Ἅγια καὶ πεθαμένα (1896) - Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ὡς ἀνασηκωμένη ποδιὰ ὡραίας χωριατοπούλας, ὁποὺ πλύνει τὰ ρουχάκια της, τὰ πουκαμισάκια της, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι, ἀνέρχεται καὶ ἀναρριχᾶται καὶ βαίνει πρὸς τὰ ἄνω ἡ λευκὴ ἐσχατιὰ τῆς πολίχνης, εἰς τὸν βράχον τὸν ἀνατολικόν, τὰ Κοτρώνια, τὸν πετρώδη τριπλοῦν λόφον μὲ τὰς τρεῖς κορυφάς, ὅπου τὸ βράδυ, ἐνῷ ἡ δύσις χρυσᾶ καὶ πορφυρᾶ βάφει τὰ σύννεφα ἀντικρύ, ἀναβαίνει παμμιγὴς ὁ βόμβος, καὶ ὁ ψίθυρος καὶ τὸ μινύρισμα μυρίων φωνῶν, φωνῶν γυναικείων, φωνῶν παιδικῶν, μὲ ἦχον μελῳδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Καὶ αἱ γυναῖκες φορτωμέναι τὴν στάμναν των, ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς, ἐπιστρέφουν φλυαροῦσαι ἀπὸ τὴν βρύσιν, καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὰ τόπια των κυνηγοῦνται γύρω εἰς τὰ Λιβάδια, ἢ τρέχουν καὶ παίζουν τὸ σκλαβάκι εἰς τὰ Ἁλώνια.
Σιμὰ εἰς τὴν τρίτην, τὴν χαμηλοτέραν κορυφήν, τὴν παραθαλάσσιον, ἀναρριχῶνται εἰς τὸν βραχώδη λόφον αἱ λευκαὶ οἰκίαι. Καὶ ἡ οἰκία τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπονᾶ, ὁποὺ τὴν εἶχεν ἀγοράσει πρὸ χρόνων ὁ καπετὰν Γιωργὴς ὁ Παμφώτης, καὶ τὴν εἶχεν ἐπισκευάσει καὶ καλλωπίσει, ἦτο κτισμένη ἐπάνω εἰς πέτραν ριζιμιάν, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, καὶ πρὸς τὰ κάτω ἐξετείνετο αὐλὴ μὲ σαράντα σκαλοπάτια, τὸ κάθε σκαλοπάτι πλατὺ ὅσον διὰ νὰ πατήσῃ τις δύο βήματα, καὶ ὑψηλὸν ὅσον διὰ νὰ χρειασθῇ τις ἅλμα νὰ τὸ ἀναβῇ. Δύο χαμηλὰ ἰσόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τῆς αὐλείου θύρας. Τὸ ἓν ἦτο πατητήριον ἐλαιῶν, τὸ ἄλλο πλυσταρεῖον. Μία ἁπλωταριὰ καὶ ἡλιακωτὸν ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῆς ἀνωφεροῦς αὐλῆς, παμμεγέθης ἀμυγδαλιὰ ἀνθοῦσα ἤδη ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, στέρνα καὶ πηγάδιον καὶ κηπάριον μὲ γάστρας ἀνθέων καὶ ροιὰς καὶ λεμονέας, μὲ κάγκελα φραγμένον. Καὶ ἄνω ὁ πάλλευκος ἄσπιλος οἰκίσκος, ἀρχαϊκὸν κτίριον, ἐμπνέον σέβας, ἐπέστεφε τὴν ἀνωφερῆ μαρμαίρουσαν αὐλήν.
Τὸ ἔβλεπες μακρὰν καὶ τὸ ἐχαίρεσο, κ᾽ ἐζήλευες, κ᾽ ἔπιπτες εἰς ρέμβην, κ᾽ ἔλεγες: Ἂς ἐκατοικοῦσα ἐκεῖ!
*
* *
Χειμερινὸς θάλαμος μὲ τὴν ἑστίαν του, τὰ μεντέρια* του καὶ τὰ ράφια του, ἀρματωμένος μὲ παλαιὰ ὡραῖα πιᾶτα, δύο μικροὶ θαλαμίσκοι, ὅλοι γεμᾶτοι ὀθόνας καὶ ἔπιπλα, τὸ μαγειρεῖον, ὁ διάδρομος, ὅλα ἀστράπτοντα καὶ πλουσίως εὐτρεπισμένα. Ἡ «καλὴ κάμαρη» πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος μὲ ὡραῖα στιλβωμένα ἔπιπλα, μὲ ὀθόνια λειομέταξα καὶ τάπητας πολυχρόους. Βλέπουσα εἰς τὸν λιμένα, θεωροῦσα ὅλην τὴν λευκὴν πολίχνην κάτω καὶ ἀντικρύ, ἀγναντεύουσα τὴν θάλασσαν, μετροῦσα τὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν, καὶ ἀριθμοῦσα τὰς λέμβους τῶν ἁλιέων, ἐκάθητο ἡ κόρη τοῦ σπιτιοῦ, ἡ Σειραϊνώ, λευκὴ καὶ ἀσθενὴς ὡς τὸ κρίνον, λεπτοφυής, πραεῖα καὶ ἄχολος ὡς ἡ περιστερά. Εἶχε τὸ κέντημά της ἐπὶ τῶν γονάτων. Εἰργάζετο ἀνενδότως, νυχθημερόν· ἐκέντα τὰ προικιά της.
