ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ*
1. ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ
...καὶ τεχνὶτης ἐκεῖ τῆς λύρας ξαναζῇ καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὴ δόξα ὁ Δημόδοκος ὑμνεῖ τῆς Κρήτης. (Ἡ Ἀσάλευτη Ζωή. —Πατρίδες σ.9).
Μὲ πλούσιο στεφάνι τῆς Κέρκυρας ὁ δῆμος τίμησε τὸ νεκρό τοῦ ποιητῆ. Ὁ ποιητὴς γέννημα καὶ θρέμμα τῆς κορφιάτικης γῆς μέσα στοὺς στίχους του, ποὺ σχεδὸν ὅλοι τους λαχταρίζουνε καὶ φέγγουν ἀπὸ τὰ χλωρὰ κι ἀπὸ τὰ ἥμερα τῆς κερκυραίας φύσης· ὅπου τυχαίνει νὰ μελετηθῇ χωριστὰ ἡ χάρη καὶ τὄνομα τῆς πατρίδας του, σὰ στὸν «Ἐρχομὸ τοῦ Βασιλέως Γεωργίου» καὶ σὰ στὴν «Κόρκυρα», οἱ στίχοι παίρνουνε μιὰ ξεχωριστὴ συγκίνηση καὶ δείχνουν ὅλη τους τὴ μελωδικὴ μαστοριά. Εὐγνώμονα τῶν Κερκυραίων, ὁ δῆμος ἀνθοστόλισε τὴν κάσσα τοῦ ἀρχοντικοῦ του βλασταριοῦ, τοῦ εὐγενικοῦ του ψάλτη. Ὅμοια χάρη δὲν ξέρω ἄν τὴν πληρώσανε, μὲ ὅποιο τρόπο, μὰ ξέρω πὼς χρέος εἴχανε νὰ τὴν πληρώσουν ἀνάλογα, ὄχι μονάχα ὁ τόπος ποὺ τοῦ εἴτανε πολίτης, μά, πρῶτ' ἀπ' ὅλα, ἡ Πολιτεία ποὺ τῆς εἴτανε τοῦ τραγουδιοῦ τεχνίτης καὶ τοῦ Λόγου λειτουργός, καὶ μὲ τὰ ἰδανικά της ἔπλαθε καὶ μὲ τὴ γλώσσα της κελαϊδοῦσε· καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἡ Πολιτεία ἡ Κρητική, ποὺ ξαναζοῦσε τοὺς ἀγῶνες της μιὰ γιὰ πάντα στὸν παράδεισο τοῦ ρυθμοῦ σκαλισμένους ἀχάλαστους, ὁ ποιητὴς τοῦ «Ὅρκου»· τοῦ ἔργου ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μετρημένα τῆς νέας μας ποιητικῆς ἀριστουργήματα. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν Κρήτη κι ὁ Πρῶτος τῶν Ἑλλήνων ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν τραγούδησε τὸν «Ἐρχομό του» καὶ δὲν τόνισε τὸ «Βασιλικὸ τὸν Ὕμνο» πρὸς ἐκεῖνος ἔτσι θερμὰ κ' ἔτσι στοχαστικά, δὲ στροφὲς ποὺ ἐνῶ πέρασαν οἱ ἀφορμὲς ποὺ τὶς γεννήσανε, μένουν ἐκεῖνες ζωντανές, τύχη σπάνια· κανεὶς ἄλλος σὰν τὸν Μαρκορᾶ. Πέθανε ὁ πιὸ σεβάσμιος μὲ τὰ χρόνια του, κι ὁ πιὸ γκαρδιακὸς μὲ τὴν ἔμπνευσή του, κι ὁ πιὸ σολωμικὸς μὲ τὴν πίστη του, κι ὁ πιὸ γλυκὸς μὲ τοὺς ἤχους του, κι ὁ πιὸ καλὸς μὲ τοὺς τρόπους του κι ὁ πιὸ ἁγνὸς μὲ τὴν ταπεινοσύνη του, κι ὁ πιὸ ἀψεγάδιαστος μὲ τὴ ζωή του, ὁ πρύτανις τῶν νέων ἑλλήνων ποιητῶν, ὁ ἄδολος ἐθνικὸς τραγουδιστὴς ποὺ δὲν ἄφησε καμιὰ περίσταση τῆς χώρας μας τριγύρω του, καμιὰ χαρὰ καὶ καμιὰ λύπη τῆς πατρίδας του, νὰ μὴ τὴν ἀντηχήσῃ στὸν κρυσταλλόηχο στίχο του. Δυνάμωνε, πολύτιμα καὶ ἀσύγκριτα, τὰ μεγάλα κοινὰ ἰδανικά, μὲ μόνης τῆς Μούσας τὴ βοήθεια, καθὼς ἀντηχοῦσε καταδεκτικὰ καὶ λυγερόφωνα, γνώριμων, καὶ ξένων καὶ ἀκριβῶν τριγύρω του τὶς λογῆς τύχες, γιὰ γέλια ἢ γιὰ κλάματα.
