Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΗΤΕΡΑ

Μάννα μὲ παιδί - Νικόλαος Γύζης

Κρέμεται κοντὰ στὴν κούνια τὸ σπαθί, μωρό μου ποὺ κοιμᾶσαι, ὅμως τὸ χέρι ποὺ τὸ ἔσφιξε γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι πιὰ μαζί μας. Μακρὺς εἶναι ὁ λάκκος ποὺ σκεπάζει τὸν ἀγαπημένο μου γίγαντα. Δίχως αὐτόν, σὲ λαγκάδια καὶ βουνά, ἀρμενίζουνε οἱ καπνοὶ τῶν ἀκατάπαυστων μαχῶν. Μὰ ἡ ξενοιασιὰ τοῦ μικροῦ κορμιοῦ, ποὺ τὸ κουνιαρίζει τὸ χέρι μου, θὰ γίνη αὔριο δύναμη κυβερνημένη ἀπὸ τὸ νοῦ, κι' ἔτσι θὰ εἶναι στὸ στῆθος πλέρια σκληραγωγημένο γιὰ νὰ δεχτῆ τὶς σαϊτιὲς τῆς μοίρας. Ἀστέρευτη εἶναι ἡ φαρέτρα της, δὲν τὴν ἀδειάζει ὅμως ἀπάνω σὲ ὅλους. Τὰ χτυπήματά της πέφτουνε βροχὴ ἀπάνω στὶς κορφὲς τῶν ἀντρειωμένων κι' αὐτοί, ἀτράνταχτοι ἐκεῖ, δείχνουνε μὲς στὴ μάχη πὼς βαστοῦνε ἀπὸ θεϊκὴ γενιά. Τὸ καθετὶ νὰ χάσης, τὴ χαρά, τὰ πλούτη, τὰ βασίλεια· ὅλα νὰ τὰ χάσης, τίποτε δὲν εἶναι, ἂν ἡ ψυχὴ μένη στητὴ καὶ ὁλόρθη. Θωρεῖ αὐτὴ γύρω της ὅλα τὰ χαλάσματα τῆς γῆς καὶ χαμογελᾶ, καὶ τὰ χαλάσματα ἀνθίζουνε ἀγάλια ἀγάλια, ἀνθίζουνε παντοῦ, ὡς καὶ στὸν τάφο. Μὰ κι' ἐκεῖ ἀκόμα, μέσα στὴ σκοτεινὴ στάχτη, θρασομανᾶ τὸ λουλουδάκι τῶν Ἠλυσίων. Βιάσου, ἀγαπημένο βάρος τοῦ κόρφου καὶ τῆς ἀγκαλιᾶς μου, νὰ γίνης βάρος τρομερὸ ἐκεῖ ὅπου βρουχίζουνε οἱ χείμαρροι τοῦ ὀχτροῦ. Μὰ δὲ θὰ σφίγγεται πιὰ γύρω στὸ λαιμό μου τὸ χέρι σου, παρὰ ἡ σπάθα τοῦ ξολοθρεμοῦ. Ἔτσι, οἱ δυνάμεις τῆς μοίρας, ἂς εἶναι καὶ μεγάλες, κι' ἂν σκοτωθῆς, θὰ σταματήσουν, ὅπως τὰ κουνήματα τῆς κούνιας ποὺ τώρα σὲ ἀποκοιμίζουν. Βιάσου νὰ μεγαλώσης, ἀλλιῶς θὰ μείνης δίχως μάνα. Θὰ ζώσει ἐκείνη τὸ σπαθί στὸ βυζὶ ἀποκάτω. Φλάμπουρο καὶ σπαθί, ψυχὴ καὶ νίκη. Γρικῶ μέσα μου τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα σου. Βλέπω νὰ μὲ ζώνουν χίλιες Ἀμαζόνες. Ἄντρες ἢ γυναίκες, κανεῖς δὲ θὰ ρωτᾶ πάνω στὴ μάχη. Κοίτα τοὺς λάκκους — μὰ καὶ τί μπορεῖς ἐσὺ νὰ δῆς! Ἀμέτρητοι λάκκοι γέμισαν ἀπὸ τοὺς νεκρούς μας· πέφτουνε τὰ κορμιά, μένει ὅμως τὸ ἔργο γιὰ τὴν πατρίδα. Ὅλα τὰ στήθια ἔχουνε μιὰ μόνο πνοή, κι' αὐτὴ ξεσπᾶ σὲ καθολικὴ φλόγα πολέμου, ποὺ ἀγκαλιάζει τὶς στεριὲς καὶ τὶς θάλασσες, ποὺ τυλίγει καὶ σένα καὶ κάνει νὰ χοροπηδᾶ ἡ κούνια σου. Ὤ, χοροπήδα, κούνια ἐσύ, καλορίζικο προμάντεμα γιὰ τὰ μελλούμενα. Καλόγνωμη ἡ τύχη μοῦ χαμογελᾶ· γιατὶ τώρα δὰ ἀμασηκώνονται οἱ σκέπες τῶν ἀκριβῶν ματόφυλλων κι' ἀφήνουν νὰ φανῆ τὸ χαμόγελο τῆς ματιᾶς, δειλῆς καὶ τρομαγμένης μπροστὰ σὲ ὅλα, ἐξὸν σὲ μένα. Ἔλα, ἀκριβὸ βλαστάρι τῶν σπλάχνων μου· θέλω νὰ ξεμακρύνω μὲ μεγάλα βήματα ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦτο μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ σοῦ γγίξη τὸ μέτωπο ὁ καπνὸς τῆς μάχης καὶ ν' ἀνασάνης πλατιά, βαθιά, τὴ μυρωδιὰ τῆς μπαρούτης τοῦ ξολοθρεμοῦ.



Πηγή: Σολωμοῦ, Ἰταλικὰ ποιήματα (Μτφ. Γιώργου καὶ Λίνου Πολίτη), «Νέα Εστία» τχ. 731, 1957

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *