Ποίηση εναντίον όλων | Μια άλλη ανάγνωση της τρέχουσας επικαιρότητας
τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄµµατ᾽ εἶ
[τυφλός στ’ αυτιά, τον νου και τα μάτια]
Σοφοκλέους «Οιδίπους Τύραννος» (371)
Σε εποχές όπου η ποίηση παραμένει αποκομμένη από το ηθικό αίτημα της αναμόρφωσης και του εξευγενισμού του ανθρώπου και ηθελημένα ή άθελά της αποστασιοποιημένη από τους κώδικες της εποχής, δεν παύει η διαμορφωτική της δύναμη να αντανακλά τον αδιαμφισβήτητα ακτινοβόλο λυρισμό του κόσμου απέναντι από τον βιολογικό κυνισμό της ύπαρξης, δείχνοντας ακριβώς πως «ποιητικά μόνον οικεί στ’ αλήθεια ο άνθρωπος της γης ετούτης…».
Η οργανική σχέση ανάμεσα στο γίγνεσθαι και στην ποιητική έκφραση θέλει το αποτύπωμα του ανθρώπινου γένους να χαράσσεται αιώνες τώρα πάνω στη μνήμη των στίχων και στη μυστηριακή ενάργεια της «ποιητικής αλήθειας» από δημιουργούς που αφουγκράζονται τη συνείδηση του κόσμου και της ανθρώπινης μοίρας. Η σύλληψη της ιστορικής στιγμής και η μετάφρασή της σε ανάσες ποίησης ανέκαθεν επέλεγε τον δύσκολο δρόμο στις παρυφές μιας μαγικής τάξης που σκέπαζε με τη σκιά της σαν πέπλο την απτή ασχήμια της πραγματικότητας.
Το φως που θρυμματίζεται στην πάλη με τις συμβατικότητες και τους περιορισμούς μιας καθημερινότητας ενίοτε αστείας όσο και εφιαλτικής, αλλά που ωστόσο διατηρεί μέσα στον πυρήνα της ποίησης την ευγένεια να αποκαλύπτει όλο τον πλούτο και το νόημα της ζωής, αποδεικνύεται ευτυχώς πιο λαμπρό από τους μνημειώδεις βεγγαλισμούς των ισολογισμών, των δεικτών ανάπτυξης και της αβελτηρίας.
Συμπίπτει αιώνες πριν τη θεωρία της κβαντικής μηχανικής η ποίηση να διαμορφώνεται μέσα σε τόσο μικρές περιοχές της ψυχής που η πιο προσιτή διάσταση να είναι ο αιθέρας, κάτι βέβαια που η επιστήμη απέρριψε, πετυχαίνοντας με αυτόν τον τρόπο να ενσαρκώσει όλες τις φοβίες, τις ανησυχίες και τον πόνο που ο απλός άνθρωπος ήθελε να αποφύγει.
Συνεπώς και η λύτρωση παραδείγματος χάριν μέσα από την ευεργετική δύναμη της αποδοχής μιας κάποιας ευθύνης, που αντιβαίνει το οργανωμένο σώμα της εξακριβωμένης και τεκμηριωμένης γνώσης, παραμένει επίσης ανυπόστατη.
Πάνω στην ταχύτητα της επιστημοσύνης ξεπεράστηκε και η λειτουργική ενέργεια της αιδούς, σηματοδοτώντας το πέρασμα της κοινωνίας σε μια νέα εποχή επώδυνης αναξιοπρέπειας, όπου ο κάθε κκιλίντζιιρος που απελευθερώνει εκατομμύρια κβάντα φενάκης εκπληρώνει την επιθυμία του για ένα υλικό αγκυροβόλιο, εφαπτόμενος στα χειρότερα των ονείρων του κόσμου, που παραμένει να αναζητά τις μαύρες γάτες μέσα στα καμίνια με το κάρβουνο.