«Σὰν τὸ χέρι, εἶπε ὁ ξένος ποιητής, ἔχει καὶ ἡ φωνὴ παλληκαρίσια μοίρα· ὁ καθένας μὲ τὸν οἶστρο του. Δουλεύετε. Τραγουδᾶμε». Ἡγεμόνες, κυβερνῆτες, πολιτικοί, φιλόλογοι, πολίτες, πατριῶτες, πεζοὶ καὶ καβαλλάρηδες, σύλλογοι καὶ σκολειά, περιοδικὰ κ' ἐφημερίδες, δὲ θὰ μπορούσανε παρὰ νὰ συναπαντηθοῦνε στὸ νεκρὸ ἀπάνου καὶ στὸ μνῆμα τοῦ ποιητῆ ποὺ ἔγραψε τὸ «Παράπονο τῆς πεθαμμένης» καὶ τὸ «Σκαφτιά», τοὺς «Θησαυροὺς τοῦ Ἀλήπασα» καὶ τὸ «Πρῶτο Ψυχοσάββατο», φέρνοντας κάποιο φόρο σεβασμοῦ, στεφάνια ἢ παράσημα, λουλούδια ἢ τραγούδια, ἀγάλματα ἢ μνημόσυνα· ἐκεῖ ποὺ κρατᾶνε τὰ ἔθνη καθαρὴ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ποὺ σὲ ὅποιο κύκλο κι ἀνίσως βρίσκονται, εἴτε σὲ κύκλο πράξης, εἴτε σὲ κύκλο σκέψης, εἴτε τὸ στίχο δαμάζουν, εἴτε δαμάζουν τὸ πλῆθος, εἴτε κυβερνοῦν, εἴτε ὀνειροπλέκουν, εἴτε εἶν' ἐπιστήμονες, εἴτε τεχνίτες, στέκουνται στὴν πρώτη γραμμή, εἶναι οἱ ἄδολοι ἀντιπρόσωποι τῆς φυλῆς, καὶ ἡ ψυχή τους εἶναι σὰ μοσκόβολο καταστάλασμ' ἀπὸ μύριες ψυχοῦλες γύρω τους· ἐκεῖ ποὺ τὰ Κράτη ξέρουνε ἀφιλοπρόσωπα νὰ ξεχωρίζουν κι ἁρμονικὰ νὰ ταιριάζουνε κάθε δύναμη, καὶ πρώτ' ἀπ' ὅλα τὴ δύναμη τοῦ νοῦ, ὅπου κι ἄν ἤθελε δειχτῇ. «Καὶ οἱ θεοὶ πεθαίνουν, εἶπε ὁ ξένος ποιητής. Μὰ οἱ κυρίαρχοι στίχοι μένουν ἀθάνατοι, δυνατώτεροι κι ἀπὸ τὸ σίδερο».
Δὲν εἴτανε ποιητὴς μὲ πλατιὰ πνοή, μήτε ποὺ χάνονταν ὁ Πήγασός του σὲ ὕψη δυσκολοθεώρητα. Δὲ μᾶς ἀνέβαζε σὲ κορφές. Καλλιεργοῦσε, γαληνὰ καὶ ἱλαρά, τὸ περιβόλι του. Μέσα σὲ κεῖνο, κι ἀνίσως δὲν ξαγναντεύουμε οὐράνια βάθη, ἀπόμακρους ὁρίζοντες, χαιρόμαστε λουλουδάκια ἀπὸ τὰ δροσερώτερα κι ἀπὸ τὰ πιὸ μοσκοβολισμένα ποὺ δόθηκε σὲ περιβολάρη ν' ἀποχτήσῃ ποτίζοντάς τα μὲ τρεχάμενο νερὸ ὁλοκάθαρο. «Στὴν ἐλιὰ ἀποκάτω» ὁ ποιητὴς εὕρισκε τρόπους νὰ ξαναπῇ, γλυκομίλητα, σὰν πρωτομίλητα, τὰ χιλιοειπωμένα:
Τοῦ κάκου· ἀπὸ τὴν ἄπειρη πλούσια ζωὴ τῆς φύσης
Βγαίνει καὶ πάει στὰ σωθικὰ
Οὐράνιος ἦχος ποὺ γλυκὰ
Θὰ ζήσῃς, λέει, θὰ ζήσῃς.
