ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΟΥ ΑΙΝΙΑΝΑ
Δέχεται κι' ἡ Ἱστορία τὰ παράξενα παιχνίδια ποὺ κλώθει κάποτε-κάποτε ἡ Μοίρα. Ἕνα τέτοιο διπλὸ παιχνίδι, φύλαξε καὶ γιὰ τὸ Μεσολόγγι. Εἶναι τὸ ποίημα τοῦ Δημητρ. Αἰνιάνα, «Ὠδὴ εἰς τὸ Μεσολόγγι». Δημοσιεύτηκε τὴν ἴδια μέρα ποὺ οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι γράφανε στὴν παγκόσμια ἱστορία μιὰ ἀπ' τὶς πιὸ διαλεχτές της σελίδες δόξας.
Ὁ Αἰνιάνας ὁ πολύγραφος Ρουμελιώτης συγγραφέας μᾶς χάρισε ἀργότερα καὶ τὴν πολύτιμη βιογραφία γιὰ τὸ μεγάλο Καραϊσκάκη, ἄφησε ἀρκετὰ ἄλλα συγγράμματα κι' ἄρθρα. Τὸ 1826 βρισκόταν στ' Ἀνάπλι, τὴν «καθέδρα»-τὴν πρωτεύουσα-κι' ἀπὸ κεῖ ζοῦσε καθημερινὰ τὸ δρᾶμα τοῦ Μεσολογγιοῦ. Πῶς μποροῦσε λοιπὸν νὰ μείνει ἀδιάφορος, ὅπως ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Εὐαίσθητος χαρακτήρας ὅπως ἦταν τοῦτος, ἄφησε τὸν πόνο του νὰ ξεχυθεῖ σ' ἕνα ἀριστούργημά του. Κι' ἀπ' ὅτι ξέρουμε εἶναι τὸ μοναδικὸ ποίημα ποὺ ἔγραψε στὴ ζωή του ὁ Ρουμελιώτης αὐτὸς ἀγωνιστὴς καὶ συγγραφέας.
Ἡ «Ὠδὴ εἰς τὸ Μεσολόγγι» δὲν εἶναι κανένα ποιητικὸ ἀριστούργημα. Ἕνα συνηθισμένο ποίημα τῆς ἐποχῆς εἶναι, ἐπηρρεασμένο ἀπ' τὴν «λογιωτατικὴ» σχολή. Γιὰ τὴν ἱστορία ὅμως ἔχει κάποια ἄλλη σημασία. Ὅπως ὁ ἴδιος θὰ τὸ διαπιστώσεις διαβάζοντάς το, ὁ ποιητής του, ἄθελα γίνεται ἄλλος Κάλχας. Ἀπ' τὴ μιὰ προμαντεύει τὴ δόξα ποὺ ὁλοζωῆς θὰ σκεπάζει τὴ μαρτυρικὴ αὐτὴ πόλη, κι' ἀπ' τὴν ἄλλη τὸ μεγάλο γιουρούσι ποὺ θὰ γινόταν.
«Πηδᾶτε ἔξω ἀπὸ τὰς θύρας
Στοὺς Τούρκους πίπτετε μὲ μανίαν
Μὲ τὰ σπαθιά σας ὅλοι σ' τὰς χεῖρας».
Τὸ παιχνίδι τῆς Μοίρας ἀρχίζει. Τὸ ποίημα τοῦ Αἰνιάνα, δημοσιεύτηκε στὴ «Γενικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἑλλάδος», στὸ φύλλο ἀριθ. 53 μὲ ἡμερομηνία «10 Ἀπριλίου 1826, Σάββατον.» Δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ κείνη μέρα τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἡ ἡρωϊκὴ Φρουρὰ κι' οἱ Μεσολογγίτες μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ἄνοιγαν δρόμο ἀνάμεσα στ' ἀσκέρια τοῦ Ἰμπραήμ καὶ τοῦ Κιουταχῆ γιὰ νἄβγουν ἀντίπερα καὶ νὰ γλυτώσουν. Ἀρχίζει τὸ ποίημα ἀπ' τὴν προτελευταία σελίδα τῆς ἐφημερίδας καὶ πιάνει ὅλη τὴν τελευταία.