Ἐταξίδευεν ὁ πατήρ της μὲ τὸ καράβι, ἔπλεεν εἰς μακρινά, βαθιά, μαῦρα πέλαγα. Πρώιμα ἀπέπλευσεν ἐφέτος, μόλις εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά. Ἅμα θὰ ἐπέστρεφε μὲ τὸ καλὸν «νὰ δέσῃ» (δηλαδὴ νὰ δέσῃ τὸ καράβι δι᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα), θ᾽ ἀπεφάσιζε τέλος ν᾽ ἀρραβωνίσῃ τὴν κόρην του. Τοιαύτην ὑπόσχεσιν ἔδωκεν «ἐξωδίκως», καθὼς λέγουν οἱ δικολάβοι, πρὶν ἀναχωρήσῃ.
Γαμβροὶ ὑποψήφιοι ὑπῆρχον ὄχι δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ δωδεκὰς ὁλόκληρος. Ἡ κόρη εἶχε καλὸν ὄνομα, ἦτον μεγαλοπροικοῦσα, ἦτον λευκὴ καὶ ἄχολος ὡς περιστερά, ἦτον προκομμένη καὶ «ὀμορφοδούλα»*. Ἐκέντα τὰ προικιά της μόνη της, χωρὶς καμμίαν ἀνάγκην, μόνον διὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸ ἔθιμον τοῦ χωρίου. Ποῖον ἀπὸ τοὺς τόσους γαμβροὺς νὰ ἐκλέξῃ ὁ πατήρ της; Ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ἀνέβαλλε. Τέλος ὑπεσχέθη ὅτι θ᾽ ἀπεφάσιζε νὰ ἐκλέξῃ ἕνα, ἅμα θὰ ἐγύριζε, σὺν Θεῷ, ἀπὸ τὸ ταξίδι. Δὲν ἦσαν πλέον οἱ μυθολογικοὶ χρόνοι. Ἀγῶνα καὶ ἆθλον δὲν ἠδύνατο νὰ προβάλῃ εἰς τοὺς μνήστορας, καὶ νὰ δώσῃ τὴν κόρην γέρας εἰς τὸν νικητήν. Ἀλλ᾽ ὑπῆρχον ἀγῶνες καὶ ἆθλοι βιοτικοί, καὶ ὁ πλέον προκομμένος, ὅστις θὰ ἐνίκα τοὺς ἄλλους εἰς τὸ στάδιον τοῦ βίου, ἐκεῖνος θὰ ἦτο ὁ ἐκλεκτὸς γαμβρός.
*
* *
Ἐκάθητο ἡ κόρη καὶ ηὔχετο νὰ γυρίσῃ γρήγορα ὁ πατήρ της, καὶ εἶχε πίστιν καὶ ἐλπίδα εἰς τὴν καρδίαν της, καὶ ἐκοπίαζε καὶ ἐκέντα τὰ προικιά της. Ἀντικρύ, εἰς μίαν οἰκίαν, μακράν, εἰς ἀπόστασιν μιλίου ἴσως, ἦτον ἕνα μπαλκόνι. Ὑπῆρχον πολλὰ μπαλκόνια ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, τριγύρω καὶ παντοῦ, ἀλλὰ τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐφείλκυε τῆς Σειραϊνῶς τὰ βλέμματα.
Προσήλου ἡ κόρη τὸ ὄμμα ἐκεῖ, ἐπιμόνως καὶ ἀποκλειστικῶς. Ἦτο περὶ τὰ τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευὴ ἡμέρα, τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἀρχαὶ τῆς ἀνοίξεως, ἥλιος, Θεοῦ χαρά. Ἔξω εἰς τὸ μπαλκονάκι ἐκεῖνο ἐκάθητο ἓν πρόσωπον, καὶ ἔκυπτεν ἐπὶ τῶν γονάτων του, καθὼς ἔκυπτεν ἡ Σειραϊνώ, καὶ κάτι εἶχεν ἐπὶ τῆς ποδιᾶς του, καθὼς αὐτὴ εἶχε τὸ κέντημά της.
Δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τίποτε. Ἦτο τόσον μακράν! Ἀλλ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ πολὺ ἐνδιαφέρον, μεγάλην ἐπιθυμίαν. Ἂς εἶχεν ὄμματα ἀετίνας, ἂς ἠμποροῦσε νὰ ἰδῇ καθαρὰ εἰς τόσην ἀπόστασιν!
Πλὴν δὲν ἦτο ἀετίνα. Ἦτο λευκὴ περιστερά, ἄχολος… καὶ ὅμως εἶχε καὶ αὐτὴ τοὺς πόθους, τὰς ἀδυναμίας καὶ τὴν περιέργειαν τῆς Εὔας.
Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν. Ἀλλὰ δὲν διέκρινε τίποτε. Ἔτεινε τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν. Εἰς μάτην, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἴδῃ.
Μία, ὄχι πικρία ἀλλ᾽ ὀξινίλα, ἐφάνη εἰς τὰ χείλη της. Πῶς νὰ κάμῃ διὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἰδῇ!
Αἴφνης ἐσηκώθη, ἄφησε τὸ κέντημά της ἐπὶ τοῦ καναπέ. Ἔτρεξεν εἰς ἓν ἔπιπλον, τὸ ἤνοιξεν, ἔψαξεν εἰς τὸ βάθος, καὶ ἐξήγαγε πρᾶγμά τι μακρόν, κυλινδροειδές, ὀγκῶδες, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἐκ μαύρου χαρτονίου. Ἀφῄρεσε τὸ κάλυμμα, καὶ ἀνέσυρεν ἀπὸ μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τοῦτον. Τὸν ἔλαβε, διευθέτησεν ὅλον τὸν σκελετόν, τὸν ἐξέσυρε καὶ ἐπλησίασε τὸ ἄκρον εἰς τὸ ὄμμα της, καὶ ἐγύρισε τὸ στόμιον, τὸ ἄλλο ἄκρον, κατὰ τὸ μπαλκονάκι, τὸ ἀντικρινὸν ἐκεῖνο.