Τέτοια μαγεία τῆς μάννας μου, ποὺ χρόνια εἶναι στὸν ἅδη,
Εἶχε ἡ φωνούλα μοναχή,
Ὅταν μιὰν ἅγια προσευχὴ
Μοῦ μάθαινε τὸ βράδι.
Τόνε βλέπω τώρα στὸ ἰδανικὸ περιβόλι του σὰν τὸν ἐξαίσιο «Σκαφτιά» του:
Βαριὰ κοιμᾶται ὁ γέροντας, αὐτὸς ποὺ κάθε μέρα
Ἐκίναε σ' ἄκοπη δουλειὰ
Προτοῦ λαλήσουν τὰ πουλιὰ
Στὸν ἥσυχον ἀέρα.
................................................
Δὲ θὰ ξυπνήσῃ· ἀλίμονο! γιὰ τὸ φτωχὸ ἀσπρομάλλη
Πὤσκαψε κάμπους καὶ βουνά,
Δυὸ πῆχες τόπο μοναχὰ
Τώρα θὰ σκάψουν ἂλλοι.
Θαρρεῖς ὁπού, ἀναπαύοντας τὴ σκεβρωμένη ράχη,
Λαλήματ' ἀλλὰ καρτερεῖ
Νὰ χαιρετήσουν μιὰν αὐγή,
Ποὺ φῶς αἰώνιο θἄχῃ.
Μικρὸ μπουκέτο ἀπὸ μενεξέδες· χρῶμα, δροσιὰ κ' εὐωδιά τους βαθιὰ πάντα κι ἀνάλλαχτα· καὶ θὰ ἔφτανε μόνο τοῦτο νὰ κάμῃ ἀθάνατο ἕνα ποιητή· τέτοιο τὸ «Παράπονο τῆς πεθαμμένης». Ὁ Μαρκορᾶς εἶναι ὁ ποιητής τῆς καρδιᾶς, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἄλλους, σχεδὸν ἀποκλειστικά. Ἡ φιλοσοφία του ἕνα τίποτε, ἡ ἁπλὴ πίστη τοῦ Χριστιανοῦ· ἡ ἰδεολογία του, νοικοκυρίστικη, μὲ τίποτε ξεχωριστό. Τὴν ἀξία τοῦ στίχου του τίποτε ἄλλο δὲν τὴν κάνει: μονάχα τοῦ αἰσταντικοῦ του ἡ ἀνθρωπιά, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ εὐγένεια, καὶ τὸ διάφανο, ποὺ ἂν κάποτε θολωμένο μᾶς παρουσιάζεται, ὁ ἥσυχος ὁ πόνος τὸ θολώνει, καθὼς τὰ δάκρυα δυὸ γαλανὰ ματάκια. Ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ Μαρκορᾶ λείπει, θἄλεγα, μιὰ π ρ ο ο π τ ι κ ή. Τὴ χαιρόμαστε σὰν κάποια παρθενικὰ σκήματα γραμμένα ἀπάνου σὲ ἀρχαῖα ἀγγεῖα. Ἡ στιγμὴ τὸν ἐμπνέει. Εἶναι, σχεδὸν ἀποκλειστικά, ὁ ποιητὴς τοῦ τωρινοῦ. Τῆς ἱστορίας τὰ μακρινὰ τὰ ξαγναντέματα δὲν τοῦ κρατᾶν τὸ βῆμα. Καμιὰ Σίβυλλα δὲν τὸν ἔσυρε σὲ σπηλιὲς ἀπόκρυφες γιὰ νὰ τοῦ μπιστευτῇ προφητικὰ μηνήματα. Ὁ ἔρωτας τοῦ φύσηξε κάποιους στίχους (Τὰ πρῶτα μου λιανοτράγουδα) ἀπὸ τοὺς ἁπλούστερους καὶ τοὺς μελωδικώτερους ποὺ μᾶς δοθήκανε· τρεμουλιάζουνε καὶ φουσκώνουνε σὰν τἄσπρα πανάκια μιᾶς βαρκούλας ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ μπάτη. Στὸ περιβόλι του ἀδιάκοπα ὀργώνει ὁ Χάρος. Σχεδὸν ὅλο τὸ ἔργο του δὲν εἶναι παρὰ μοιρολόγια σὲ ἀγαπημένους του ἀπὸ τὸ Σολωμὸ καὶ τὸν Τυπάλδο, ἴσα μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὸν ἀδερφό του. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη», τὸ δεκατετράστιχο στὸν «Πατέρα μου», τὰ σονέττα του, ἡ αἰθέρια σειρὰ τοῦ θρήνου τῆς Βασιλοπούλας μας, (Ἡ 12 Σεπτεμβρίου), συνταιριάζουν ἁρμονικὰ μιὰ λιτὴ τέχνη μὲ ἕνα λεπτὸ αἴστημα.