Καὶ ξακολουθεῖ ἡ Μοίρα τὸ παιχνίδι της. Στὸ ἄλλο φύλλο της ἡ «Γενικὴ Ἐφημερίδα τῆς Ἑλλάδος» μὲ ἀριθμὸ 54 καὶ ἡμερομηνία 21 Ἀπριλίου 1826, στὴν ἴδια σελίδα ποὺ στὸ προηγούμενο εἶχε δημοσιεύσει τὸ ποίημα τοῦ Αἰνιάνα, ἀγγέλει τὸ χαμὸ τοῦ Μεσολογγιοῦ ἀρχίζοντας μ' αὐτὰ: «Ἡ δεκάτη ἔκτη τοῦ Ἀπριλίου ἦτον ἡμέρα λυπηρὰ διότι κατ' αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἔφθασε καὶ εἰς ἡμᾶς ἡ πικροτάτη εἴδησις ὅτι τὸ Μεσολόγγιον ἔπεσε τελευταῖον εἰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ, ἀφ' οὖ ὁλόκληρον χρόνον ἀντεστάθη γενναιότατα εἰς τόσας ἐχθρικὰς δυνάμεις...»
Νά τώρα, καὶ τὸ μοιραῖο, θἄλεγα, ποίημα τοῦ Αἰνιάνα, ποὺ τὸ ἀντιγράφουμε ὅπως δημοσιεύτηκε
ΤΑΚΗΣ ΛΑΠΠΑΣ
"ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ"
Αἵματα, μάχαι, σφαγὴ καὶ φόνος,
Ἀνδρία, τόλμη καὶ καρτερία,
οἷα δὲν εἶδε ποτὲ ὁ χρόνος,
εἶναι τοῦ ὕμνου μου ἡ αἰτία.
Μεσολογγίου ἔνδοξε πόλι,
Τὰς ἀμιμήτους λαμπράς σου πράξεις
Θέλουν προφέρει μὲ σέβας ὅλοι,
Καὶ θὰ θαυμάζουν ἀνθρώπων τάξεις.
Ἐδῶ (θὰ λέγουν μὲ καύχημα των
Ἕνα καιρὸν οἱ ἀπόγονοί σου)
Μ' ἀπείρους δάφνας κατορθωμάτων
Ἐστεφανώθησαν οἱ υἱοί σου.
Τὸ τεῖχος τοῦτο τὸ ματωμένον
Καὶ τὸ πολύτιμόν σου τὸ χῶμα,
ὅπου σ' τὰ αἵματα εἶν' πνιγμένον,
Θὰ εὐφημοῦντ' ἀπὸ κάθε στόμα.
Ἀλλὰ τί λέγω; Σεῖς στρατιῶται,
Σεῖς ὦ γενναῖοι παῖδες Σουλίου,
Σεῖς καρτερόψυχοι Ρουμελιῶται,
Σωτῆρες εἶσθε Μεσολογγίου.
Ἡ ἀδαμάντινος ἡ καρδιά σας
Τὰ σιδηρᾶ καὶ ἄρρηκτα στήθη,
καὶ τὰ ἀθάνατα τὰ σπαθιά σας
Κατὰ τυράννων φραγμὸς ἐστήθη.
Γυμνότης, πεῖνα, στενοχωρία,
Ἀπ' τὸν σκοπόν σας δὲν σᾶς σπαράζει
Καὶ ἡ φρικτή σας ἡ καρτερία
Τὸν ἀλαζόνα ἐχθρὸν τρομάζει.
Αὐτοὶ οἱ πύρινοι κεραυνοί σας
ὅπου μὲ κρότον πολὺν μουγγρίζουν,
εἶναι οἱ μόνοι οἱ σύμμαχοί σας,
πλὴν τοὺς βαρβάρους ἐχθροὺς θερίζουν.
