ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΕΛΩΝΙΑ
αναδημοσίευση από το Ελευθερία και Γλώσσα
άρθρο της φιλολόγου Έφης Καραπούλη
Επί δεκαετίες πελεκούμε και πριονίζουμε με λυσσαλέα επιμονή το κραταιό δέντρο της παιδείας μας, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται βαθιά στη μακραίωνη εθνική μας παράδοση. Και το απεργαζόμαστε μόνοι, ιδίαις χερσί, κι όχι και υποχθόνιες δυνάμεις, εκπορευόμενες από σκοτεινές σκοπιμότητες και έξωθεν εχθρούς. Ευφάνταστοι μεταρρυθμιστές με μεγαλεπήβολα σχέδια, εκπορευόμενα από νόες, Κύριος οίδε ποιας λογής. Μεταρρυθμίσεις προσωποπαγείς, στερούμενες μακράς πνοής και εθνικού σχεδιασμού, επιτροπές, σύμβουλοι, εισηγητές και εισηγήσεις, και(ε)νοφανείς θεωρίες και μέθοδοι, όλοι και όλα, ωσάν στοιχειά της φύσης επέπεσαν και επιπίπτουν με θυελλώδες μένος κατά της Ελληνικής Παιδείας, με συνέπεια τον επικίνδυνο κλονισμό της. Σαν τα τελώνια της λαϊκής παράδοσης, που οργιάζουν επικινδυνότερα από ποτέ την περίοδο του Δωδεκαημέρου.
Κι έχουμε διολισθήσει σε μια εμφανή πλέον και θλιβερή κατάπτωση, που αντανακλά τη βαθύτατη κρίση που υφιστάμεθα σε όλα τα επίπεδα κι όχι μόνο στο οικονομικό. Κι εμείς, ένας λαός «μοιραίων», περιμένουμε το θαύμα εξ ουρανού από τον «Θεό της Ελλάδας». Κι όμως, κάθε φορά που στην ιστορία μας αγγίζαμε τα έσχατα, η καταφυγή στις ζωογόνες δυνάμεις της Παιδείας αυτής και των «ελληνικών γραμμάτων» ήταν η σωτηρία και η ανάνηψή μας. Εκείνο που και τώρα έχουμε μέγιστη ανάγκη είναι ένας νέος Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Που θα απορρεύσει και θα αναστηθεί από τις στάχτες του δέντρου της Παιδείας μας που ξυλεύουμε ανελέητα και καίμε στην πυρά.
Αντί αυτού, κορυφώνεται η επέλαση των δαιμονικών ταγμάτων, τα πλήγματα των οποίων είναι οδυνηρά. Η τελευταία μάλιστα επιχειρούμενη μεταρρύθμιση ίσως αποτελέσει το καίριο χτύπημα που θα σωριάσει τη βασιλική δρυ. Το δημόσιο σχολείο έχει πια τόσο υποβαθμιστεί, που κατάντησε ένας χώρος φύλαξης παιδιών, όπου κάθε πρωί οι πορευόμενοι προς τις δουλειές τους γονείς, διερχόμενοι από τη «δομή» του τα αφήνουν, εναποθέτοντας και την ευθύνη της διαπαιδαγώγησής τους σε ξένους ώμους. Έτσι κι αλλιώς στο ίδιο θα καταφύγουν κάποια χρόνια μετά για τη διεκπεραίωση της έκδοσης απολυτηρίου τίτλου σπουδών για τα παιδιά τους και μάλιστα με βαθμό «Άριστα» και Διαγωγή «Κοσμιωτάτη».