Κάθε ποιητής, τὶς πιὸ πολλὲς φορές, εἶναι μαζὶ ἀπόγονος καὶ πρόδρομος· μαζί, σημάδι χωριστό, κ' ἕνας χαλκὰς μέσα σὲ μιὰν ἀτελείωτη ἁλυσίδα. Ὁ Μαρκορᾶς εἶν' ἕνας ἀπὸ τοὺς δασκάλους μας. Οἱ νεώτεροι τοῦ Παρνασσοῦ, εἴτε τὸ ἀναγνωρίζουν εἴτε ὄχι, τοῦ χρωστᾶνε κάτι. Δὲν ξεχνῶ τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ κάμανε τὰ κομμάτια τοῦ «Ὅρκου», ὅταν τὰ πρωτοδιάβασα, ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, στὸν «Παρνασσὸ» τοῦ Ματαράγκα, μέσα σὲ χιλιάδες στίχους πεζολογικούς. Μοῦ ἀποκάλυψε τὴν ὀμορφιά. Μοῦ φώτισε τὸ δρόμο. Μὰ ὁ Μαρκορᾶς συνεχίζει μιὰν ἱστορικὴ παράδοση. Ἡ νέα Ἑλληνικὴ ποίηση τὴν ὕπαρξή της ἀποδείχνει πιὸ πολύ, ὄχι ἀπὸ τὰ χωριστὰ φανερώματα καθενὸς ἔργου, ὅσο ἀπὸ ἕνα κοινὸ χαραχτηριστικό της γνώρισμα σημαντικό: ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς Ἐθνικῆς Ἰδέας. Νόμος, καὶ ἡ ποίησή μας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ξεφύγῃ. Δημοτικὰ τραγούδια, μὲ δραματικὴ γοργότητα. Καθαρευουσιάνοι κι ἀνάκατοι ποιητές, κρύα, κομψά, ρητορικά, δημοσιογραφικά, δεξιά, ἀδέξια: Παράσχοι καὶ Συνοδινοί, Σοῦτσοι καὶ Καρασούτσηδες, Ραγκαβῆδες καὶ Ζαλοκώστηδες, Παπαρρηγόπουλοι καὶ Βασιλειαδαῖοι. Ὁ Σολωμὸς μὲ τὴ φαντασία του, ὁ Βαλαωρίτης μὲ τὴ λεβεντιά του, ὁ Τυπάλδος μὲ τὰ γαλανὰ τοῦ ὀνείρου του, ὁ Κάλβος κλασσικὰ καὶ πλαστικά, ὁ Τερτσέτης μὲ παθητικὴν ἀφέλεια, ὁ Λασκαράτος μὲ τὸν ὀρθό του νοῦ, ὁ Μαρκορᾶς μὲ τὴν καρδιά του. Ὕστερα κ' ἐκεῖθε πέρα ἡ ἐθνικὴ ἰδέα ζῇ στοὺς σύγχρονους ἐμᾶς· πότε συμμαχεῖ μὲ τὴν ἰδέα τὴ γλωσσικὴ καὶ δυναμώνεται καὶ πολεμᾶ ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου τούρκου, τοῦ λογιώτατου· πότε παίρνει ἡ κοίτη της νέα νερὰ ἀπὸ πηγὲς βαθύτερες· αὔριο ἴσως νὰ εἶναι γραμμένο νά ξετυλιχτῇ φιλοσοφικώτερα, νὰ κάμῃ κοσμικώτερο τὸν πατριωτισμό, νὰ τοῦ δώσῃ μιὰν ἄλλη σφραγίδα. Ἡ ἰδέα θ' ἀλλάξῃ· μὰ δὲ χάνεται· μεταμοεφώνεται. Σὲ μιὰ στιγμὴ χαραχτηριστική, ἀπὸ τὴν ὄψη τοῦ τωρινοῦ τὴν ἰδέα τούτη ἀντιπροσωπεύει ὁ Μαρκορᾶς καὶ μὲ τὸ περπάτημά της ρυθμίζει τὸ σκοπό του. Καμιὰ φορὰ τὰ πράγματα ποὺ τὸν ἐμπνέουν εἶναι τόσο ταπεινά, τόσο σ τ α χ τ ι ὰ καὶ πένθιμα χρωματισμένα ἀπὸ κάτι ἄτονο καὶ κάτι ξεπεσμένο, ποὺ ἀντιφεγγίζει μέσα στοὺς στίχους του κάτι σὰν γκρίζο καὶ σὰ μονότονο. (Κοίτα τὴ σειρὰ «1897 - 1898». «Ὁ Ἀποκλεισμὸς τοῦ 1886»). Πρέπει νὰ διαβάσουμε τὸν «Πρῶτο Βασιλέα τῆς Ἰταλίας», τὸν «Καποδίστρια», τοὺς «Θησαυροὺς τοῦ Ἀλήπασσα», τὸ «Σουλιώτη», τὴν «25 Μαρτίου τοῦ 1867», κι ἀπάνου ἀπ' ὅλα τὸν «Ὅρκο», μὲ τὴ χάρη τὴν καλὰ εἰπωμένη βιργιλιακή, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε μὲ τὸ φῶς καὶ νὰ δυναμώσουμε μὲ τὴν ὡραία πίστη τοῦ ἐθνοπλάστη ποιητῆ. Καὶ ὁ ἁπαλὸς καὶ θηλυκὸς αὐτὸς εἰκονογράφος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου καὶ τοῦ φυσικοῦ, γνήσιος καὶ σὲ τοῦτο μαθητὴς τοῦ Σολωμοῦ, συχνὰ πυκνὰ ἀλλάζει τὸ κοντύλι του μὲ τὸ βούρδουλα. Γίνεται σατιριστής. Καὶ ὅταν δὲ χωρατεύει καλοκάγαθα, δὲν παίζει. Τσούζει μὲ τὴν εἰρωνία καὶ ποτίζει μὲ τὸ φαρμάκι. Διαβάστε τὸν «Ἕναν ἥρωα», τὴ «Φρονιμάδα», τὴν «Ἁπλὴ καὶ καθαρεύουσα». Πρίν ἀνοίξῃ ἡ μεγάλη πολεμικὴ περίοδο τῆς δημοτικῆς γλώσσας μὲ τὸν Ψυχάρη, ὁ ποιητής, πάντα πιστὸς καὶ τότε στὴν ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Βηλαρᾶ παράδοση, διαμαρτυρήθηκε κατὰ τοῦ φωτοσβέστη σκολαστικισμοῦ. Ἐξὸν ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐθνικὴ παράδοση, ὁ Μαρκορᾶς εἶναι βγαλμένος, χωριστότερα, κι ἀπὸ τὴν τοπικὴ παράδοση. Θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸ ἀργαστήρι τῆς Κέρκυρας ποὺ οἱ τεχνίτες του, ὅσο κι ἄν ξεχωρίζῃ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, γνωρίζονται, ἀπὸ τὸ Σολωμὸ καὶ τὸν Πολυλᾶ, ἴσα μὲ τὸ Μαβίλη καὶ τὸ Ντίνο Θεοτόκη ἀπὸ κοινὰ σημάδια βαθιοχάραχτα. Λυπᾶμαι ποὺ πρέπει ἐδῶ, θέλοντας μη θέλοντας, νὰ σταματήσω.
1911
2. ΣΤΑ ΕΚΑΤΟΧΡΟΝΑ ΤΟΥ
Ἡ πρωτοβουλία τῆς «Ἰονίου Ἀνθολογίας» τῆς Ζακύνθου, νὰ μὴν ἀφήσῃ νὰ περάσῃ ἀπαρατήρητη ἡ συμπλήρωση κατὰ τὸ 1925 ἑκατὸ χρόνων ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ποιητῆ Γεράσιμου Μαρκορᾶ, τὴν τιμᾶ. Ἀλλὰ πολὺ φοβοῦμαι πὼς δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ξεπλύνῃ τὴν ἀσυγχώρητη ἀμέλεια καὶ τὴν ἀφροντισιά, ποὺ ἀντιχτυποῦνε στὸ Ἔθνος ὁλόκληρο.
