Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰλιούσα καὶ τὰ δάκρυα τῶν μικρῶν παιδιῶν
Τοῦ Μιχάλη Μακράκη
Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀγάπησε πολὺ τὰ παιδιά, ὅπως εἶχε ἀγαπήσει καὶ τοὺς νέους (ὅλοι σχεδὸν οἱ ἥρωές του εἶναι νέοι) ποὺ μαζί τους αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὴ νέα γενιά. Σύμφωνα μὲ τὸ Serge Persky, «ὁ Ντοστογιέφσκι ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιά. Γιὰ τοῦτο καὶ ἀφιέρωσε πολυάριθμες σελίδες σ’ αὐτά». Μονάχα ὅταν λάβουμε ὑπόψη μας τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη τοῦ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὰ παιδιά, θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε, γιατί στὰ ἔργα του, ὅπως μᾶς λέει ὁ Andre Gide, «τὰ παιδιὰ πλεονάζουν». Αὐτὸ συμβαίνει ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο του ἔργο, στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμαζὠφ, ὅπου μὲ τὸ στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ μᾶς προτρέπει ὁ Ντοστογιέφσκι ν’ ἀγαποῦμε τὰ παιδάκια, γιατὶ εἶναι ἀναμάρτητα σὰν τοὺς ἀγγέλους. Ὡστόσο, ἂν καὶ ἀναμάρτητα, διαφθείρονται ἀπὸ μικρὴ ἡλικία μέσα στὸν κόσμο, μέσα στὰ ἐργοστάσια.
Γι’ αὐτὴ τὴ διαφθορά τους διαμαρτύρεται ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς, προτρέποντας τοὺς μοναχοὺς νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὸ βασανισμό τους: «Εἶδα –λέει ὁ στάρετς– δεκάχρονα παιδιὰ στὰ ἐργοστάσια, ἀδύνατα, ἄρρωστα, ραχιτικά, πού, ἂν καὶ τόσο μικρά, κατάντησαν κιόλας νὰ διαφθαροῦν.
Ὁ πνιχτικὸς χῶρος τοῦ ἐργοστασίου, ὁ θόρυβος τῶν μηχανῶν, ὁ μόχθος ὅλης τῆς ἡμέρας, τὰ βρωμόλογα καὶ τὸ νὰ πίνουν βότκα, πάντα νὰ πίνουν: αὐτὸ εἶναι τάχα ποὺ χρειάζεται ἡ ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ; Ὅ,τι χρειάζεται εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὰ παιγνίδια, τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ λίγη ἀγάπη. Ἀδελφοί, πρέπει νὰ δοθεῖ ἕνα τέλος σ’ αὐτὸ ποὺ γίνεται. Πρέπει νὰ σταματήσει πιὰ ὁ βασανισμὸς τῶν παιδιῶν!».
Εἰδικὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, ὅπου γίνεται ἡ παραπάνω διαμαρτυρία γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν μικρῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ἀπασχολεῖ τὸν Ντοστογιέφσκι τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας σὲ ἀναφορὰ μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά: Πῶς δικαιολογεῖται, τὰ ἀθῶα αὐτὰ πλάσματα νὰ ὑποφέρουν στὸν κόσμο;...
Ὁ Ντοστογιέφσκι πέρα ἀπὸ ὅτι ἀγάπησε, ὅπως εἴπαμε, πολὺ τὰ παιδιά, ἔδειξε στὰ βιβλία του ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Ὄχι γιὰ τὰ παιδιὰ σὰν ἀντικείμενο ἰδιαίτερης φροντίδας καὶ προστασίας τῶν μεγάλων, ἀλλὰ γιὰ τὰ παιδιὰ σὰν θύματα τῆς ἀνθρώπινης βαναυσότητας, τοῦ κακοῦ γενικὰ ποὺ ἀντιμετωπίζουν ἀκόμα καὶ μέσα στὴν οἰκογένειά τους, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς τους.
Πάντα βέβαια ἀπασχολοῦσε τὸ «συγγραφέα τῶν δυστυχισμένων» ὁ πόνος καὶ τὰ δάκρυα τῶν μικρῶν παιδιῶν.
Ὅμως ἡ ἔγνοια του αὐτή, ὅπως ἀναφέραμε, ὑπάρχει ἀκόμα πιὸ πολύ, ἀποκορυφώνεται, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, στὸ τελευταῖο του ἔργο.
Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο του ἔργο, σ’ αὐτὸ ἐδῶ, τὸ θέμα γιὰ «τὴ δικαίωση τῶν δακρύων τῶν ἀθώων παιδιῶν» εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι «τὸ κεντρικὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας».
Γιὰ τὸν ἄθεο ἢ μᾶλλον ἀντίθεο Ἰβὰν ποὺ μὲ τὸ στόμα του ἀφηγεῖται ὁ Ντοστογιέφσκι φοβερὰ βασανιστήρια παιδιῶν, τὸ πρόβλημα αὐτὸ μένει πάντα ἕνα πρόβλημα. Στὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα ὁ Ἰβὰν λέει: « Ἤθελα νὰ μιλήσω γιὰ τὴ δυστυχία τῆς ἀνθρωπότητας γενικά. Ἴσως ὅμως θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ περιοριστοῦμε στὴ δυστυχία τῶν παιδιῶν ἀποκλειστικά». Καὶ στὴ συνέχεια, μιλώντας πραγματικὰ μονάχα γι’ αὐτά, λέει:
«Οἱ μεγάλοι ἔφαγαν τὸ μῆλο καὶ ἔγιναν «ὡς θεοί», γνωρίζοντας τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἐξακολουθοῦν ἀκόμα νὰ τὸ τρῶνε. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν ἔφαγαν τίποτα ἀπὸ αὐτὸ καὶ εἶναι πρὸς τὸ παρὸν ὁλότελα ἀθῶα.
Τ’ ἀγαπᾶς τὰ μικρὰ παιδιά, Ἀλιόσα;
Τὸ ξέρω πὼς τ’ ἀγαπᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ καταλαβαίνεις γιατί θέλω νὰ μιλήσω τώρα ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτά.
Ἃν ὑποφέρουν ἐπίσης [ὅπως οἱ μεγάλοι] πάνω στὴ γῆ, εἶναι βέβαια ἐξαιτίας τῶν πατεράδων τους.
Τιμωροῦνται γιὰ τοὺς πατεράδες τους ποὺ ἔφαγαν τὸ μῆλο. Ὅμως ἕνας τέτοιος συλλογισμὸς ἀνήκει σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο καὶ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ νὰ μπορέσει νὰ τὸν καταλάβει ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ.
Δὲν εἶναι δίκαιο νὰ ὑποφέρει μιὰ ἀθώα ὕπαρξη γιὰ κάποιαν ἄλλη καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὴ εἶναι τόσο ἀθώα!». Τόσο πολὺ ἀθώα, ὅπως εἶναι ἡ ὕπαρξη ἑνὸς παιδιοῦ ποὺ συμβαίνει ὡστόσο πολλὲς φορὲς νὰ ὑφίσταται τὰ πιὸ μεγάλα βάσανα, μεγαλύτερα ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ περνοῦν οἱ μεγάλοι.
Γιὰ νὰ δείξει πόσο μεγάλα εἶναι τὰ βάσανα τῶν μικρῶν παιδιῶν σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀναφέρει στὴ συνέχεια ὁ Ἰβὰν διάφορα παραδείγματα σχετικὰ μὲ τοὺς τούρκους κατακτητές, στὴ Βουλγαρία. «Αὐτοὶ οἱ τοῦρκοι –λέει ὁ Ἰβὰν στὸν ἀδελφό του– ἔνιωθαν ἐξαιρετικὴ ἀπόλαυση νὰ βασανίζουν τὰ παιδιά. Ἔσκιζαν μὲ τὸ σπαθὶ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τους καὶ τὰ ἔβγαζαν ἀπὸ μέσα ἀγέννητα ἀκόμα.
Πετοῦσαν τὰ βρέφη στὸν ἀέρα καὶ τὰ ἄφηναν νὰ πέσουν, γιὰ νὰ καρφωθοῦν στὶς ξιφολόγχες τους μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μανάδων τους.
Σὲ μίαν ἄλλη περίπτωση, οἱ ἴδιοι τοῦρκοι πάλι θέλησαν νὰ κάμουν κάποιο «ἀστεῖο» μὲ ἕνα βρέφος ποὺ τὸ κρατοῦσε στὰ χέρια της μιὰ μητέρα. Χαϊδεύουν τὸ μωρό, γελώντας γιὰ νὰ τὸ διασκεδάσουν, γιὰ νὰ τὸ κάμουν νὰ γελάσει καὶ αὐτό. Καὶ ὅταν πιὰ τὸ πετυχαίνουν, ἕνας τοῦρκος τὸ σημαδεύει μὲ τὸ πιστόλι κάπου δέκα πόντους ἀπὸ τὸ προσωπάκι του. Τὸ παιδάκι χαχανίζει χαρούμενο, τεντώνει τὰ χεράκια του γιὰ νὰ πιάσει τὸ πιστόλι. Ὁ τοῦρκος πιέζει τὴ σκανδάλη καὶ κατακομματιάζει τὸ κεφαλάκι του».
Καὶ δὲν εἶναι μονάχα οἱ τοῦρκοι κατακτητὲς ποὺ μὲ τόση ἀπόλαυση βασανίζουν τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμα, καὶ μάλιστα στὴ Ρωσία. Ὑπάρχουν γονεῖς σὲ αὐτὴ τὴ χώρα, λέει ὁ Ἰβὰν στὸν Ἀλιόσα, ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ βασανίζουν τὰ παιδιά, τὰ ἴδια τὰ σπλάχνα τους. Ὅπως ἔκαναν, γιὰ παράδειγμα, οἱ «λίαν εὐυπόληπτοι» ἐκεῖνοι γονεῖς στὸ πεντάχρονο κοριτσάκι τους. «Μὲ τὸ κρύο καὶ τὴν παγωνιὰ τῆς νύχτας, τὴν κλείδωναν ὣς τὸ πρωὶ στὸ «μέρος» γιατὶ ἔβρεχε τὸ κρεβατάκι της ὅταν κοιμόταν...». Ἔφταναν μάλιστα στὸ σημεῖο «νὰ τῆς ἀλείβουν τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἴδια της τὰ περιττώματα ποὺ τὴν ἀνάγκαζαν νὰ τὰ καταπίνει».
Τὸ φοβερότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα τὰ παραδείγματα γιὰ τὰ βασανιστήρια μικρῶν παιδιῶν εἶναι αὐτὸ ποὺ διηγεῖται ὁ Ἰβὰν στὸν Ἀλιόσα. Πρόκειται γιὰ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔγινε στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς ἐποχῆς τῆς δουλοπαροικίας, στὴ Ρωσία, στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα.
Ζοῦσε τότε ἕνας στρατηγός, σὲ ἀποστρατεία, πάρα πολὺ πλούσιος γαιοκτήμονας, ποὺ εἶχε στὴν ἰδιοκτησία του δυὸ χιλιάδες ψυχές. Στὸ κτῆμα του διατηροῦσε ἑκατοντάδες σκυλιὰ ποὺ τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸ κυνήγι. «Μιὰ μέρα ἕνα ἀγοράκι, ὀκτὼ μόλις χρόνων, παιδὶ μιᾶς δούλας, πέταξε μιὰ πέτρα, καθὼς ἔπαιζε μὲ ἄλλα παιδιά, καὶ τραυμάτισε στὸ πόδι τὸ ἀγαπημένο κυνηγόσκυλο τοῦ στρατηγοῦ».
Ὅταν αὐτὸς τὸ εἶδε καὶ ἔμαθε γιὰ τὸν ὑπεύθυνο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πιάσουν τὸ παιδί. Ἔτσι τὸν πῆραν ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ὅλη τὴν νύχτα τὸν ἔκλεισαν στὸ κρατητήριο.
Τὸ πρωί, μόλις φώτισε ἡ μέρα, ἑτοιμάστηκε ὁ στρατηγὸς μὲ ὅλη του τὴν ἀκολουθία γιὰ κυνήγι.
Μαζὶ καὶ τὰ σκυλιά του. Ἔβγαλαν τὸ μικρὸ ἀπὸ τὸ κρατητήριο. Τότε δίνει ἐντολὴ ὁ στρατηγὸς νὰ τὸν γδύσουν μέσα στὴν πρωινὴ παγωνιά. Καὶ ὕστερα τὸν ἀναγκάζει νὰ τρέξει, ἐξαπολύοντας πίσω του ὅλο τὸ κοπάδι τῶν σκυλιῶν ποὺ τὸν κατασπάραξαν κυριολεκτικὰ μπροστὰ στὰ μάτια τῆς δυστυχισμένης του μητέρας.