Στο μεταξύ το περιεχόμενο των σπουδών υποβαθμίζεται στο όνομα της «μείωσης της ύλης» προς όφελος των μαθητών και τον πρόσφατο μπακάλικο οικονομικό υπολογισμό των περικοπών από πλευράς Υπουργείου. Η μείωση των διδακτικών ωρών, για λόγους δήθεν «ελάφρυνσης» του προγράμματος των εφήβων του Γυμνασίου, αποτέλεσε ένα εύσχημο και λαϊκίστικο πρόσχημα για τη μείωση των αναγκών σε διδακτικό προσωπικό και για το κόστος της πληρωμής τους. Και βρήκε έδαφος στην εθισμένη στην πνευματική νωθρότητα ελληνική κοινωνία. Η μείωση των διδακτικών ωρών από τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών και της ιστορίας (περσινό μέτρο) και η αφαίρεση ουσιαστικής για τη συνέχεια του μαθήματος ύλης από αυτά οδηγεί στην αποσπασματικότητα, η οποία στερεί από τους μαθητές τη δυνατότητα συνολικής θεώρησης του αντικειμένου, συσσωρεύει ύλη στις επόμενες τάξεις και βαθμίδες, που δεν καλύπτονται και δεν αφομοιώνονται επαρκώς. Κι ακόμα αντιστρατεύεται τη συγκρότηση της σκέψης, με επακόλουθο την ήδη παρατηρούμενη γενικότερα ασυναρτησία.
Τα σχολικά βιβλία ήταν έτσι κι αλλιώς κακογραμμένα προβληματικά. Η προχειρότητα όμως στο σχεδιασμό των εκάστοτε και δη των τελευταίων αλλαγών αγγίζει πλέον και την εισαγωγή ή «απόσυρση» μαθημάτων, διδασκόντων, μεθόδων διδασκαλίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (μάθημα ή άραγε μέθοδος;) του project, που εισήχθηκε μερικά χρόνια πριν στα σχολικά προγράμματα υποχρεωτικά και ανακλήθηκε εφέτος. Το οποίο δίδασκαν κάθε φορά/ εβδομάδα/τρίμηνο/έτος ειδικότητες, με γνώμονα την περίσσεια σε προσωπικό και ανάλογα με τις διασυνδέσεις συνδικαλιστών στα υπουργικά ή υφυπουργικά περιβάλλοντα. Συνέβη μάλιστα πέρυσι (σχολικό έτος 2015-16) για την εν πολλοίς συζητημένη «τοπική ιστορία» να απαιτηθεί ειδικό σεμινάριο στους φιλολόγους που θα αναλάμβαναν να την διδάξουν και με το πέρας του να απαγορευθεί από τους φιλολόγους η διδασκαλία της, να ανατεθεί στη συνέχεια στους πλεονάζοντες γυμναστές και τελικά το μάθημα να μη διδαχθεί καθόλου, εφόσον οι τελευταίοι πρότειναν εναλλακτικά στους μαθητές θέματα απτόμενα του δικού τους αντικειμένου και συγκριτικά «ευκολότερα». Για να ενσωματωθεί όμως το project στα σχολικά προγράμματα, έπρεπε να αφαιρεθεί διδακτικός χρόνος από άλλα μαθήματα. Κι αυτά ήταν τα γλωσσικά. Έπειτα ήρθαν οι φετινές παλινωδίες στο μάθημα των θρησκευτικών, που προκάλεσαν γενική αναστάτωση και μηνύσεις από πλευράς θεολόγων. Με αυτά και με εκείνα η Παιδεία μας αφελληνίζεται, ενώ συγχρόνως χρωματίζεται ιδεολογικά και επιβαρύνεται κομματικά με ιδέες και θέσεις που προβάλλονται ως νεωτερικές στην ουσία όμως είναι ανθελληνικές. Όπως για παράδειγμα, ο τρόπος που παρουσιάζεται ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διάρκεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ή στα χρόνια της τουρκοκρατίας («εναντιωνόταν στη διάδοση των νέων ιδεών, επειδή θεωρούσε ότι μια επανάσταση θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια αλλά και τον ελληνισμό» Ιστορία Γ Γυμνασίου, σελ.23).
Έπειτα ήρθε να προστεθεί και ο σάλος με τις αναθέσεις των μαθημάτων. Μέχρι πρό τινος απαιτούνταν εξειδίκευση για τη διδασκαλία ενός μαθήματος, για αυτό άλλωστε διορίζονταν στο δημόσιο σχολείο ειδικότητες, όπως κοινωνιολόγοι, νομικοί, βιολόγοι, κλπ. Φέτος το Υπουργείο υιοθέτησε και πάλι με πνεύμα πρακτικής αριθμητικής τη θέση ότι όλοι είναι ικανοί για όλα. Κι έτσι συμβαίνει θεολόγοι να μπορούν να διδάσκουν λογοτεχνία, οικοκυρικοί γεωγραφία και κοινωνική & πολιτική αγωγή κλπ. Ήδη το πολύπαθο μάθημα της ιστορίας διδάσκονταν επί δεκαετία από ξενόγλωσσους άνευ χαρτοφυλακίου στα σχολεία και όχι από τους ειδικευμένους στην ιστορία φιλολόγους. Και δεν είναι μόνον αυτό. Με το ίδιο πνεύμα και για λόγους οικονομίας το Υπουργείο μετακινεί κρινόμενους ως υπεράριθμους εκπαιδευτικούς σε 2, 3 ή και 4 σχολεία, προκειμένου να καλύψει ώρες και κενά των σχολικών μονάδων. Έτσι όμως καταδικάζει ένα μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών να περιφέρονται από σχολείο σε σχολείο, τους αφαιρεί την ηρεμία, τη διάθεση για την επιτέλεση του έργου τους, τους καθιστά δυσλειτουργικούς, δημιουργεί προβλήματα στην κατάρτιση των ωρολογίων προγραμμάτων στις σχολικές μονάδες και στερεί από αυτές προσωπικό που τους ανήκει οργανικά, γνωρίζει την ιδιαιτερότητα της κάθε σχολικής μονάδας και θα μπορούσε να καλύψει άλλες ανάγκες της, όπως τη γραμματειακή υποστήριξη, την οποία στερείται. Και το αστείο είναι ότι το Υπουργείο αναγκάζεται τελικά να καταβάλει οδοιπορικά για τις πολλαπλές μετακινήσεις των εκπαιδευτικών, ενώ αρχικά στόχευε στις περικοπές λειτουργικών δαπανών!
Μέσα στο νεωτερικό πνεύμα μάλιστα που πνέει φέτος αναφορικά με τις μεθόδους διδασκαλίας είναι και η κατάργηση της γραμμικότητας στη διδασκαλία των μαθημάτων. Η γνωστές αριστοτελικές «αρχή, μέση και τέλος» κρίνονται πλέον αναχρονιστικές όπως και η εξελικτική πορεία της διδασκαλίας. Σήμερα μπορεί ένας εκπαιδευτικός να διδάξει οτιδήποτε από την ύλη του με οποιαδήποτε σειρά θεωρεί ο ίδιος κατάλληλη. Πράγμα που προκαλεί στους μαθητές σύγχυση, τους καταδικάζει στην επιφανειακή θεώρηση, τους στερεί την έννοια της αλληλουχίας από τη σκέψη τους ενώ την ίδια στιγμή παρουσιάζεται ως κεκτημένη δεξιότητα των μαθητών!