Στὰ 1825, τὸν ἴδιο χρόνο, ἡ Κέρκυρα ἀποκτᾶ δύο ἀνθρώπους ποὺ ἔπρεπε νὰ περηφανεύεται γι' αὐτούς. Ὁ Ἰάκωβος Πολυλᾶς καὶ ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς. Στὴν πνευματικὴν ἱστορία τοῦ τόπου ποὺ τοὺς γέννησε καὶ τῆς ὅλης Πατρίδας, ποὺ τῆς ἀνήκουν, σημειώνονται μὲ σημάδια βαθιὰ ριζωμένα, δυσκολοσάλευτα. Ὁ πολυσύνθετος νοῦς τοῦ πρώτου, καὶ κριτὴς καὶ ποιητής, ρυθμοποιός, γλωσσοπλάστης, πολιτευτής, δεινὸς τοῦ λόγου χειριστής, πολεμιστής, δημοσιολόγος, δημιουργὸς μεταφραστής, πολυγνώστης, Σαιξπηριστὴς καὶ Σολωμιστής, μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. Ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος μὲ τὴν κριτική του ὀξυδέρκεια τὸν ἀποκάλυψε στὴ γενεά μας, θησαυρό, καθὼς ὁ Πολυλᾶς μας ἀποκάλυψε τὸ Σολωμό. Στὸ πλάϊ του ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς, τί ἀντίθεση! Βρίσκοντας πάντα σχεδὸν τὸ ὕψος μὲ τὴν ἁπλότητά του στὰ χαραχτηριστικά του, εὐκολοδιάκριτος. Σοφὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν ποίησή του καὶ μόνη, ποὺ εἶναι ὅλη σὲ ὅ,τι καὶ ὅπως καὶ ἂν ἐμπνευσθῇ, γλύκα καὶ μελωδία. Ὅ,τι πιάνει στὰ δάχτυλά του γίνεται μουσική:
Ἕνας θλιμμένος ποιητὴς ἐκοίταζε μιὰ μέρα
Μὲ βλέμμα κρύο τὴ θάλασσα, τὴ γῆ καὶ τὸν αἰθέρα·
Τ' ἄνθια, τὸ φῶς, τὰ κύματα χαμογελοῦσαν, δίχως
Ν' ἀνοίξῃ μέσα του ἡ ψυχή, καὶ νὰ πετάξῃ ὁ στίχος·
Γιατί μιὰ τόση ἀναισθησιὰ καὶ ξένη λάβρα τόση;
Στὰ φυλλοκάρδια ὁ θάνατος τὸν ἔχει φαρμακώσει·
Λόγο δὲν ἔβγανε· μὲ μιᾶς περίσσια κατεβαίνουν
Πουλάκια ὡραῖα τριγύρω του καὶ ἀδελφικὰ τοῦ κρένουν:
Στὴ συφορὰ ποὺ σ' εὕρηκε, στὸν πόνο τῆς ψυχῆς σου,
Πετούμενο τοῦ Παρνασσοῦ, τ' ἂλλα πουλιὰ μιμήσου·
Ἀγκαλὰ πέφτει καὶ σ' ἐμᾶς πικρὸ θανάτου βόλι,
Κιλαϊδισμὸς ἀτέλειωτος εἶναι ἡ ζωή μας ὅλη.
Τοὺς στίχους τούτους ὁλόκληρος ἀπὸ τὰ «Ποιητικὰ Ἔργα» τοῦ Μαρκορᾶ τὰ τυπωμένα στὴν Κέρκυρα στὰ 1890 τοὺς ἔβαλα ἐδῶ, πρῶτα γιὰ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ μοῦ κάνει ὁ στίχος τοῦ Μαρκορᾶ, τὴν ὥρα τούτη ποὺ χαράζοντάς τον στὸ χαρτί, αἰσθάνομαι νὰ μοῦ τραγουδῇ στὸ στόμα· τὸ σύμμετρο, τὸν ὁλοκάθαρο, τὸν κρυσταλλένιο πάντα στίχο του καὶ ὕστερα γιατὶ μοῦ συμβολίζει τὸν ἴδιο τὸν ποιητὴ ποὺ εἶναι σὰν ἕνας «ἀτέλειωτος κιλαϊδισμός». Ὁ Μαρκορᾶς μοῦ τὸν ἔ μ α θ ε τ ὸ σ τ ί χ ο. Τοῦ ἀνταπέδωκα τὴν εὐεργεσία μαθαίνοντάς τον (εἶναι ἀλήθεια, δεύτερος ὑστερ' ἀπὸ τὸ Θεόδωρο