Παραμένει ωστόσο και σε ένα άλλο επίπεδο η νοηματική επίδραση της παρήχησης του «τ» που οδηγεί σε γλωσσικούς κροσσούς στον στίχο από τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, «τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄµµατ᾽ εἶ», που δείχνει να απαντά δημιουργικά και σε κάποιους σύγχρονους ευρύτερους κοινωνικούς προβληματισμούς. Πρόκειται για την αξιοθρήνητη αίσθηση της πραγματικότητας ανθρώπων που, ενώ μόλις μετά βίας έχουν την ικανότητα να διαπιστώνουν αυτό που τους περιβάλλει, επιμένουν να παρεμβάλλονται στις αναπνοές της αθανασίας. Θα ’ναι το απότοκο φαινόμενο που δημιουργείται από την παραμορφωτική αγωνία μεταξύ της αφέλειας και της αυτοδικαίωσης και απειλεί δυνητικά τη συλλογική μοίρα, την ίδια στιγμή που κινείται αντίθετα προς το ρεύμα των ιστορικών δεδομένων όπως αυτά αξιώνονται όχι ως επιλογή αλλά ως αναγκαιότητα.
Ο τρόπος με τον οποίον φαίνεται να κατανοήθηκε η ιστορία από τους χαριεντισμένους γηγενείς ως κάτι μεταξύ παιδικού αφηγήματος και φανταστικής εμβίωσης, ενώ έχει ομολογουμένως και μια σωτηριολογική διάσταση, αφού ευαγγελίζεται τη διόρθωση των κληρονομηθέντων λαθών (εντεύθεν της Δημιουργίας), παραγνωρίζει εν τούτοις βάναυσα τη δυνατότητά να αντιμετωπιστεί το μέλλον του τόπου ως ανοικτό ενδεχόμενο και όχι ως προδιαγεγραμμένη τιμωρία για την αστοχία του παρελθόντος.
Ανάμεσα στην κατάφορη ιστορική παραφθορά και στους αρχαιογνωστικούς οίστρους των αφελών που, «μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά» ανασημασιοδότησαν μέχρι και τον κύριο τρόπο ανάδειξης των αρχόντων της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, η μαγική ολομεταβολή ενός κράτους σε ludus duodecim scriptorum1 παραμένει επίσης ένα από τα αποτελέσματα της εξιδανίκευσης πρώτα του κοινότοπου και του ασήμαντου και μετά της αναγωγής του σε Αρχή. Συμβαίνει δηλαδή η κλήρωση της αρχαιότητας να έχει τόση σχέση με τους εγχώριους πειραματισμούς όσο η πεταλούδα με την κάμπια από την οποίαν προέρχεται.
Με τέτοιους κακόηχους συνειρμούς η θεμελίωση των ορίων μεταξύ δυνητικού και πραγματικού, που επιτρέπει την ανάδυση της ελπίδας και της προσδοκίας, δημιούργησε δυστυχώς ταυτόχρονα κι έναν κενό χώρο, που αποτελεί το πλέον φιλόξενο περιβάλλον για κάθε λογής μετριότητες. Η ίδια η πραγματικότητα φαίνεται να συρρικνώνεται μέσα στην ακατάσχετη ομογενοποίηση στην οποίαν η κάθε ιδιαιτερότητα χάνει το νόημά της, πράγμα που μοιραία οδηγεί τους ανθρώπους στη θαλπωρή της αδιαφορίας και τους τυχάρπαστους ἐν θώκῳ κατηµένους.
Όσο ο ανομολόγητος απόηχος με τον οποίον ο Χέλντερλιν θέτει το διάσημο ρητορικό του ερώτημα «κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;» ακούγεται σε αυτήν τη χρονική συγκυρία σαν μια σιβυλλική φράση ονειροπαρμένου, «το νηπενθές φάρμακο της ποίησης» δεν παύει να αποτελεί τελικά «μια κάποια λύση».
Α.Χ.
Εκ των αντιθέτων η αρμονία
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις
- Πρόκειται για τη ρωμαϊκή ονομασία του ταβλιού. ↩