Σὲ κοιτοῦν
Σταυρούλα Τσούπρου
ΑΥΡΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, κατάμαυρα, ὅπως ἕνα ἄδειο σκοτεινὸ δωμάτιο. Λευκὸς σκληρὸς χιτώνας γύρω γύρω, ὄχι πάντα γυαλιστερὸς οὔτε συμμετρικός. Καὶ στὴ μέση μιὰ ποικιλία χρωμάτων, περιορισμένη, βέβαια, ἀλλὰ ὄχι καὶ εὐπροσδιόριστη. Σὲ κοιτοῦν. Σὲ ψάχνουν ἢ σὲ προσπερνοῦν. Θέλουν νὰ σοῦ ἐπιβληθοῦν ἢ σὲ περιπαίζουν. Σὲ φοβερίζουν ἢ προσπαθοῦν νὰ σὲ ἐξευμενίσουν. Σὲ κοιτοῦν.
Χάος ἀνάμεσά σας. Τὰ κοιτᾶς κι ἐσύ. Σταματᾶς τὸ βλέμμα στὸ κέντρο τους. Τί εἶναι ἐκεῖ; Προχωρᾶς λίγο. Ποῦ πᾶς; Ἔχει δίοδο; Φαινόταν ἀδιέξοδο πρίν. Ὄχι, περνάει. Διστακτικὰ στὴν ἀρχή, ψαχουλεύεις γιὰ στηρίγματα. Τὸ περιβάλλον γνωστό, πρὸς τὸ παρόν. Ἔγνοιες. Προσποιήσεις. Φόβος. Ἐδῶ σταματᾶς. Συναντᾶς τὸν ἑαυτό σου· φόβος. Καλύτερα νὰ γυρίσεις πίσω. Λίγο ἀκόμη ἂν προχωρήσεις, θὰ παγιδευτεῖς. Συναντᾶς τὸν ἑαυτό σου: τώρα εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα σου ἐκεῖ. Αὐτὸ σὲ ἐνδιαφέρει. Ἀπὸ δειλία πρόβαλες αὐτὴν μπροστά σου, κάτι γνώριμο, γιὰ νὰ κερδίσεις χρόνο. Τελικά; Πῶς σὲ βλέπουν; Ὅπως εἶσαι; (Πῶς εἶσαι;) Δὲν καταλαβαίνεις. Μόνον ἀπ’ ἔξω εἶσαι ἐσύ: ἡ ὄψη σου ὅπως εἶναι στὸν καθρέφτη. Ἀπὸ μέσα;
Στὸ ’πα, νὰ φύγεις. Τώρα εἶναι ἀργά. Βλέπε, λοιπόν. Ἀπόλαυσέ το.
Μιὰ μάζα ἀπὸ ἀντιδράσεις ἀνάκατες, ἀπὸ συμπεριφορὲς τρυφερὲς καὶ σκληρές, ἀπὸ ἡλικίες μηδενικὲς ἕως ὥριμες, ἀπὸ πράξεις ἀνούσιες ἕως ἐπικίνδυνες. Ἀλλὰ ὅλα αὐτά, πολλὰ ποὺ εἶχες ξεχάσει καὶ ἄλλα ποὺ θυμόσουν χαρακτηριστικά, σὰν νὰ ’ναι φωτισμένα ἀπὸ τὸ χρῶμα τους τὸ διαφορετικό, ἀπὸ τὴν ἴριδα τὴν καστανή, παρουσία σταθερή, αἰγίδα συνήθως καὶ σπάνια τιμωρός. Διαφορετικὰ σὲ βλέπεις, λοιπόν. Μέσα ἀπὸ τὸ καστανὸ φίλτρο, φίλτρο στοργῆς καὶ περηφάνιας, φίλτρο θυσίας, φίλτρο ἀξιοπρέπειας, δὲν εἶσαι ὁ γνώριμος ἑαυτός σου. Ξένος, παράξενος, κάποιου ἄλλου δημιούργημα, κάποιου ἄλλου ἀποκούμπι. Φυλακισμένος ἐκεῖ, μὲ ὑποχρεώσεις ποὺ πρέπει νὰ ἐκπληρώσεις, μὲ τιμήματα πού, ἀνεπίγνωστα καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές, ἔχεις χρεωθεῖ.
Φύγε, φύγε. Θὰ δεῖς τὸ μέλλον καὶ θὰ φρίξεις. Καλύτερα νὰ μὴν ξέρεις. Γύρνα πίσω. Κολύμπα μὲ ἁπλωτὲς στὸ καστανὸ χρῶμα καὶ βγές. Πρόσεξε μὴν πέσεις στὴν ὀπή, στὸ ἀδειανὸ δωμάτιο. Δὲν εἶναι γιὰ τώρα.
Στηρίξου στὸν λευκὸ σκληρὸ χιτώνα καὶ πήδα ἔξω. Ἔτσι. Ἐδῶ εἴμαστε. Σὲ κοιτοῦν ἀκόμα.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων «Σὲ κοιτοῦν» (ἐκδ. Γρηγόρη, 2013)Σταυρούλα Τσούπρου (Ἀθήνα) Εἶναι δρ. Ἑλληνικῆς Φιλολογίας ΕΚΠΑ, ἔχει διπλώματα στὰ ἀγγλικά, γαλλικά, ἰταλικά, γερμανικά καὶ ἰσπανικά. Ἔχει ἀσχοληθεῖ συστηματικά μὲ τὴν Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας καὶ ἔχει δημοσιεύσει μελέτες γιὰ παλαιότερους καὶ σύγχρονους πεζογράφους καὶ ποιητές. Συνεργάζεται τακτικὰ μὲ τὸν ἡμερήσιο καὶ περιοδικό τύπο. Ἔχουν ἐκδοθεῖ τρεῖς συλλογές δοκιμίων της: Τάσος Αθανασιάδης: «Μὲ τὰ μάτια τῆς γενιᾶς μας», Οἱ «παιδιάστικες» ἱστορίες τοῦ Κοσμᾶ Πολίτη καὶ Δοκιμές ἀνάγνωσης. Πρῶτο βιβλίο της: Σὲ κοιτοῦν (ἐκδ. Γρηγόρη 2013, διηγήματα).