Ἦτο τὸ παλαιὸν ὀκιάλι, τὸ ναυτικὸν τηλεσκόπιον τοῦ πατρός της. Τὸ εἶχεν ἀντικαταστήσει, φαίνεται, διὰ νεωτέρου ὁ καπετὰν Γιωργὴς καὶ διὰ τοῦτο τὸ παλαιὸν τὸ εἶχεν ἀφήσει εἰς τὸ σπίτι.
Ἡ νεᾶνις τὸ ἐκράτησε σιμὰ εἰς τὸ ὄμμα της ἐπὶ μακρὸν καὶ ἔβλεπεν, ἔβλεπεν ἀχόρταγα.
*
* *
Δὲν ἦτο ἀνήρ, ὄχι, τὸ ὑποκείμενον τῆς τόσης μερίμνης της. Ἦτο γυνή, ἢ μᾶλλον κόρη, ὡς αὐτή. Ἦτο τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη. Ἡ ἀντίζηλός της εἰς τὸ χωρίον.
Ἀντίζηλός της εἰς τὰ κεντήματα, εἰς τὰ προικιά, εἰς τὴν ἀρχοντιάν. Ἐφημίζετο ὡς πολὺ εὐφυὴς καὶ ἐφευρετικὴ εἰς τὰ κεντήματα. Ἐν ὥρᾳ γάμου κ᾽ ἐκείνη, καθὼς αὐτή, δὲν ἔπαυε καθημερινῶς νὰ ἑτοιμάζῃ τὰ προικιά της.
Ἕως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διὰ τὰς κόρας ὅλου τοῦ χωρίου ἦσαν οἱ κλάρες, τὰ λουλούδια, τὰ πουλάκια, τὰ ρόιδα, τ᾽ ἀστεράκια, τὸ φεγγάρι καὶ ὁ ἥλιος.
Ἀλλὰ πῶς νὰ φθάσῃ τις ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὸ ἰδεῶδες τῶν παραμυθιῶν; Πῶς νὰ ζωγραφήσῃ κεντητὰ «τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα, τὴ γῆς μὲ τὰ λούλουδα, τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια»;
Ἐσχάτως εἶχε διαδοθῆ ὅτι τὸ Μαλαμὼ τοῦ παπα-Γιαννάκη ἔβαινε πρὸς τὸ ἰδεῶδες τοῦτο, καὶ ἂν δὲν ἠμποροῦσε νὰ κεντᾷ ὅλον τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, μὲ ὅλα τὰ ἄστρα, τὰ λούλουδα καὶ τὰ καράβια, κατώρθωσε τοὐλάχιστον νὰ κεντήσῃ γωνίαν οὐρανοῦ μὲ ἄστρα, γωνίαν γῆς μὲ λούλουδα, καὶ γωνίαν θαλάσσης μὲ ὀλίγα καράβια.
Ἂς ἦτο καὶ τόση μόνον γωνία οὐρανοῦ, ὅσην ἀνατείνουσα αὐτὴ τὸ ὄμμα ἐθεώρει ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι της, τόση γωνία γῆς, ὅση κατήρχετο εἰς τὸν κρημνὸν κάτω ἀπὸ τὸ σπιτάκι της, καὶ τόση γωνία θαλάσσης, ὅσην περιέκλειε τὸ μικρὸν λιμανάκι, μὲ τὰ δύο ἢ τρία καραβάκια του, μὲ τὰς τέσσαρας βρατσέρας, τὰ τρία κότερα καὶ τὴν εἰκοσάδα τῶν λέμβων τῶν ἁλιευτικῶν.
Τὸ κατόρθωμα ἦτο μέγα. Καὶ τὸ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ ἄσπιλος περιστερά, ἔτεινε τὸ ὄμμα, ἔτεινε τὸ ὀπτικὸν ὄργανον τοῦ θαλασσινοῦ πατρός της διὰ νὰ ἰδῇ, ὅπως ἐφαντάζετο, τί ἐκέντα ἡ Μαλαμώ, καὶ δὲν ἡσύχαζεν ἐὰν δὲν εὕρισκε τρόπον ν᾽ ἀντιγράψῃ ἢ νὰ κλέψῃ τὸ κέντημα τῆς ἀντιζήλου της.
*
* *
Αἴφνης ἀφῆκε βραχεῖαν κραυγὴν χαρᾶς. Ἦτο καὶ αὐτὴ Εὔα.
Δὲν ἠμποροῦσε νὰ διακρίνῃ, μὲ ὅλον τὸ παλαιὸν ὀκιάλι τοῦ πατρός της, τίποτε εὐκρινὲς ἀπὸ τὸ κέντημα τὸ ὁποῖον ὑπέθετεν, ἢ μᾶλλον ἦτο βεβαία, ὅτι εἶχε τὸ Μαλαμὼ εἰς τὴν ποδιάν της, ἀλλ᾽ ἠμπόρεσε νὰ διακρίνῃ, καίτοι ἀμυδρῶς καὶ συγκεχυμένως, τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς Μαλαμῶς.
Δὲν τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ ὀκταετίας, ὅταν ἦσαν ἀκόμη μαθήτριαι, καὶ ἀντεφέροντο εἰς τὸ σχολεῖον. Κ᾽ ἐμάλωναν καθημερινῶς, ὡς ἦτο ἑπόμενον. Ἀντίζηλοι ἐξ ἀντιζήλων, ὄχι μόνον κατὰ τὰς ἀξιώσεις τῆς εὐγενείας καὶ ἀρχοντιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ συνοικίας καὶ ἐνορίας ἀντιζήλους.
Ἦσαν τότε καὶ αἱ δύο ἀσχημοκόριτσα ἰσχνὰ καὶ ἀναιμικά, καὶ δὲν ἠδύνατο κοινὸν βλέμμα νὰ διακρίνῃ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξετρίψῃ ὕστερον τὸ Μαλαμώ, καὶ κατὰ πόσον ἔμελλε νὰ ξασπρίσῃ τὸ Σειραϊνώ.
Ἔκτοτε ἐμεγάλωσαν. Ἐκλείσθησαν. Ἐμανδαλώθησαν, κατὰ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου. Δὲν ἔβγαιναν πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι, εἰμὴ πέντε φορὰς τὸν χρόνον: Τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ἅμα ἐνύχτωνε, διὰ νὰ ἀσπασθῶσι τὸν Ἐπιτάφιον κρυφὰ εἰς τὴν μοναξίαν τοῦ ναοῦ, καὶ εἰς τὸ λυκόφως τῶν κανδηλῶν καὶ κηρίων, ἓν Σάββατον τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τρεῖς καθημερινὰς ἑκάστης τῶν ἄλλων Σαρακοστῶν, διὰ νὰ πάγουν νὰ μεταλάβουν κρυφὰ εἰς ἐξωκκλήσιον.
Καὶ τώρα, διὰ πρώτην φοράν, μετὰ ὀκτὼ χρόνους, τὴν ἔβλεπεν ἀμυδρῶς μὲ τὸ ὀκιάλι τοῦ πατρός της. Καὶ εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ὡραία. Καὶ ᾐσθάνθη ἀκουσίως χαράν.
Εἶτα εὐθύς, τὴν ἔτυψεν ἡ συνείδησις διατί νὰ χαίρῃ, καὶ μέσα της βαθιὰ ἐλυπήθη διὰ τὴν χαρὰν ὁποὺ ᾐσθάνθη. Καὶ πάλιν εὐθύς, μέσα, βαθύτερα εἰς τὴν συνείδησίν της, ἐχάρη διὰ τὴν λύπην ὁποὺ ᾐσθάνετο.
«Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὐτὴ μήτηρ πάντων τῶν ζώντων». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς ζωή.
*
* *
Ἐκράτει ἀκόμη τὸ ὀκιάλι εἰς τὴν χεῖρα τὸ Σειραϊνώ, ὅταν αἴφνης, σιγὰ-σιγὰ πατοῦσα ξυπόλυτη, ἀφήσασα τὰς ἐμβάδας της εἰς τὸ ἔμβα τῆς οἰκίας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν κάμαρα τὴν καλὴ ἡ θεια-Ζήσαινα.
― Πῆγα πλιό, παιδάκι μ᾽… τί κόσμους, τί κουσμάκης, μαθές… Πῆρα δυὸ κόλλυβα… παπα-Νικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε πλιό… Κείνους Δημητρός!… Τί καυγάς, τί πόλεμους, παιδάκι μ᾽! Δὲν ἀφήν᾽νε τοὺν κουσμάκη νὰ πάρ᾽ δυὸ κόλλυβα, παιδάκι μ᾽, πλιό. Τά, τί λογᾶτε*; Νά κὶ τοὐλόου σ᾽ δυό, Σειραϊνάκι μ᾽, πλιό. Τὰ πῆρα γιὰ τ᾽ Γιαννούλα μ᾽, γιὰ νὰ διῇ, πλιό, τοὺ σαστικό* τς στοὺν ὕπνου τς, πότε θὰ ᾽ρθῇ… Παπανικόλας μ᾽ τά ᾽δωσε. Τούνε βλέπ᾽νε στοὺν ὕπνου τς, ἀκοῦς, κὶ τοὺ Γηρακὼ τοὺ Μπαλάκι, κὶ τοὺ Μιλαχρὼ τοὺ Σακαράκι, τοὺν εἶδιαν, ἀκοῦς… οὑλουφάνερα, τ᾽ ἀκοῦς. Ἅις-Θόδωρας κάνει τοὺ θᾶμα… «Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ, κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ…»
Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξακολουθήσῃ οὕτω ἐπ᾽ ἄπειρον ἡ θεια-Ζήσαινα, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ κάθε ἄλλος νὰ τὴν ἐννοήσῃ. Εὐτυχῶς ἡ Σειραϊνὼ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὴν γλῶσσάν της καὶ ἐμάντευσεν ἀμέσως περὶ τίνος ἐπρόκειτο.
Ἦτο Παρασκευὴ τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἡ προτεραία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Τὴν πρωίαν ἐκείνην, εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων, προσεφέρετο ἀφθονία κολλύβων εἰς τοὺς ναούς.
Τὰ προσφερόμενα κόλλυβα ἦσαν ὄχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εἰς μνήμην τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ἑορτάσιμα κόλλυβα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δὲν εἶναι ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ᾽ ὅλα δὲ τὰ Σάββατα ἐν γένει γίνονται μνεῖαι τῶν νεκρῶν μετὰ κολλύβων. Προσέτι, δὲν εἶναι μνήμη «τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», ἀλλὰ μόνον τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ἥτις τελεῖται κατὰ τὴν 17 Φεβρουαρίου, ὅπως ἡ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου τῇ 8 τοῦ αὐτοῦ, ἀλλὰ μόνον «Ἀνάμνησις τοῦ διὰ κολλύβων γενομένου θαύματος παρὰ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος», ὅτε ὁ ἀσεβὴς τύραννος Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἠθέλησε νὰ μολύνῃ τοὺς χριστιανούς, κατὰ τὴν πρώτην ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, διὰ τῶν εἰδωλοθύτων, ἐμφανισθεὶς δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ἐπίσκοπον παρήγγειλε νὰ δώσῃ κόλλυβα εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ φάγουν, ἐξηγήσας ἅμα τί εἶναι τὰ κόλλυβα.
Εἰς τὰς μνήμας ὅλων τῶν Ἁγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, ἑορτάσιμα, ἐξαιρέτως δὲ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Τὰ κόλλυβα δὲ ταῦτα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἶχον καὶ θαυματουργὸν ἰδιότητα διὰ τὰς κόρας τοῦ λαοῦ.
Ἐὰν εἶχε πίστιν εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἅγιον, ἤρκει πᾶσα κόρη νὰ λάβῃ μίαν δράκα ἐξ αὐτῶν τῶν ἁγίων κολλύβων, καὶ τὴν νύκτα τῆς Παρασκευῆς πρὸς τὸ Σάββατον, νὰ τὰ βάλῃ ὑποκάτω εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἴδῃ καθ᾽ ὕπνον ὁλοφάνερα τὸν μέλλοντα εὐτυχῆ σύζυγόν της.
Ἐβασίζετο ἡ δοξασία ἐπὶ τῆς παραδόσεως… Ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ὡς ὁ εὑρετὴς τῶν ἀπολωλότων καὶ ὁ ἀποκαλυπτὴς τῶν κρυφίων. Διηγοῦνται τὰ συναξάρια πῶς εἷς ἄρχων εἶχε χάσει τὸν δοῦλόν του, πῶς προσῆλθεν ἱκετεύων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Μάρτυρος, ὁ δὲ Ἅγιος συνέβη νὰ λείπῃ τὴν νύκτα ἐκείνην, διότι εἶχεν ὑπάγει, μεθ᾽ ὅλων τῶν ταγμάτων τῶν Ἀθλοφόρων, εἰς προϋπάντησιν τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου (οὗτος εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας ἠχοῦντος ἐν τοῖς ναοῖς «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον»), ἐξ εὐγνωμοσύνης, διότι εἶχε τιμήσει δι᾽ ὕμνων καὶ ἐγκωμίων ὅλους τοὺς Μάρτυρας· πῶς τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπέστρεψεν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, καὶ ἀφοῦ ἐξήγησε τὸν λόγον τῆς ἀπουσίας του καὶ τῆς βραδύτητος, ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν αἰτοῦντα ποῦ εὑρίσκετο ὁ ἐξαφανισθεὶς δοῦλος.
*
* *
Ἡ θεια-Ζήσαινα εἶχεν ὑπάγει τὸ πρωὶ ἐκεῖνο, σύνταχα, εἰς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Μετὰ τὸν Ὄρθρον καὶ τὰς Ὥρας, ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν ἐψάλη τὸ τροπάριον καὶ τὸ κοντάκιον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καὶ τὸ «Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε», ὁ δὲ ἱερεὺς ἐλθὼν εἰς τὸ προσκυνητάριον μετὰ θυμιατοῦ ἤρχισε νὰ ἀπαγγέλλῃ τὴν ὡραίαν καὶ μεγαλοπρεπῆ εὐχὴν τῶν ἑορτασίμων κολλύβων·
«Ὁ πάντα τελεσφορήσας τῷ λόγῳ σου, Κύριε, καὶ κελεύσας τῇ γῇ παντοδαποὺς ἐκφύειν καρποὺς εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τροφὴν ἡμετέραν, ὁ τοῖς σπέρμασι τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ Δανιὴλ τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἁβροδιαίτων λαμπροτέρους ἀναδείξας, αὐτός, πανάγαθε Βασιλεῦ, καὶ τὰ σπέρματα ταῦτα σὺν τοῖς διαφόροις καρποῖς εὐλόγησον, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστοὺς δούλους σου ἁγίασον· ὅτι εἰς δόξαν σήν, Κύριε, καὶ εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, ταῦτα προετέθησαν παρὰ τῶν σῶν δούλων, καὶ εἰς μνημόσυνον τῶν ἐν εὐσεβείᾳ καὶ πίστει τελειωθέντων».
Ἀπήγγελλεν ἀκόμη ὁ παπα-Ζαχαρίας τὴν εὐχήν, καὶ δὲν εἶχεν ἀρχίσει ἀκόμη τὸ «Μετὰ πνευμάτων δικαίων», διὰ νὰ διαβασθοῦν καὶ τὰ ἄλλα κόλλυβα, τὰ νεκρώσιμα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὁλόγυρα, ὑπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δεξιά, ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ τέμπλου, καὶ τὰ ξυπόλυτα παιδιὰ τοῦ δρόμου, καὶ τὰ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα φτωχοκόριτσα τῆς ἐνορίας εἶχον συσπειρωθῆ τριγύρω εἰς τὰς βαθμίδας, καὶ ἐθορύβουν, καὶ ᾐσθάνοντο ἀκάθεκτον ὁρμὴν ν᾽ ἁρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν ἀρκετὰ μεγάλην ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ὁ κὺρ Προκόπης, ὁ ἐπίτροπος, καὶ ἄλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ὁ μπαρμπα-Δημητρός, πρώην ἐπίτροπος, νῦν νεωκόρος, ὅστις ἐφώναζε κ᾽ ἐχειρονόμει, προσπαθῶν νὰ κατασιγάσῃ τὸ ἀπειθάρχητον καὶ ἀχαλίνωτον στῖφος τῶν παιδίων.
―Ἥσυχα, βρὲ παιδιά, ἐψιθύριζε μαλακὰ ὁ κὺρ Προκόπης. Ὅλοι θὰ πάρετε.
― Θὰ ἡσυχάσετε, βρὲ σεῖς, κλῆρες*; ἔκραζεν ὁ μπαρμπα-Δημητρός. Θὰ σπάσετε τὰ ξένα πιᾶτα, κακὸ χρονἄχετε! Μὴ χύνετε τὰ κόλλυβα κάτω, φωτιὰ νὰ σᾶς κάψῃ!… Ἥσυχα… σταθῆτε… δὲ θὰ πάρῃ κανένας ἐδῶ… Θὰ κάμετε τὶς πλάκες τῆς ἐκκλησιᾶς σὰν τὰ μοῦτρά σας… βρέ, πανοῦκλες! ὄξου! ὄξου!
―Ὄξου! ἔκραξε κι ὁ κὺρ Προκόπης ὁ ἐπίτροπος· ὄξου θὰ μοιρασθοῦν.
Ὁ μπαρμπα-Δημητρὸς ἔκυπτεν ἐν ἀγωνίᾳ, κ᾽ ἐπάσχιζε ν᾽ ἀδειάσῃ τὰ πιᾶτα δύο-δύο εἰς τὴν ζεμπίλαν, καὶ οἱ πανοῦκλες ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα κι ἅρπαζαν μὲ τὲς φοῦχτές των, κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους τῶν ὑποκαμίσων των, προέχοντας ὡς πανιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνεμος φουσκώνει.
― Κακὸ μπουρίνι αὐτό, μπαρμπα-Δημητρό, εἶπεν ὁ Γιάννης ὁ Ντάτσος, κύψας καὶ αὐτὸς ν᾽ ἁρπάσῃ μίαν φούχταν κόλλυβα ἀπὸ τὴν μεγάλην ζεμπίλαν.
― Μπουρίνι, καλὰ λές, Γιάννη, εἶπεν ὁ γερο-Δημητρός, συλλαβὼν τὴν χεῖρα τοῦ Γιάννη, καὶ πιέζων αὐτὴν σφιχτὰ μέσα εἰς τὴν ζεμπίλαν, διὰ ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κόλλυβα. Καλὰ τὸ παρωμοίασες. Σὰν τὴ βάρκα ποὺ θὰ πέσῃ μέσα ἀέρας δυνατός, καὶ σαστίζει κανείς, τὴ σκότα νὰ μαζέψῃ, τὸ τιμόνι νὰ μαντζαριστῇ* ἢ τὸ κουπὶ νὰ δουλέψῃ.
Κ᾽ ἐνῷ ἠγωνίζετο ν᾽ ἀποκρούσῃ τὴν ἔφοδον τοῦ Γιάννη, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰ παλιόπαιδα καὶ τὰ φτωχοκόριτσα ἅρπαζαν ὁλόκληρα πιᾶτα κ᾽ ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους των ἢ τὰς ποδιάς των.
―Ὄξου! ὄξου! ἐφώναξε πάλιν ὁ κὺρ Προκόπης, συλλαβὼν δύο μάγκας ἀπὸ τὸ αὐτί.
Ὠφεληθεὶς ἀπὸ τὸν ἀντιπερισπασμόν, ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, τοῦ ἥρπασεν ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ δεύτερον ζεμπίλι, τὸ μικρότερον, τάχα διὰ νὰ τὸν ξαλαφρώσῃ.
―Ἐγὼ τὰ μοιράζω, κὺρ Προκόπη, ἔκραξεν, ἐγώ· ἡσύχασε τουλόγου σου.
*
* *
Τριγύρω εἰς τὸ προσκυνητάρι, ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ εὐχὴ τῶν κολλύβων τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, οἱ παπάδες ἔδωκαν ἀπὸ μίαν φούχταν κόλλυβα εἰς πολλὲς ἐνορίτισσες, ὁποὺ ἔκαμναν καρτέρι ἐκεῖ, θέλουσαι νὰ λάβωσι κόλλυβα κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν θυγατέρων των ἢ τῶν νεανίδων ἀδελφῶν των, ὅσαι ἐπεθύμουν νὰ ἴδωσι τὴν μοῖράν των διὰ τῆς θαυματουργοῦ δυνάμεως τῶν κολλύβων. Ἔτρεξαν ἐκεῖ καὶ μάγκες καὶ παλιοκόριτσα, ἀλλ᾽ ὁ παπα-Νικόλας, ἀφοῦ ἔδωκεν ἀνὰ ἓν ἁπλόχερον εἰς ὅσας ἐπρόφθασαν καὶ ἐκενώθη ἡ μία σουπιέρα, ἔλαβε τὴν ἄλλην σουπιέραν καὶ τὴν ἀπεκόμισεν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, μὲ σκοπὸν νὰ στείλῃ κατ᾽ οἴκους καὶ εἰς ἄλλας ἐνορίτιδας.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ τεραστία ζεμπίλα, διὰ χειρῶν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, μετὰ πολλοὺς ὠθισμοὺς καὶ ἑλκυσμούς, ἔφθασεν αἰσίως ἔξω εἰς τὴν ὑψηλὴν πεζούλαν τοῦ νάρθηκος, ὅπου ὁ ὁρμαθὸς τῶν παιδίων ἐκρεμάσθη τριγύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ἐνῷ ἡ ἄλλη, ἡ μικρὴ ζεμπίλα τοῦ Κακόμη, εἶχε ναυαγήσει εἰς τὸν μισὸν δρόμον καὶ διεσπάρησαν τὰ κόλλυβα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰ μάρμαρα καὶ εἰς τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, κ᾽ ἔπεφταν μὲ τὰ μοῦτρα τὰ παιδιά, ἐν ἀλαλαγμῷ καὶ τὰ ἅρπαζαν. Μία πρώιμη κλῶσσα μὲ τὰ πουλάκια της καὶ ἄλλαι παχεῖαι ὄρνιθες, ἡμίσεια δωδεκάς (ὅλαι αἱ ὄρνιθες τῆς γειτονιᾶς ἦσαν παχεῖαι, χάρις εἰς τὰ κόλλυβα), ἔτρεξαν κ᾽ ἔπεσαν εἰς τὰ κόλλυβα, ἔψαχναν, ἔφευγαν, μὲ φόβον καὶ μὲ ἀποκοτιάν, κ᾽ ἐγύριζαν, κ᾽ ἔτρωγαν μὲ κλωγμοὺς καὶ κικκαβισμοὺς δυσπίστους.