Βελλιανίτη), στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους τῆς μουσόληπτης νεολαίας τῶν Ἀθηνῶν, καθὼς τὴν εἶχα πρωτογνωρίσει μὲ τὸν Κάλβο τῶν Ὠδῶν καὶ μὲ τὸ Σολωμὸ τῶν ἀγνώριστων ἕως καὶ τότε ἐδῶ καὶ ἀμνημόνευτων ἀποσπασμάτων του· γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον κατώρθωμα, ποὺ τὸ διαλαλεῖ ἐγκωμιάζοντάς με σ' ἕνα του γράμμα ὁ Πολυλᾶς. Ὁ Μαρκορᾶς μέσα στὸν ὡραῖο του ὕμνο πρὸς «τόν ἐρχομὸ Γεωργίου τοῦ Α΄.» καθὼς ὅλα του τὰ θέματα, μὲ τὸν κίνδυνο τοῦ πεζοῦ καὶ τοῦ ξεφτυσμένου στὰ χέρια ἑνὸς στιχοπλόκου λιγότερου εὐτυχισμένου, ἐξωραϊσμένα κ' ἐξαϋλωμένα δείγματα ζωντανὰ τοῦ ἀξεχώριστου τῆς μορφῆς καὶ τοῦ περιεχομένου στὴν ποιητικὴ τέχνη, τῆς ὕλης καὶ τοῦ εἴδους, ὁ Μαρκορᾶς ἐπικαλεῖται τὰ λύρα τοῦ ὁμηρικοῦ Δημόδοκου. Καὶ ἄλλο ὄνομα δὲν πηγαίνει καλύτερα στὸ σέμνωμ' αὐτὸ τῆς Κερκυραϊκῆς γῆς:
...καὶ τεχνὶτης ἐκεῖ τῆς λύρας ξαναζῇ καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὴ δόξα ὁ Δημόδοκος ὑμνεῖ τῆς Κρήτης.
Στὸ ἄκουσμα πὼς ἡ Κέρκυρα πρόθεσην ἔχει νὰ πανηγυρίσῃ τὴν ἐκαντονταετηρίδα τοῦ Πολυλᾶ καὶ τοῦ Μαρκορᾶ, σημείωνα σ' ἕνα μου γράμμα πρὸς τὴν κυρίαν Εἰρήνη Α. Δεντρινοῦ σταλμένο στὶς 24 Ἰουλίου 1925 καὶ τυπωμένο στὴν «Ἰόνιον Ἀνθολογία», ἀνάμεσα σὲ ἄλλα: «...Ὁ στίχος τοῦ Μαρκορᾶ δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι πρότυπο ὀμορφιᾶς σὲ ὅσους ἔχουν τῆς ποιητικῆς τέχνης γερὴ καὶ ὀρθὴ τὴν ἀντίληψη. Ἔπειτα ὁ Μαρκορᾶς εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ «Ὅρκου», ὅπου ἡ πατριδολάτρισσα πνοὴ ξεχύνεται σὲ ὅλη της τὴν ἔνταση τὴν καλλιτεχνική. Θὰ ἔπρεπε τὸ μάρμαρο μὰ τοῦ ἔχῃ ἀποτυπωμένη ἕως τότε, (δηλαδὴ ἕως τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γιορτάζονταν τὰ ἑκατόχτονά του), τὴν ἥμερη ἀρχοντικὴ μορφὴ στὴ γῆ ποὺ τὸν γέννησε, καὶ ἡ Κρήτη νὰ τὸ στεφανώσῃ τὸ μάρμαρο αὐτὸ μὲ τῶν αἱματοποτισμένων της χωμάτων τὰ δαφνοστέφανα». Σὲ ὅποιο ἄλλο μέρος τοῦ πολιτισμένου κόσμου, ὁ πανηγυρισμὸς τῶν ἑκατόχρονων ἑνὸς ποιητῆ σὰν τὸ Μαρκορᾶ, θὰ ἤθελεν ὀργανωθῇ φαρδιὰ-πλατιά, ἐγκάρδια, μὲ ὅλη τὴν ἐπισημότητα, καὶ φιλοτιμία, θὰ κέντριζε καὶ τοῦ Κράτους καὶ τοῦ Ἔθνους τὰ χέρια, ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες, δήμαρχοι, ὑπουργοί, μέλη Ἀκαδημιῶν καὶ Συλλόγων νὰ τοῦ τὸ τελέσουν καθὼς πρέπει, γιὰ τὴν τιμὴ τῆς ἴδιας τῆς Ἑλλάδας, δαφνοστεφάνωτο τὸ μνημόσυνο. Εἴδατε πῶς φέρνεται νὰ γιορτασθῇ στὴ Ζάκυνθο ὁ Φώσκολος; Θαυμαστὸς ποιητής, δόξα τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Ἑλλάδας καμάρωμα. Σωστά. Ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς δὲν εἶναι κατώτερός του, μὲ τὴ χριστιανική του πάντα πίστη στεκόμενος στὴ Μοῦσα τοῦ Μαντσόνη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐθνικῆς σημασίας του, ἀσύγκριτος. Μιὰ κωμόπολη, τὰ Λεχαινά, τὴν κάνουν νὰ θυμηθῇ πὼς γέννησεν ἕνα ὑπέροχο λογοτέχνη, τὸν Ἀνδρέα Καρκαβίτσα, καὶ νὰ συγκινηθῇ γι' αὐτό. Ἕνας νομάρχης δίνει ἀξιέπαινα τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὰ πάτρια χώματα. Στὰ κόκκαλα τοῦ Σλωβάκη, ἑνὸς μεγάλου ποιητῆ τῆς Πολωνίας, θαμμένα στὸ Παρίσι, ὕστερ' ἀπὸ ὀγδοήντα, νομίζω, χρόνια μετακομισμένα στὴ Βαρσοβία, γίνεται περίλαμπρη ἡγεμονικὴ ὑποδοχή. Ὁ Ματσούκας ἱδρύει τὸν ἀνδριάντα τοῦ Ρήγα στὸ Βελεστῖνο, οἱ Μακεδόνες σκέπτονται ν' ἀνδριαντοποιήσουν τὸ συμπατριώτη τους, τὸν Ἀθανάσιο Χριστόπουλο, «τὸν νέον Ἀνακρέοντα», καθὼς τὸν εἶχε βαφτίσει, μὲ κάποιαν ἀφέλεια, ἡ ἐποχή του. Στὴ Γαλλία γιὰ ποιητὲς καὶ δευτερεύοντες καὶ τριτεύοντες θὰ βρεθῇ πάντα μιὰ προτομὴ μέσα σ' ἕνα περιβόλι, ἢ στὴ γωνιὰ ἑνὸς δρόμου ἕνα ἀγαλματάκι. Τοῦ Βαλαωρίτη, ποὺ τοῦ χρωστοῦμε ὀρειχάλκινο τὸ ἄγαλμά του, κάπου ψηλὰ στημένο, κρατᾶ τὴν εἰκόνα ἡ Λευκάδα, καὶ τὴν προτομὴ ὁ Κῆπος. Καὶ τοῦ γλυκύτατου ψάλτη ποὺ μᾶς μελώδησε τὸν «Ἀρίονα» καὶ τοὺς «Θησαυροὺς τοῦ Ἀλήπασα», τὸ «Σκαφτιὰ» καὶ τὴν «Ἐλιά», καὶ τὸ ἀριστούργημα ποὺ εἶναι τὸ «Παράπονο τῆς Πεθαμένης», περνοῦν ἀπαρατήρητα τὰ ἑκατόχρονα. Ντροπὴ στὴν Πατρίδα ποὺ τὴν ἀγάπησε, στὴν Κρήτη ποὺ ἀριστοτεχνικὰ τὴ δόξασε, στὸ Ἔθνος ποὺ τὸν ἀγνοεῖ. Τιμὴ στὸ «Φιλολογικὸν Ὅμιλο τῶν Νέων τῆς Κέρκυρας» ποὺ τουλάχιστον, τὸν ἐθυμήθηκε. Μὰ δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ λησμονηθῇ καὶ ὁ Πολυλᾶς.
12 Σεπτεμβρίου 1927.
*Γ. Μαρκορᾶ. «Ποιητικά Ἔργα» Ἐν Κερκύρᾳ 1890. —«Μικρὰ ταξείδια». Ἐν Ἀθήναις 1899. —Μεθοδικώτερη κάπως ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ ποιητῆ προσπάθησα νὰ δώσω σὲ δυὸ ἄρθρα τῆς φιλολογικῆς «Ἑστίας» τοῦ 1890. —Μελετήσανε καὶ γράψαν γιά τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Μαρκορᾶ, ἀπ' ὅ,τι γνωρίζω, ὁ Βελλιανίτης, ὁ Ξενόπουλος, ὁ Μητσάκης, ὁ Καλοσγοῦρος, καὶ ὁ Παπαντωνίου· τελευταῖα καὶ ἡ «Ἐστία».
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Η΄. ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