Και μετά είναι η αξιολόγηση των μαθητών και τα κριτήριά της. Με το νέο τρόπο αξιολόγησης που προβλέπει το Προεδρικό Διάταγμα 126/2016, ΦΕΚ Α΄ 211/11-11-2016, ένας μαθητής μπορεί να προαχθεί, αν ο μέσος όρος των βαθμών της ετήσιας επίδοσής του είναι 13 (άρθρο 12), από 12,5 που ίσχυε μέχρι πέρυσι. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κανένας μαθητής δεν παραπέμπεται καν ως μετεξεταστέος, διότι μπορεί να περάσει τα βασικά μαθήματα (γλωσσικά, μαθηματικά, ιστορία, φυσική) και με βαθμό μικρότερο της βάσης 10, αφού το 13 συμπληρώνεται εύκολα από τα μαθήματα μικρότερης βαρύτητας, όπως η γυμναστική, τα καλλιτεχνικά, η τεχνολογία κλπ. Ούτως ή άλλως ο μέσος όρος 12,5 διευκόλυνε την αθρόα προαγωγή αδιάβαστων μαθητών, δεδομένης της ασύστολης παροχής υψηλών βαθμών, στο εξής όμως με την κατάργηση των εξετάσεων σε μαθήματα βαρύτητας (άρθρο 2), όπως επί παραδείγματι στα αρχαία ελληνικά, και με την ελαστικοποίηση των βαθμολογικών κριτηρίων στα τετράμηνα (άρθρο 3) κανένας μαθητής δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να κληθεί σε νέα εξέταση. Γεγονός που ήδη προκάλεσε στους μεν μαθητές την αδιαφορία και την απαξίωση της διδακτικής διαδικασίας. Γιατί τους στερεί το κίνητρο και τον λόγο να προσπαθήσουν, αφού εξέλιπε και ο παραμικρός «φόβος που φυλούσε τα έρημα». Ακυρώνει δε τους διδάσκοντες, αφού τους περιορίζει είτε σε διαλέξεις από καθέδρας, αν τύχουν ευήκοων ώτων, είτε στο ρόλο του entertainer, αν πρέπει να κρατήσουν το κοινό τους ευπρεπώς μέσα στην τάξη. Εξάλλου, η περιώνυμη «περιγραφική αξιολόγηση», που προβλέπει φάκελο εργασιών για κάθε μαθητή, διαγνωστικά τεστ και πολλαπλά κριτήρια αξιολόγησης, που θα καταχωρούνται από τους διδάσκοντες σε αυτόν, αποτελεί μια ανούσια, άσκοπη κι επιβαρυντική για τον διδάσκοντα διαδικασία, που τον αποσπά από το καθ’ αυτό διδακτικό έργου του. Διότι αφενός μεν τα δεδομένα των διαγνωστικών τεστ δε λαμβάνονται υπ’ όψιν στη συνέχεια ούτε και προβλέπεται η κάλυψη των γνωστικών κενών των μαθητών, αφετέρου οι διδάσκοντες έτσι κι αλλιώς έχουν διαμορφωμένη εικόνα για τους μαθητές τους, ακολουθώντας τους καθιερωμένους τρόπους.
Κι έρχεται ο μήνας των εξετάσεων, ο Ιούνιος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5. Μετά το πρώτο δεκαήμερο των εξετάσεων για τα 4 εξεταζόμενα μαθήματα (νεοελληνική γλώσσα & λογοτεχνία, μαθηματικά, φυσική, ιστορία) και την έκδοση των αποτελεσμάτων, αν υπάρξουν έστω και κάποιοι μαθητές που υστερούν του μέσου όρου 13, καλούνται να παρακολουθήσουν πρόγραμμα «υποστηρικτικής διδασκαλίας 5-10 διδακτικών ωρών» κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου και στη συνέχεια να επαναλάβουν την εξέταση του μαθήματος στο τρίτο δεκαήμερο (άρθρο 12). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μαθητές, που μια ολόκληρη χρονιά δεν κατάφεραν να μάθουν και να αφομοιώσουν την προβλεπόμενη διδακτέα ύλη, μέσα σε 5-10 διδακτικές ώρες θα είναι σε θέση να την καλύψουν, ώστε να περάσουν και τις δεύτερες εξετάσεις! Αν αυτό δεν υποβάλλει στους διδάσκοντες την υποχρέωση να τους δώσουν εμμέσως τα θέματα των εξετάσεων στις ώρες αυτές, τότε τι σημαίνει; Και ποιος διδάσκων, με την υφιστάμενη βαθμοθηρία των μαθητών και των γονέων τους, θα αντισταθεί να καταθέσει χαμηλή βαθμολογία σε αδιάφορους μαθητές και να αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις τους, όταν γνωρίζει και ότι η προαγωγή όλων είναι προδιαγεγραμμένη εκ των πραγμάτων και διά νόμου και ότι θα κληθεί να υποστεί την υποτιμητική διαδικασία να επιτύχει μέσα σε 10 μέρες ό,τι δεν κατάφερε σε ένα διδακτικό έτος; Δεν αποτελεί ηθική ακύρωση του ρόλου και του προσώπου του αυτό; Στα μαθήματα μάλιστα που κρίνονται ήσσονος βαρύτητας, συμπεριλαμβανομένων και των αρχαίων ελληνικών, η εξέταση θα είναι μόνο προφορική (άρθρο 13). Πράγμα που την κάνει αυτομάτως πιο ελαστική. Ειδικά στα αρχαία ελληνικά δε νοείται προφορική εξέταση της ορθογραφίας, των γραμματικών και των συντακτικών φαινομένων, της απόδοσης της μετάφρασης του κειμένου. Εξάλλου, ο περιορισμός των εξεταζόμενων μαθημάτων μοιραία τα κατατάσσει σε κατηγορίες «δύο ταχυτήτων» στη συνείδηση μαθητών και γονέων. Όπως μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζαν τη γυμναστική, τα καλλιτεχνικά, τη μουσική.