Τὰ βάσανα τῶν μικρῶν παιδιῶν, ὅπως τὰ ἀφηγεῖται στὰ παραπάνω περιστατικά, τὰ βλέπει ὁ Ἰβὰν μὲ ἕνα δικό του τρόπο, ὁπωσδήποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν τρόπο τοῦ Ἀλιόσα, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ τελευταίου ἀπέναντι στὸν Ἰλιούσα καὶ τοὺς μικροὺς συντρόφους του.
Μολονότι ὁ Ἰλιούσα δὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὰ βασανισμένα παιδιὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἰβάν, ὡστόσο ἀνήκει σ’ αὐτά. Ἀνήκει σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ ποὺ ὑποφέρουν μὲ ἕναν ὁποιοδήποτε τρόπο.
Ὁ Ντοστογιέφσκι τοῦ ἀφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο, μέσα στὸ βιβλίο του, μὲ τίτλο τὸ ὄνομα τοῦ «Ἰλιούσα».
Ὁ Ἀλιόσα συνάντησε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ μικρὸ αὐτὸ ἀγόρι, καθὼς πήγαινε στὸ σπίτι τῆς κυρίας Χοχλάκοβα. Ἔριχνε πέτρες σὲ ἄλλα σχολιαρόπαιδα καὶ τοῦ ἔριχναν καὶ αὐτά. «Ἦταν πάνω ἀπὸ ἐννιὰ χρόνων, κοντὸ καὶ ἀσθενικό, μὲ ὠχρὸ καὶ μακρουλὸ πρόσωπο καὶ μὲ μεγάλα μαῦρα μάτια ποὺ τὸν κοίταζαν θυμωμένα. Φοροῦσε ἕνα παλιὸ τριμμένο παλτουδάκι ποὺ τοῦ ἦταν πιὰ πολὺ μικρό».
Ὁ Ἀλιόσα τὸν πλησίασε, ἀλλὰ ὁ Ἰλιούσα ἔτρεξε καὶ ἔφυγε. Τὸ ἴδιο βράδυ ποὺ ἐπισκέφτηκε τὸν πατέρα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ στὸ σπίτι του, τὸν Νικολάι Ἰλὶτς Σνεγκιριόφ, ἀπόστρατο λοχαγὸ τοῦ ρωσικοῦ πεζικοῦ, γιὰ κάποια ὑπόθεση σχετικὰ μὲ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἀλιόσα, τὸν Ντμίτρι, βρῆκε τὸν Ἰλιούσα ἄρρωστο στὸ κρεβατάκι του. Μιὰ πέτρα τὸν εἶχε κτυπήσει στὸ στῆθος.
Ἡ ἀρρώστια του σιγά-σιγὰ γύρισε σὲ φυματίωση καὶ ἄλλαξε ὁλότελα τὸ χαρακτήρα του. Ὡστόσο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν καλὸ παιδί, ὅπως δείχνει καὶ ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὸν πατέρα του, καὶ ἂς εἶχε κτυπήσει ἕνα ἄλλο παιδί, τὸν Κόλια Κρασότκιν, μὲ σουγιά, καὶ ἂς εἶχε δαγκάσει ἀκόμα στὸ χέρι τὸν ἴδιο τὸν Ἀλιόσα. Ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν πατέρα του ποὺ εἶχε ταπεινωθεῖ λόγῳ τῶν ἐλαττωμάτων του, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε. Γι’ αὐτὸ καὶ πετοῦσε πέτρες στὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ τὸν κορόιδευαν γιὰ τὸν πατέρα του.
Ἔνιωθε μεγάλη εὐαισθησία σὲ κάθε προσβολὴ ποὺ γινόταν στὸν πατέρα του. Καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν προσβολὴ ποὺ τοῦ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα, τὸν Ντμίτρι. Τώρα μὲ τὴν ἀρρώστια του ὁ μικρὸς Ἰλιούσα τὰ γυρνοῦσε ὅλα αὐτὰ στὴ σκέψη του, ὅλα ὅσα εἶχε κάμει στὸ παρελθόν. Ἦταν παράξενο ὅτι ἕνα παιδὶ ἐννιὰ μόλις χρόνων ἔνιωθε τόσο βαθιὰ τὸν πόνο καὶ μέσῳ τοῦ πόνου τὴν ἐνοχὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες ἡ ὑγεία τοῦ παιδιοῦ χειροτέρευε. Ἡ ἀναπνοή του γινόταν ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη. Ὥσπου ἦρθε καὶ ἡ στιγμὴ ποὺ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. Πρὶν πεθάνει, μπόρεσε ὁ Ἀλιόσα νὰ συμφιλιώσει τὰ ἄλλα σχολιαρόπαιδα μὲ τὸν Ἰλιούσα. Ἔτσι, ἦταν αὐτὰ τώρα, καμιὰ δωδεκαριά, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀλιόσα συνόδεψαν τὸ ἐννιάχρονο παιδὶ στὴν τελευταία του κατοικία.
