Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία...
ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΒΔΟΜΟΝ παράγραφος 9
Λοιπὴ δ' ἐστὶ τῆς Εὐρώπης ἥ τε Μακεδονία καὶ τῆς Θρᾴκης τὰ συνεχῆ [ τα]ύτῃ μέχρι Βυζαντίου καὶ ἡ Ἑλλὰς καὶ αἱ προσεχεῖς νῆσοι. Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία· νυνὶ μέντοι τῇ φύσει τῶν τόπων ἀκολουθοῦντες καὶ τῷ σχήματι χωρὶς ἔγνωμεν αὐτὴν ἀπὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος τάξαι καὶ συνάψαι πρὸς τὴν ὅμορον αὐτῇ Θρᾴκην μέχρι τοῦ στόματος τοῦ Εὐξείνου καὶ τῆς Προποντίδος. Εἶτα μετ' ὀλίγα μέμνηται Κυψέλων καὶ τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ. Καταγράφει δὲ καί τι σχῆμα παραλληλόγραμμον, ἐν ᾧ ἡ σύμπασα Μακεδονία ἐστίν.
Ηρόδοτος Ιστορίαι, Βιβλιο Ι (Καλλιόπη)
τηνικαῦτα προσελάσας ἵππῳ πρὸς τὰς φυλακὰς τὰς Ἀθηναίων Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω, στρατηγός τε ἐὼν καὶ βασιλεὺς Μακεδόνων, ἐδίζητο τοῖσι στρατηγοῖσι ἐς λόγους ἐλθεῖν. (9.44.2) τῶν δὲ φυλάκων οἱ μὲν πλεῦνες παρέμενον, οἱ δ᾽ ἔθεον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς, ἐλθόντες δὲ ἔλεγον ὡς ἄνθρωπος ἥκοι ἐπ᾽ ἵππου ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Μήδων, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν παραγυμνοῖ ἔπος, στρατηγοὺς δὲ ὀνομάζων ἐθέλειν φησὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν.
(9.45.1) οἱ δὲ ἐπεὶ ταῦτα ἤκουσαν, αὐτίκα εἵποντο ἐς τὰς φυλακάς. ἀπικομένοισι δὲ ἔλεγε Ἀλέξανδρος τάδε· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι, ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας ἄλλον ἢ Παυσανίην, μή με καὶ διαφθείρητε· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσης τῆς Ἑλλάδος.
(9.45.2) αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον, καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα.
Απόδοση
....εκείνη την ώρα ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στρατηγός και βασιλιάς των Μακεδόνων, πλησίασε με τ᾽ άλογό του τις προφυλακές των Αθηναίων και ζητούσε και καλά να συναντήσει τους στρατηγούς τους. (9.44.2)Λοιπόν, οι περισσότεροι απ᾽ τους σκοπούς έμεναν στη θέση τους, ενώ άλλοι πήγαν τρεχάτοι στους στρατηγούς· κι όταν έφτασαν, τους έλεγαν πως ήρθε ένας καβαλάρης απ᾽ το στρατόπεδο των Μήδων, που δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτ᾽ άλλο, παρά μόνο πως θέλει να συναντήσει τους στρατηγούς, αναφέροντάς τους ονομαστικά.
(9.45.1) Κι εκείνοι, όταν άκουσαν αυτά, αμέσως τους ακολούθησαν στις προφυλακές. Κι όταν έφτασαν, τους έλεγε ο Αλέξανδρος τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, καταθέτω εμπιστευτικά στη φύλαξή σας αυτά τα λόγια, με την παράκληση να μείνουν απόρρητα, μονάχα στον Παυσανία να τα πείτε και σε κανέναν άλλο, για να μη με πάρετε στο λαιμό σας· γιατί δε θα μιλούσα, αν η έγνοια μου για ολόκληρη την Ελλάδα δεν ήταν μεγάλη. (9.45.2) Γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι Έλληνας και δε θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει τη λευτεριά της και να γίνει σκλάβα.