Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ
Ἀπρίλης 1941
Ἕνα πουλὶ ποὺ ξέφυγεν ἀπὸ τὸ Νευροκόπι
στὴ Δράμα πῆγε κούρνιασε, στὴν ἄκρη στὸ ποτάμι.
Δὲν τραγουδεῖ δὲν κελαηδεῖ, κι εἶν' ἄνοιξη τριγύρα,
μόν' πίνει κρούσταλλο νερό, νὰ φύγ' ἡ φαρμακάδα
μ' ἀπ' τὴν πολλὴ τὴν πίκρα του, πίκρανε τὸ ποτάμι.
Κι ἕν' ἀηδονάκι ποὔπαιζε, στὴ φυλλωσιὰ μιᾶς λεύκας
κοντά του πῆγε στάθηκε καὶ τέτοια λόγια τοὖπε·
― Πουλί μου, ξενοπούλι μου, τί 'σαι βαριεστημένο
τί συλλογιέσαι τ' ἄμοιρο, τί καίει τὰ σωθικά σου
καὶ δὲ λαλεῖς, δὲν κελαηδεῖς μόνο βαριανασαίνεις;
ἔλα κοντά μας, σίμωσε, τί ἀδέλφι μας λογιέσαι,
τὸ πόνο σου μολόγα μας καὶ νὰ τὸν μοιραστοῦμε.
― Ἀηδόνι μου γλυκόλαλο, καλόκαρδό μου ἀηδόνι,
μιᾶς καὶ μοῦ καλομίλησες, θὰ σοῦ καλοξηγήσω
γιὰ δὲ λαλῶ, δὲν τραγουδῶ τί 'μαι βαριεστημένο.
Ἕνα τ' Ἀπρίλη αὐγινό, τ' ὁλόχαρου τ' Ἀπρίλη,
ἤρθανε ξένοι, Γερμανοί, τὸν τόπο μας νὰ πάρουν.
Κι οἱ Ἕλληνες τοὺς εἴπανε, κι οἱ Ἕλληνες τοὺς λένε·
― Σὰ θέλετε τὸν τόπο μας, τὴ γῆ μας ἐδική σας,
ἐμεῖς δὲ σᾶς τὴ δίνουμε, κι ἐλάτε πάρετέ την.
Κι ὁ πόλεμος ἀρχίνησε, βροντᾶνε τὰ κανόνια
μουγκρίζουνε τὰ Ὀχυρά, πέφτουν ἀστροπελέκια
ἀχολογᾶνε τὰ βουνά, βογγᾶνε τὰ λαγκάδια
πῆραν φωτιὰ οἱ ρεματιές, ὁ κάμπος, τὰ ρουμάνια.
Σὰν τὄμαθεν ὁ Χάροντας πολὺ τοῦ καλοφάνη·
Ἁρπάζει τὸ δρεπάνι του, τὸ Μαῦρο καβαλάει
κι ἀνάμεσό τους ρίχνεται σὰ λιμασμένος λύκος
και θημωνιάζει ἀλύπητα κορμιὰ ἀντριωμένα,
ὡς θημονιάζει ὁ θεριστὴς τὰ γινωμένα στάχια.
Τρία μερόνυχτα βαστοῦν, τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες·
σίδερο κάναν τὴν καρδιὰ καὶ τὸν ὀχτρό κρατοῦσαν
καὶ τὴν αὐγὴ τὴν τέταρτη κι ὥσπου νἀρθεῖ τὸ δείλι,
χτυπήσαν στὰ πλευρὰ οἱ ὀχτροί, μπῆκαν ἀπ' τὴ Σερβία
καὶ ἦρθε διάτα στὰ Ὀχυρά, καταραμένη διάτα,
νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο, νὰ πάψουν τὸ ντουφέκι,
τί μπήκανε οἱ Γερμανοὶ μέσα στὴ Σαλονίκη.
Ἐμαύρισεν ὁ οὐρανός, ἐχάθηκεν ὁ ἥλιος
τρέμουν καὶ σεῖουνται τὰ βουνά, σταθῆκαν τὰ ποτάμια
ἐβουβαθῆκαν τὰ πουλιά, ἐχάσαν τὴ λαλιά τους,
τὰ λούλουδα μαράθηκαν, χάσαν τὴ μυρουδιά τους·
μονάχα δάφνες μείνανε, μυρτιὲς καὶ ἀσφοδίλια
ποὺ μέστωσαν καὶ θέριεψαν ἀπὸ τ' ἀντρίκιο γαῖμα.
Κι ἕνα πουλί, μαῦρο πουλί, ἕνα πετροκοτσύφι,
φτερούγισε καὶ πέταξε στοῦ Λίσσε* μιὰ κορφούλα.
Τηράει ἕνα ὁλόγυρα, πικρολαλεῖ καὶ λέει·
― Κρίμα στὴν κοσμοχαλασιά, στὰ τόσα παλικάρια
ποὺ πέσανε ἀνίκητα, ἀντρίκια πολεμώντας·
τί πήρανε τὰ μέρη μας ὀχτροὶ ἀφορισμένοι.
― Αὐτὰ εἶδαν τὰ ματάκια μου κι ἀκούσανε τ' αὐτιά μου
γι' αὐτό, πονῶ καὶ δέρνομαι καὶ πικροτυραγνίεμαι,
εἶπε καὶ ἀναστέναξε τ' ἄμοιρο ξενοπούλι.
Τ' ἄκουσεν ὅλα σταυραϊτός, ποὺ συγνεφοπετοῦσε
κι ἔβγαλε δυνατὴ φωνὴ ν' ἀκούσ' ὁ κόσμος ὅλος.
― Πάψτε, ὀρέ, τὰ κλάματα, πάψτε τὰ μοιρολόγια·
τῆς λεβεντιᾶς τῆς πρέπουνε τραγούδια καὶ κλαρίνα.
Κι ἕνα μονάχα θὰ σᾶς πῶ, βάλτε το στὴν καρδιά σας:
Σὲ μερικὰ χινόπωρα δικά μας πάλι θἆναι.
ΔΙΟΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
* Λίσσε = τὸ σπουδαιότερο ὀχυρὸ τῆς περιοχῆς Νευροκοπίου, κοντὰ στὸ χωριὸ Ὀχυρό (Λίσσε).
Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 1486, 1989
Ἑλληνων Φῶς