Τα γλωσσικά μαθήματα είχαν ήδη υποβαθμιστεί και με τον τρόπο εξέτασής τους δεν απαιτούνταν η γνώση γραμματικής και συντακτικού από τους μαθητές, γιατί αυτή αξιολογούνταν με 2,5 μονάδες στις 20 (στο Γυμνάσιο). Με το νέο Π.Δ. η εξέταση του μαθήματος είναι αφενός ασύμβατη με το περιεχόμενο του μαθήματος, αφετέρου ο έλεγχος της γνώσης της γραμματικής και του συντακτικού σχεδόν καταργείται με τις προβλεπόμενες μορφές των θεμάτων που υπαγορεύει στους διδάσκοντες το άρθρο 16 (Α.1,2.3). Το ίδιο άρθρο ορίζει και τον τρόπο εξέτασης της λογοτεχνίας, που θα συνεξετάζεται με τη γλώσσα σε ένα τρίωρο. Για τη λογοτεχνία προβλέπεται ένα θέμα «δημιουργικής γραφής», που βαθμολογείται με 8 μονάδες και αντικαθιστά και συμπτύσσει θέματα που άπτονταν της λογοτεχνικής ανάλυσης του κειμένου. Τα κριτήρια εξέτασης και βαθμολόγησης όπως προβλέπονται (Β.1,2.3) είναι ασαφή και σχετικά και επιτρέπουν άπλετο χώρο στην υποκειμενικότητα εκ μέρους του βαθμολογητή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπλέον η τρίωρη (συν)εξέταση, τύπου fast track, δύο αντικειμένων είναι εξοντωτική για τους μαθητές και αναποτελεσματική για τον έλεγχο της κεκτημένης γνώσης. Διότι τους αναγκάζει ουσιαστικά να γράψουν δύο μικρές εκθέσεις σε ένα τρίωρο μαζί με τα άλλα 4 θέματα. Αυτό θα προκαλέσει την απέχθεια των μαθητών και προς το μάθημα και προς τη μητρική τους γλώσσα. Δεν είναι όμως μόνο η εξέταση το ζητούμενο ̇ είναι ότι αυτή εμμέσως πλην σαφώς προσαρμόζει στις απαιτήσεις της και τη διδασκαλία στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Κι εδώ βρίσκεται η αντίφαση: δεν καθορίζει το μάθημα την εξέταση αλλά η εξέταση το μάθημα και μάλιστα τη στιγμή που η αλλαγή ευαγγελίζεται την απαλλαγή των μαθητών από το άγχος των εξετάσεων. Για άλλη μια φορά η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση ξεκινά από το εξεταστικό σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζει ως πανάκεια της κακοδαιμονίας της Εκπαίδευσης. Για άλλη μια φορά η πατρότητα της μεταρρύθμισης είναι προσωποπαγής και μάλιστα προερχόμενη από πρόσωπο που πόρρω απέχει από την εκπαιδευτική κοινότητα.
Κλείνοντας τη σταχυολόγηση των μοιραίων για την παιδεία μας ατοπημάτων, επισημαίνουμε τη σύμπτυξη και την επιφανειακή αντιμετώπιση της ύλης, την αφαίρεση κεφαλαίων ουσιαστικών για τη συνέχεια και την αλληλουχία των φαινομένων και των αντικειμένων, που χτίζουν το οικοδόμημα της γνώσης, όπως αυτές υπαγορεύονται από τις γραπτές οδηγίες του Υπουργείου και τις προφορικές των Συμβούλων, που καλούνται να επιβλέψουν την εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος και των Υπουργικών Αποφάσεων. Τη μείωση των διδακτικών ωρών και την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού άλλων, χάριν αθλητικών, πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων, διδακτικών επισκέψεων και εκδρομών, συνδικαλιστικών δράσεων κλπ, ώστε να μην ολοκληρώνεται η διδακτέα ύλη στο τέλος της χρονιάς, να μεταφέρεται στην επόμενη και αναγκαστικά να συμπτύσσεται εκ νέου τότε. Άμεση συνέπεια: να μένουν οι μαθητές με άγνοια βασικών γνώσεων σε πολλά μαθήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία: στην Α΄ Τάξη δεν προλαβαίνουν οι μαθητές να διδαχθούν τον Αλέξανδρο και τους ρωμαϊκούς χρόνους, στη Β΄ Τάξη τα μετά την Άλωση ή και καμιά φορά τα μετά τη Β΄ Σταυροφορία, στη Γ΄ Τάξη τα μετά τα Μικρασιατικά. Αυτό θα συμβεί και στα Αρχαία Ελληνικά από εφέτος, λόγω και της μείωσης των διδακτικών ωρών ανά μία εβδομαδιαίως και λόγω της αφαίρεσης σημαντικής διδακτέας ύλης.
Έτσι όπως διαμορφώνεται πλέον η κατάσταση στα δημόσια σχολεία, την ευθύνη και το οικονομικό βάρος για τη μόρφωση των παιδιών τους θα κληθούν να επωμιστούν εξ ολοκλήρου οι γονείς. Με δεδομένη την ανέχεια και την οικονομική αφαίμαξη που υφίσταται ο μέσος πολίτης, η μόρφωση θα αποτελεί σύντομα πολυτέλεια για την πλειονότητα. Ήδη έχει σημειωθεί ανησυχητική αύξηση των επιτυχόντων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος των σπουδών τους και δε φοιτούν στις σχολές όπου επέτυχαν. Αλλά και εξαιτίας της υποβάθμισης του περιεχομένου των σπουδών κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας σύντομα θα έρθει καιρός, που η πλειονότητα δε θα είναι σε θέση να διαμορφώσει αισθητήριο και κρίση. Εκτός κι αν είναι αυτό το ζητούμενο: η δημιουργία στρατιών χειραγωγήσιμων νέων, αγόμενων και φερόμενων από πολιτικούς ταγούς έναντι μισθού 300 ευρώ, αν στο μεταξύ δεν έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Η λαϊκή μας παράδοση θέλει οι καλικάντζαροι να φεύγουν φοβισμένοι από το Φως του Σαρκωθέντος την ημέρα των Επιφανείων. Μέχρι στιγμής δεν επεφάνη καμιά αντίδραση, καμιά διαμαρτυρία για την αποδόμηση της Παιδείας, για τη διολίσθηση της Εκπαίδευσής μας στην απαιδευσία, την δυσ-αγωγή, τον αφελληνισμό. Ακαδημία, Πανεπιστημιακή Κοινότητα, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Σύνδεσμος Φιλολόγων ΟΛΜΕ, όλοι τηρούν σιγήν ιχθύος. Δεκαετίες σιωπής και αδράνειας, ενώ το κραταιό δέντρο σείεται από τις ρίζες του. Μένει ίσως στους απλούς μάχιμους δασκάλους να «σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται». Οι καιροί πάντως δεν είναι, πια, μενετοί.
Πηγή: Ελευθερία και Γλώσσα
Ἀναδημοσίευση ἀπό: ΑΒΕΡΩΦ Διαδικτυακό Θωρηκτό