουν τὰ ξεσκλίδια τους κοράκοι πεινασμένοι!
Εἶδαν τὸ Κούγγι νὰ καῇ κι' ὀλόρθη ν' ἀναβαίνῃ
'Σ τὰ σύγνεφα ἡ καπνοῦρα του, σὰ μαῦρο κυπαρίσσι
Ποῦ φύτρονε ἀπ' τὴ στάχτη του γιὰ νὰ μοιρολογήσῃ.
Εἴδανε τὸν Ἀλήπασα νὰ ῥυάζεται τριγύρου,
Σὰν ἔφαγε ὡς τὸ κόκκαλο τὴ σάρκα τῆς Ἠπείρου,
Καὶ νὰ μουγγρίζῃ γιὰ βοσκή, τὸ λάρυγγα ν' ἁπλόνῃ...
Κ' εἴδανε τόνε ἓνα φονειὰ τὰ νύχια νὰ καρφόνῃ
'Σ τὴν εὔμορφη τὴν Πάργα σου καὶ 'ς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα
Νὰ παραδίνῃ παίζοντας τὸ τρυφερό της σῶμα.
Κ' ἐμεῖς ἐβλέπαμε βουβοὶ τὸ φοβερὸ τὸ φίδι
Κι' ἀκούσαμε παράλυτοι τἄγριο του κατακλεῖδι
Νὰ τὴν ἀλέθῃ λαίμαργα καὶ νὰ τὴν καταπίνῃ...
Πές μας το, μάνα, πές μας το, θ' ἀναστηθῇ κ' ἐκείνη; »..
» Τὴν ὥρα π' ἀνδρειεύτηκες κ' εἴδαμε, σὰ δοξάρι,
Τοῦ φοβεροῦ σου τοῦ σπαθιοῦ νὰ λάμψῃ τὸ θηκάρι,
Ὅταν σ' ἀκούσαμε, οἱ πικροὶ, 'ς τὸ ἔρμο σου ἀκρογιάλι
Τὴ νύχτα ν' ἀδερφόνεσαι μὲ τὴν ἀνεμοζάλη
Καὶ τὴ φωτιὰ τοῦ κεραυνοῦ ζωσμένη 'ς τὸ πλευρό σου
Τὴ μανιωμένη θάλασσα νὰ πέρνῃς γι' ἄλογό σου.
Ὅταν 'ς τὴν ἄσπλαχνή σου ὀργὴ ὁ κόσμος δουλωμένος,
Γυρτὸς, κακογεράματος, τοιμόῤῥοπος, φθαρμένος,
Ἔνοιωθε ποῦ ζωντάνευαν τἄψυχα σωθικά του,
Ὅταν ἀχνός ἐσήκωσε τὰ κρύα βλέμματά του
Καὶ σ' εἶδε καὶ σ' εὐχήθηκε... Ὢ μάνα, τὰ παιδιά σου
Τὰ μαῦρα ἐλαχταρίσανε 'ς τὸ χτῦπο τῆς καρδιᾶς σου,
Μὲ σένα αἱματωθήκανε, ἐνίκησαν μὲ σένα
Κ' ὕστερα πάλαι ἐγύρισαν κ' εὑρέθηκαν δεμένα. »
» Νἄξευρες πῶς ἐπλέρωσαν τὴ νεκρανάστασή σου!
Κάθε φορὰ ποῦ σφύριζε κ' ἔσφαζε τὸ σπαθί σου
Ἐμεῖς... ποδοκυλίσματα καὶ ξύλο καὶ κρεμάλα.
Ἐφαρμάκεψαν 'ς τὸ βυζὶ καὶ τοῦ παιδιοῦ τὸ γάλα
Μὲ τὴ χολὴ ποῦ ἐδίνανε νὰ ποτιστῇ ἡ μητέρα.
Μᾶς ἐμετροῦσαν τὸ ψωμὶ μὴν τύχῃ καμμιὰ μέρα
Καὶ φύγῃ ἀπὸ τὸ στόμα μας γιὰ σὲ κἀνένα τρίμμα...
Ἡ δέησή μας, ἡ χαρά, τὰ κλάψιμό μας... κρίμα. »
» Γιὰ μᾶς δὲν εἶχεν ἡ ζωὴ γλυκάδαις καὶ λουλούδια
Δὲν εἶχε ἡ ἄνοιξη χαραῖς καὶ τὰ πουλιὰ τραγούδια.
Οἱ χρόνοι ἐφεύγαν σκοτεινοί. Σ' ἐβλέπαμε σιμά μας
Ἐνοιώθαμε τὴ φλόγα σου, βαθειὰ 'ς τὰ σωθικά μας
Σοῦ ἁπλόναμε τὰ χέρια μας!... Ὤ μάνα ἀγκάλιασέ μας
Μέσα 'ς τὰ φυλλοκάρδια σου κρῦψέ μας, φύλαξέ μας!
Μᾶς φαίνεται σὰν ὄνειρο! Μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ ξένος
Μᾶς τρώγει μὲ τὸ μάτι του ἀργὰ μετανοιωμένος.
Πᾶρέ μας, μάνα, σφίξε μας γλυκὰ 'ς τὴν ἀγκαλιά σου,
Σήμερα τὴν ἀγάπη σου κι' αὔριο τὰ παιδιά σου
Θὰ σοῦ γυρέψουν, μάνα μας, ἕνα σταυρὸ 'ς τὸν ὦμο,
Κομμάτι κρίθινο ψωμὶ καὶ μακρυνόνε δρόμο. »
Ἐκείνη δὲν ἐχόρταινε νὰ βλέπῃ τὰ παιδιά της
Καὶ κάθε τους παράπονο τὤῤῥιχνε 'ς τὴν καρδιά της.
Ἀγκαλιαστήκανε σφιχτὰ καὶ τὰ φιλήματά τους
Τὰ πῆραν οἱ σταυραητοὶ ψηλὰ 'ς τὰ σύγνεφά τους
Καὶ τὰ βάφτισαν ἀστραπαῖς· τὰ πῆραν κ' ᾑ ἀχτίδαις
Τοῦ ἥλιου ποῦ τὰ φώτιζαν καὶ τἄκραξαν ἐλπίδαις.
Εὐλογημένη τρεῖς φοραῖς, εὐλογημέν' ἡ μέρα
Ποῦ εὑρήκαμε τὸν κόρφο σου, γλυκειὰ γλυκειὰ μητέρα!
*Ἐξεδόθη ἐν Ἀθήναις τῇ 25 Μαρτίου 1864, ἡμέρᾳ καθ' ἢν ὁ ποιητὴς μετὰ τοῦ προέδρου τῆς Ἰὀνίου Βουλῆς Στεφάνου Παδοβᾶν καὶ τοῦ βουλευτοῦ Κωνσταντίνου Λομβάρδου ἔφθασαν ἐν τῇ πρωτευούσῃ μετὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς Ἑνώσεως, ὅπως ἐν ὀνόματι τῶν ἐντολέων αὐτῶν προσενέγκωσι τῷ Βασιλεὶ τῶν Ἑλλήνων τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀφοσίωσιν τοῦ Ἰονίου λαοῦ.
Πηγή: Μνημόσυνα, Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης
Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/
Ἑλλήνων Φῶς