Ἐκεῖ μπροστὰ στὸν τάφο του, «κοντὰ στὴν πέτρα» [Ὁ ἴδιος ὁ Ἰλιούσα, λίγο πρὶν πεθάνει, εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸν θάψει «κοντὰ στὴ μεγάλη πέτρα», ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν μαζὶ περίπατο (Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, Μέρ. Δ΄, βιβλ. Χ, κεφ. 7).
Ἔτσι ὁλόκληρο τὸ κεφάλαιο, τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὅπου περιγράφεται ἡ κηδεία τοῦ Ἰλιούσα, ἔχει τὸν τίτλο «Ἡ κηδεία τοῦ Ἰλιούσετσκα. Λόγος κοντὰ στὴν πέτρα» (Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, Ἐπίλ., κεφ. 3)], ὅπου ὅλα τὰ παιδιὰ βρέθηκαν ἑνωμένα, ἔβγαλε ὁ Ἀλιόσα τὸν ἐπικήδειο γιὰ τὸ νεκρὸ ἀγόρι.
Ἕναν ἐπικήδειο ποὺ τέλειωσε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὅλοι σας, φίλοι μου, εἶστε ἀπὸ τώρα ἀγαπητοὶ σὲ μένα. Θὰ σᾶς ἔχω ὅλους στὴ καρδιά μου καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ἔχετε ἐπίσης καὶ ἐσεῖς στὴ δική σας καρδιά. Ποιός λοιπὸν μᾶς ἕνωσε σ’ αὐτὸ τὸ καλὸ καὶ εὐγενικὸ αἴσθημα ποὺ θὰ μᾶς κατευθύνει καὶ θὰ τὸ θυμόμαστε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή;
Ποιός ἄλλος, ἂν ὄχι ὁ Ἰλιούσα, τὸ καλὸ ἀγόρι, τὸ ἀγαπητὸ ἀγόρι, ἀγαπητὸ σ’ ἐμᾶς στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα! Ἃς μὴν τὸν ξεχάσουμε ποτὲ λοιπόν. Εἴθε ἡ μνήμη του νὰ ζῆ στὶς καρδιές μας γιὰ πάντα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!».
Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰλιούσα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πρὶν καὶ ποὺ τὶς ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ, εἶναι τραγικές. Ὡστόσο ἡ πιὸ τραγικὴ ἀπὸ ὅλες εἶναι ἡ περίπτωση τῆς δωδεκάχρονης Ματριόσα ποὺ δὲ βρίσκεται σ’ αὐτὸ ἀλλὰ σ’ ἕνα ἄλλο βιβλίο, στοὺς Δαιμονισμένους. Καὶ συγκεκριμένα, στὸ «ἀπαγορευμένο» κεφάλαιο. Στὸ κεφάλαιο δηλαδὴ ποὺ ἔχει τὸν τίτλο «Στοῦ Τύχωνα» καὶ ποὺ εἶναι γνωστὸ καὶ σὰν «Ἐξομολόγηση τοῦ Σταυρόγκιν». Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι πιὸ τραγική, γιατὶ ἡ βλάβη στὶς ἄλλες περιπτώσεις, ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὴ τοῦ Ἰλιούσα ὣς ἕνα βαθμό, περιορίζεται μονάχα στὸ σῶμα, ἐνῷ στὴν περίπτωση εἰδικὰ τῆς Ματριόσα ἐπεκτείνεται καὶ στὴν ψυχή της.
Ὁ βιασμός της ἀπὸ τὸν Σταυρόγκιν δὲν εἶναι μονάχα διαρπαγὴ τῆς παρθενίας ἀλλὰ καὶ διαφθορὰ τῆς ἁγνότητάς της.
Γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ καὶ ὁ Γ. Γιάνιτς, «διὰ τῆς ἀποπλανήσεως μετεφέρθη ἀπὸ τὴν παιδικὴν κατάστασιν τῆς ἀναμαρτησίας εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἁμαρτίας», χωρὶς νὰ ὑπάρχει πιὰ ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιστροφῆς. Ἰδιαίτερα ἡ περίπτωση τῆς Ματριόσα εἶναι ἴσως τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ δεῖγμα γιὰ τὴν ἀποκορύφωση τοῦ κακοῦ σὲ ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκι. Εἶναι μιὰ προσπάθεια τοῦ συγγραφέα νὰ δείξει τὴ δύναμη τῆς ἀνατροπῆς ποὺ δὲ διστάζει οὔτε μπροστὰ στὴν ἐξόντωση τῶν ἀθώων, παιδιῶν μάλιστα. Ἐδῶ προεικονίζεται τὸ ἠθικὸ δίλημμα ποὺ θ’ ἀναπηδήσει μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν Ἀδελφῶν Καραμάζωφ: Γιατί νὰ ὑποφέρουν τὰ παιδιά; Στὴν περίπτωση, λόγου χάρη, τοῦ βιασμοῦ τῆς Ματριόσα ἀπὸ τὸν Σταυρόγκιν, τί χρωστοῦσε ἡ ἀθώα αὐτὴ κοπελίτσα νὰ χάσει τὴν ἁγνότητά της, πληρώνοντας μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή της, μὲ τὸν ἀπαγχονισμό της, γιὰ τὴν ἐνοχὴ ποὺ ἔνιωθε ἐξαιτίας τοῦ βιασμοῦ της;
Ὁ Ντοστογιέφκσι φαίνεται νὰ μὴ δίνει καμιὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό. Ἡ περίπτωση τῆς Ματριόσα ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό. Δὲ συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ Ἰλιούσα, στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ, βιβλίο γραμμένο μιὰ δεκαετία ἀργότερα.
Βέβαια, γιὰ τὸν Ἰβὰν ποὺ ἀπορρίπτει τὸ Θεὸ ἢ τὴν «αἰώνια ἁρμονία» μιᾶς ἄλλης ζωῆς, τὸ πρόβλημα γιὰ τὰ βάσανα τοῦ μικροῦ Ἰλιούσα, ὅπως καὶ γιὰ τὰ βάσανα ὅλων τῶν μικρῶν παιδιῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἀναφέρει, εἶναι ἄλυτο.
«Αὐτὸ –ὅπως λέει στὸν Ἀλιόσα– εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ λύσω». Ὅμως τὸ πρόβλημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλυτο καὶ γιὰ τὸν Ἀλιόσα ποὺ τὸ βλέπει μὲ ἄλλο μάτι στὴν περίπτωση τοῦ Ἰλιοῦσα, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ τὸ δεῖ καὶ στὴν περίπτωση κάθε ἄλλου παιδιοῦ, ὅταν στὸν ἐπικήδειό του διακηρύττει μὲ τόση βεβαιότητα, μπροστὰ στὰ παιδιά, πὼς ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν μετὰ θάνατο, μαζί τους καὶ ὁ Ἰλιούσα.
Ἡ πίστη τοῦ Ἀλιόσα εἶναι καὶ πίστη τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα. Ὅπως ὁ ἥρωάς του καί, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀντίθεο Ἰβάν, ὁ Ντοστογιέφσκι πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ποὺ ἔχει τὴν ἀπαρχή της στὴν ἀνάσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀνάσταση δηλαδὴ ὡς ἀπαλλαγὴ καὶ λύτρωση ἀπὸ τὴν ὀδύνη, ὄχι μονάχα σὲ ἀναφορὰ μὲ τὰ μικρὰ παιδιά, ὅπως καὶ μὲ τοὺς μεγάλους, μὲ τὸν ἄνθρωπο γενικά, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴ τὴν κτίση ἀκόμα ποὺ «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν».
Ἔτσι «τὸ νόημα τῶν κατακλυσμιαίων γεγονότων τοῦ μυθιστορήματος [Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ] ἀφήνεται νὰ φανερωθῆ μὲ τὸν κόσμο τῶν παιδιῶν, μὲ τὴ θαυμαστὴ προσωπικότητα τοῦ νεαροῦ ἥρωα.
Ξυπνάει μέσα στὶς καρδιὲς τὸ μήνυμα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς μελλούσης κοινωνίας, τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σύμπαντος ἀπ’ τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἡ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ πόνου στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Πηγή: ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΤΕΥΧΟΣ 255| ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς