Πόλεμος
Πόλεμος, πόλεμος·
ξυπνᾶτε ἄνθη κι ἐσεῖς
λουλούδια καμαρωτὰ ἁρματωθεῖτε.
Ὦ, πόλεμος
καὶ πῶς νὰ πολεμήσῃς;
Λίγα μονάχα δένδρα, γῆ
σοῦ ἔμειναν γερὰ
καὶ ὅλοι οἱ βλαστοὶ
εἶναι γύρω σου ὡραῖα καλλωπισμένοι.
Πόλεμος.
Ἄτιμη γῆς
κι ἐσὺ φωτιὰ ἐφιάλτη,
ἀφήσατε ὅλην τὴν ἀνθοβολιά,
εἰς τοὺς κορμοὺς κεφάλι.
Πόλεμος, πόλεμος·
μόνον μιὰ πέτρα, ἡ λαμπρή,
νὰ πολεμήσῃ θέλει.
Τὰ πόδια της ἐμπρὸς τὴν ὁδηγοῦν,
τρέχουν τὰ ἄνθη ἐπάνω της,
καὶ τὴν ποδοπατοῦν,
τρέχουν νὰ φύγουν μακρυά,
ὁ φόβος τὰ ‘καμε τρελλά.
Πόλεμος, Πόλεμος·
μὲ νάζι ἔρχεται ὁ ἐχθρός,
σ’ ἔνα πλατὺ χαμόγελον καβάλα,
δὲν φαίρνει σφαῖρα, οὔτε καπνιά,
φέρνει εἰς τὴν πέτραν τὴν λαμπρήν,
σκοτάδι νἄχῃ καὶ καταχνιά.
Αὐτὸς ὁ κάμπος ὁ τραχύς,
ποὖταν γεμάτος μὲ ἀνθοὺς
ἐπάνω σὲ γεροὺς κορμούς,
τώρα ἔχει μόνον πέτρες.
Ὁ πόλεμος ἔφερε φυτά,
γεμάτα ὅλα μ’ ἄνθη,
μὰ τὰ ξερνᾶ τὸ χῶμα αὐτό,
ποὺ εἶναι γεμάτον αἶμα.
Μέσα του ῥιζώνουν δεντριὰ
ποὔχουν καρποὺς τὰ δίκοπα σπαθιά,
νὰ ἔλθῃ ὁ ἥλιος ὁδηγὸς
νὰ γίνῃ ὁ κάμπος καρπερός…
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
12-6-2011