Καὶ τὸ σμῆνος τῶν παιδίων γύρω εἰς τὴν βράκαν τοῦ Δημητροῦ ἐβόμβει κ᾽ ἔκαμνε φοβερὸν θόρυβον, καὶ δὲν ἔπαυε ν᾽ ἀκούεται ἡ κραυγή:
― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!
― Κ᾽ ἐμένα μπάρμπα!
― Τώρα πῆρες ἐσύ!
―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!
― Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!
Τὸ παιδίον ἐδείκνυεν ἀφελῶς τὰς χεῖράς του κενάς, πλὴν ὁ κόρφος ἐφούσκωνε· καὶ τὸ ἄλλο παιδίον, μὲ τὸ στόμα πλῆρες, ἔκαμνεν ὅρκον ὅτι δὲν ἐπῆρε.
Πολλοὶ ἄνδρες, ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ μαγαζεῖα, πτωχαὶ γυναῖκες, βαστοῦσαι νήπια εἰς τὰς ὠλένας, ἦλθον, κ᾽ ἔτεινον τὰς χεῖρας διὰ τὰ κόλλυβα.
Κ᾽ ἔλεγον:
― Θεὸς σχωρέσ᾽! Θεὸς σχωρέσῃ!
― Δῶ μ᾽ κ᾽ ἐμένα, μπάρμπα.
―Ἐγὼ δὲν ἐπῆρα!
― Μά τὸ ναὶ καὶ μά τὸ ὄ;
― Μά τὸ ψέμα π᾽ σὲ γελῶ.
Τὸ νέφος τῶν παιδίων ἔβρεμεν ἀκόμη γύρω εἰς τὴν ζεμπίλαν τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, ὅταν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν ναὸν ἡ θεια-Ζήσαινα, διὰ νὰ ζητήσῃ καὶ αὐτὴ ὀλίγα κόλλυβα πεθαμένα, διὰ νὰ σχωρέσῃ. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει, ἀπὸ τὰ κόλλυβα τὰ πανηγυρικά, ὁ παπα-Νικόλας, τὰ εἶχε δέσει καλὰ εἰς τὴν μίαν ἄκρην τῆς μεγάλης μανδήλας της. Εἶτα εἶχεν ὑπάγει πρὸς τὸ μέρος τοῦ τέμπλου, κ᾽ ἐκεῖ εὑρέθη μία φίλη της κρατοῦσα ἓν πιᾶτον μισογεμᾶτον κόλλυβα. Τῆς ἔδωκε κ᾽ ἐκείνη μίαν φούχταν.
Τὰ κόλλυβα ταῦτα ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ ἐξέλαβεν ἐπίσης ὡς ἅγια, ὄχι ὡς νεκρώσιμα, καὶ ἠθέλησε νὰ τὰ δέσῃ εἰς τὴν ἰδίαν ἄκρην τῆς μανδήλας της, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα. Τότε ἡ γυνὴ τῆς λέγει ὅτι ἦσαν πεθαμένα τὰ κόλλυβα αὐτὰ καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ βάλῃ μαζὶ ἅγια καὶ πεθαμένα, διότι τότε ἐκείνη ἡ κόρη, ὁποὺ θὰ τὰ ἔβαλλεν εἰς τὸ προσκέφαλόν της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της, θὰ ἔβλεπεν εἰς τὸ ὄνειρόν της μόνον ἀποθαμένα πρόσωπα, ἀντὶ νὰ ἰδῇ τὸν πολυπόθητον μέλλοντα ἀρραβωνιαστικόν.
Ἡ θεια-Ζήσαινα τὰ εἶχεν ἐκλάβει ὡς ἅγια, διότι ἦσαν μὲ ἀρτυμὴν παρεσκευασμένα, δηλαδὴ μὲ μεῖγμα μέλιτος καὶ σεμιγδάλεως. Διότι μόνον τὰ ἑορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον. Τὰ νεκρώσιμα εἶναι καθαρὸν βρασμένον σιτάρι, στολισμένα μόνον μὲ ὀλίγους σταυροὺς ἀπὸ σταφίδας, μὲ κοφέτα ἢ μὲ λοβιὰ ἀπὸ ρόδι, εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Κάποια ὅμως ξένη, λιμενάρχαινα ἴσως ἢ εἰρηνοδίκαινα, μὴ γνωρίζουσα τὸ γνήσιον ἔθιμον τοῦ τόπου, εἶχε κατασκευάσει μὲ τοιοῦτον ἄρτυμα τὰ νεκρώσιμα κόλλυβα, τὰ ὁποῖα εἶχε στείλει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἐκ τῶν κολλύβων ἐκείνων τῆς ἔδωκεν τῆς θεια-Ζήσαινας ἡ πτωχὴ γυνή, ἥτις εἶχεν ἐπιφορτισθῆ ἀπὸ τὴν ξένην ἀρχόντισσαν τὸ κουβάλημα τῆς προσφορᾶς καὶ τῶν κολλύβων, καὶ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ πιάτου καὶ τοῦ προσοψίου εἰς τὴν οἰκίαν.
*
* *
Λοιπὸν ἡ Ζήσαινα τὰ ἔδεσε χωριστά, τὰ κόλλυβα ταῦτα, εἰς ἄλλην ἄκρην τῆς μανδήλας της, λέγουσα ὅτι θὰ ἐφίλευε τὰ πτωχὰ ἐγγονάκια της, καὶ αὐτὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸν πρόναον διὰ νὰ λάβῃ καὶ ὀλίγα ἄλλα ἁπλᾶ νεκρώσιμα κόλλυβα, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ εἴπῃ Θὲ-σχωρὲς καὶ αὐτή. Ὅταν ὅμως ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της, καὶ ἠθέλησε νὰ δώσῃ τὰ ἅγια κόλλυβα εἰς τὴν ἀνύπανδρον κόρην της, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν μοῖράν της αὕτη, εἶχε συγχύσει τοὺς δύο κόμβους, καὶ δὲν ἐγνώριζε πλέον ποῖον κομπόδεμα περιεῖχε τὰ ἅγια καὶ χαρμόσυνα κόλλυβα καὶ ποῖον τὰ πένθιμα καὶ πεθαμένα. Διότι καὶ τὰ δύο ἦσαν παρεσκευασμένα μὲ ἀρτυμήν.
Καὶ μισὴν ὥραν ὕστερον, ὅταν ἦλθε πρὸς τὴν Σειραϊνὼ (ἥτις ἦτο ὄχι ἁπλῶς γειτονοπούλα ἀλλ᾽ ἀρχοντοπούλα καὶ προστάτις δι᾽ αὐτήν), φέρουσα καὶ δι᾽ αὐτὴν ὀλίγους κόκκους, αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ παρακληθῇ πρὸς τοῦτο, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ νὰ φανῇ ὑποχρεωτική, δὲν ἦτο πλέον βεβαία ἂν τὰ κόλλυβα τὰ ὁποῖα ἔδιδεν ἦσαν πράγματι ἅγια ἢ ἦσαν πεθαμένα.
Τὸ Σειραϊνὼ δὲν εἶχε φροντίσει διὰ κόλλυβα. Δὲν εἶχε τὴν τόλμην τῶν πολλῶν κορασίδων, διὰ νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ πολυπραγμονῇ εἰς τὰ τοιαῦτα, πλήν, ἀφοῦ αὐθορμήτως τῆς ἔφεραν κόλλυβα, τὰ ἐδέχθη καὶ αὐτή.
Δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤκουεν ὅτι ἔκαμναν ἄλλαι ὁμήλικές της, καὶ τὸ ὁποῖον πολὺ ὡμοίαζε μὲ μάγια, ἂς εἶχε καὶ εὐλαβείας ἐπίχρισμα. Νὰ ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν᾽ αὐλακώσῃ δι᾽ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα:
Ἅι μ᾽ Θόδωρε καλέ,
κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ,
ἀπ᾽ τὴν ἔρημο περνᾷς,
κὶ τὶς μοῖρες χαιρετᾷς.
Ἂν βρῇς κ᾽ ἐμὲ τὴ μοῖρά μου, νὰ μοῦ τὴν χαιρετίσῃς.
Ἀλλὰ θὰ ἐφήρμοζε τὴν ἁπλουστέραν μέθοδον. Θὰ ἔβαλλε τὰ κόλλυβα ὑποκάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλόν της, καὶ ἴσως ἔβλεπε κανὲν ὄνειρον.
Εἶδεν ὄνειρα.
*
* *
Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, μὲ σφαλιστὰ μάτια. Εἶδε κοράσια μικρά, ἀδελφάς της, ἐξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσῶν, ὅλας ἀποθαμένας. Εἶδε στεφάνους ἀπὸ νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, μὲ θυμιάματα καὶ μὲ ἀκτῖνας. Καὶ ἕνα στεφάνι, τὸ στεφάνι τὸ ἰδικόν της, τῆς ἔφευγεν ἀπὸ τὴν κόμην τὴν καστανήν, καὶ ἀνέβαινε πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν μέσῳ αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς καὶ δόξης ἀφάτου.
Τὰ κόλλυβα, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε δώσει ἡ Ζήσαινα, μὴ ἦσαν πεθαμένα;
Τέλος, εἶδε καὶ ἓν πρόσωπον ζωντανόν· ἕνα νέον, περὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν ἐκφρασθῆ ἄλλοτε ὅτι θὰ τὸν ἐπροτίμα ὡς γαμβρὸν ὁ πατήρ της.
Εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦτο, ἀλλ᾽ ὡσὰν εἰς ταξίδι, καὶ ὡς νὰ ἦσαν ἕτοιμοι πρὸς χωρισμόν. Αὐτὴ τάχα ἦτον ἕτοιμη νὰ φύγῃ, κ᾽ ἐκεῖνος ἔμενεν· ἔλεγεν ὅτι ἤθελε μείνει δι᾽ ὀλίγον καιρόν. Καὶ τῆς ἔδιδε μαζί της ὡς ἐφόδιον ἓν μαραμμένον καὶ φυλλορροοῦν γαρόφαλον ἀπὸ τὴν ἰδίαν γάστραν της. Καὶ αὐτὴ ἔγινε περίεργη νὰ μετρήσῃ τὰ μαραμμένα φύλλα του, καὶ τὰ εὗρε σαράντα.
*
* *
Τὸν Ἰούνιον τοῦ ἐπιόντος ἔτους, ἐτελεῖτο ὁ γάμος τῆς Σειραϊνῶς μετὰ τοῦ νέου, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ εἰς τὸν ὕπνον της.
Τὸν ἑπόμενον Ἰούλιον, μετὰ σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρας, ἡ Σειραϊνώ, ἡ λευκὴ καὶ ἄχολος περιστερά, ἔφευγεν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον, φθισικὴ καὶ μαραμμένη.
Τὰ κόλλυβα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς εἶχαν ἀποκαλύψει διπλῆν τὴν μοῖράν της. Εἴθε ὁ νυμφικὸς στέφανος, τὸν ὁποῖον δὲν ἐπρόφθασε νὰ χαρῇ, εἴθε ὁ στέφανος ὁ παρθενικός, τὸν ὁποῖον τῆς ἠρνήθησαν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὴν στέφῃ διπλοῦς καὶ ἀμάραντος εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
(1896)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 117-129