Σωροὶ τὰ πτώματα τῶν ἐχθρῶν σας,
Ὅσους ἐθέρισαν τὰ σπαθιά σας,
Κείτονται ἔμπροσθεν τῶν τειχῶν σας
Γιὰ νὰ δοξάζουν τὸ ὄνομά σας.
Μὲ τρόπον στρέφουν τὰ βλέμματά των
Πρὸς σᾶς οἱ βάρβαροι οἱ ἐχθροί σας
Κι' ἀπ' τὸν φόβον τρέμ' ἡ καρδιά των,
Ὅταν φαντάζεται τὸ σπαθί σας.
Καὶ πῶς νὰ βλέπουν μὲ ἀφοβίαν
Τὸ στιβαρὸν ἐδικόν σας χέρι,
Ἐν ᾧ αὐτοῦ πολεμοῦν μ' ἀνδρίαν
Ὡς καὶ γυναίκες, παιδιὰ καὶ γέροι;
Ἰδὲ τὰ τάγματα τῶν βαρβάρων
Ἡ μάστιξ πάσχει νὰ τὰ κινήσῃ,
Ἀλλ' ἐναντίον των τρέχ' ὁ Χάρων
Ποιὸν νὰ ἁρπάξῃ, ποιὸν νὰ ξεσχίσῃ.
Καπνοὺς καὶ φλόγας ξερνᾶ μὲ κρότον
Σιδηροπλάστων δρακόντων στόμα,
Καὶ ὅποιον τύχῃ· σπαράττει πρῶτον
Καὶ τὸν ξαπλώνει νεκρὸν σ' τὸ χῶμα.
Ἰδὲ κεφάλια, πόδια ἀνθρώπων
Πῶς πίπτουν κάτω κομματιασμένα,
Κατασκεπάζουν ὅλον τὸν τόπον
Μ' αἷμα καὶ χῶμα συμπεφυρμένα.
Ὡς καὶ ὁ Πλούτων κάτω μουγγρίζει
Τῆς γῆς τὰ σπλάχνα μ' ὁρμὴν ἀνοίγει
Βροντᾶ, ἀστράπτει, φυσᾶ, καπνίζει
Κανεὶς (φωνάζει) ἐχθρὸς μὴ φύγῃ.
Σεῖς δὲ ὦ Ἥρωες, μὲ ἀνδρίαν
Πηδᾶτε ἔξω τὰς θύρας,
Στοὺς Τούρκους πίπτετε μὲ μανίαν
Μὲ τὰ σπαθιά σας ὅλοι σ' τὰς χεῖρας.
Οἱ Τοῦρκοι ζῶντες σ' τὴν γῆν θαμμένοι
Ματαίως πάσχουν νὰ τιναχθῶσι,
Σπαθὶ Ἑλλήνων τοὺς περιμένει
Κανεὶς ἐκεῖθεν νὰ μὴ γλυτώσῃ.
Τάφροι καὶ λάκκοι νεκροὺς γεμίζουν
τὸ αἷμα τρέχει ὡσὰν ποτάμι,
Αὐτοὶ δὲ σφάζουν, κόπτουν, ξεσχίζουν
Ἕως τὸ χέρι των ν' ἀποκάμῃ.
Μ' ἐνδόξους δάφνας στεφανωμένοι,
Καὶ εἰς τὰ αἵματα τῶν ἐχθρῶν των
Τὰ μυαρὰ καταβουτημένοι
Ἔρχοντ' ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν των.
Ἀλλ' ὦ Ὁμόνοια οὐρανία,
Τῆς ἐναρέτου τροφὴ καρδίας,
Ποτὲ μὴ παύσῃς, ὦ σεβασμία,
Πέμπτουσ' ἀφθόνους τὰς εὐλογίας.
Καὶ καθὼς εἶναι συνδεδεμένοι
Μὲ τὰς τερπνάς σου χρυσᾶς ἁλύσεις
Οὕτω θεά μου δεδοξασμένη,
Καὶ εἰς τὸ μέλλον νὰ τούς κρατήσῃς.
ΔΗΜ. ἈΙΝΙΑΝ
Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 739, 1958
Ἑλληνων Φῶς