Ἄδικος ὁ θάνατος, δίκαια ἡ Ἀνάσταση
Βασίλης Ξυδιάς
Ἀφιερωμένο στὸν Ζαχαρία Κωστόπουλο, τὸν Κωνσταντίνο Κατσίφα καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς σκότωσαν
Κάθε θάνατος εἶναι ἄδικος. Καὶ ὁ Θεὸς ἀποδίδει δικαιοσύνη μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ.
Ἡ θεία αὐτὴ δικαιοσύνη, ἡ δικαιοσύνη τῆς ἀνάστασης, δὲν ἔχει νὰ κάνει οὔτε μὲ τιμωρία οὔτε μὲ ἀνταμοιβὴ γιὰ ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἔπραξε ἢ δὲν ἔπραξε στὴ ζωή του. Εἶναι ἡ ἀπόδοση στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μιᾶς δεύτερης ὀντολογικῆς δυνατότητας, νὰ κατορθώσει σὲ ἕναν ἄλλο, ἀνακαινισμένο χῶρο καὶ χρόνο, στὸν «μέλλοντα αἰώνα», ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ πραγματώσει στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὴν πρώτη του ζωή.
Νὰ κατορθώσει τι; Νὰ πραγματώσει τὸν ὀντολογικό του προορισμό. Διότι κάθε ἄνθρωπος εἶναι φορέας μιᾶς ἰδιαίτερης συμπαντικῆς ἐλπίδας, μιᾶς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης εὐκαιρίας: ἐλπίδας γιὰ ἀναδημιουργία· γιὰ ἀνασύσταση τοῦ παντὸς μὲ ἕναν ἰδιαίτερο, ξεχωριστὸ γιὰ τὸν καθένα τρόπο.
Εἶναι ἕνα παιχνίδι (ὅ,τι δηλαδὴ πιὸ σοβαρὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει). Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ρίχνεται στὴν ὕπαρξη σὰν τὸ βότσαλο ποὺ πετοῦν τὰ παιδιὰ στὴν ἀκρογιαλιά. Καὶ στὴν ἐπαφή τοῦ Ἐγὼ μὲ τὸ φυσικὸ σύμπαν ἕνα ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα σχηματίζεται: ἡ πυκνὴ ἐστία μιᾶς ἐνεργειακῆς ἀκολουθίας ποὺ ἁπλώνεται σὰν κύμα γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει ὅλο τὸν ὑπαρκτικὸ χῶρο (ὀργανικὸ καὶ ἀνόργανο, ὑλικὸ καὶ πνευματικό). Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνταπόκριση ποὺ βρίσκει, φτιάχνει ἐπάλληλα τοπία οἰκειότητας, ὅπως τὸ βότσαλο, ποὺ ὁρίζει τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ μὲ τὰ κύματά του.
Ζωντανὸ σῶμα, ἢ σῶμα καὶ ψυχή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀδρανὲς βότσαλο. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ ποὺ φέρνει στὸν χῶρο δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κύμα σέ μιὰ ἐπιφάνεια. Ἡ ἐνέργειά του, φυσικὴ καὶ πνευματικὴ μαζὶ (δύναμη λογική, ἐπιθυμητική, βουλητική), ἀνακαινίζει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ἀφήνοντας όχι ἁπλῶς τὸ στατικὸ ἀποτύπωμα τοῦ φυσικοῦ του DNA, ἀλλὰ τὸ ζωντανὸ δυναμικὸ μοτίβο ἑνὸς διαρκοῦς συμπαντικοῦ μετασχηματισμοῦ: ἕναν προσωπικὸ τρόπο γιὰ να ἀλλάζουν τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ ξένα καὶ ἄσχετα νὰ γίνονται οἰκεία καὶ νὰ σχετίζονται.
Εἶπα πιὸ πρὶν «ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνταπόκριση ποὺ βρίσκει». Αὐτὸ ποὺ οἱ πολλοὶ δὲν ἀναγνωρίζουμε εἶναι πὼς τὸ παιχνίδι τῆς οἰκείωσης εἶναι παιχνίδι ἐρωτικό. Δὲν τὸ κερδίζει ὁ ἰσχυρός, ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ὕπαρξή του. Ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προσφέρεται καὶ γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες ὑπάρξεις σὰν δῶρο. Σὰν δῶρο ποὺ πλουτίζει τὴ ζωὴ καὶ τῆς δίνει νόημα. Καὶ ποὺ μόλις κανεὶς τὸ νιώσει, μόλις τὸ οἰκειωθεῖ, μόλις τὸ γνωρίσει, τότε ἀντιλαμβάνεται –ἐντελῶς ἀνεξήγητα– πὼς τίποτα πλέον δὲν θὰ εἶναι ἴδιο, καὶ δὲν θὰ ἔχει ἀξία, χωρὶς αὐτό.
Ἔτσι ἡ προσωπικὴ ἐνέργεια πολλαπλασιάζεται. Ὑπερβαίνει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς (τῆς ἔκτασης, τῆς ἔντασης καὶ τῆς διάρκειας), τοὺς περιορισμοὺς τῆς φυσικῆς ψυχῆς καὶ τοῦ φυσικοῦ σώματος. Καὶ γίνεται κοινὴ ἐνέργεια. Καὶ ἡ μεμονωμένη ὕπαρξη μετέχει τῆς κοινῆς ὑπάρξεως· γίνεται ὕπαρξη κοινή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται συμπαίκτης τοῦ Θεοῦ στὸ μεγάλο παιχνίδι τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς δημιουργίας.
Ὅμως οἱ περισσότεροι, ἂν ὄχι ὅλοι, παίζουμε τὸ παιχνίδι αὐτὸ μὲ τοὺς ὅρους τῆς φυσικῆς καὶ μόνο τάξεως, μὲ ὅρους ἰσχύος. Σὰν νὰ ὑπῆρχε δύναμη ποὺ νὰ μποροῦσε νὰ ἐπεκτείνει τὸν κυματισμὸ ἐπ’ ἄπειρον, χωρὶς σταματημό. Σὰν νὰ μποροῦσε ὅλος ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος νὰ περιληφθεῖ στὰ ὅρια τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας τοῦ ἀτομικοῦ ἀνθρώπου. Δὲν λειτουργοῦμε τὴ φύση πνευματικά, ἀλλὰ ὑποτάσσουμε τὸ πνεῦμα στὴ φύση.
Μάταια! Κάποτε ἡ φυσικὴ ἐνέργεια φθίνει. Καὶ τὰ κύματα σβήνουν. Καὶ αὐτὸ ποὺ ξεκινᾶ σὰν ἐρωτικὸ παιχνίδι ἐκτυλίσσεται σὲ δράμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ μέγιστη ἀδικία· ἡ ἀδικία τοῦ θανάτου.
Ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ θανάτου, τὴν ὥρα τῆς ἀπόλυτης ἀδυναμίας, τῆς ἀπώλειας κάθε φυσικῆς ἰσχύος, δὲν ἀπελπιζόμαστε «καθὼς οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Παῦλος, Α Θεσ 4,13). Ἐλπίζοντας στὴ θεία δικαιοσύνη προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Προσδοκοῦμε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἁπλωθεῖ καὶ θὰ οἰκειωθεῖ τὴν ὕπαρξή μας –τὸν δικό μας, ἰδιαίτερο, προσωπικὸ τρόπο νὰ ὑπάρχουμε– καὶ θὰ τὴν καταστήσει, ἐπιτέλους, τρόπο συμπαντικό.
Ἀρχικὴ ἐντυπη δημοσίευση: «TΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν ὡραίων τεχνῶν», τεῦχος 4, Νοέμβριος 2018, σελ. 15.
Πηγή: Aντίφωνο