Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ι. ΒΟΥΡΒΕΡΗ
Τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
Εἰς καιροὺς ἐθνικῶν κρίσεων, κατὰ τοὺς ὁποίους μία ὑπεύθυνος στάσις ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων ἀπέναντι σοβαρῶν προβλημάτων τῆς συγχρόνου πολιτικῆς καὶ ἐθνικῆς ζωῆς ἔχει ἀνάγκην ἐπικουρίας καὶ καθοδηγήσεως ἀπὸ ἱστορικὰ παραδείγματα μεγάλων μορφῶν τοῦ παρελθόντος, ἡ πνευματικὴ παρουσία τῶν Ἑλλήνων Κλασσικῶν ἀποτελεῖ πολύτιμον στήριγμα. Ἰδίων ἡ πολιτικὴ ζωὴ τοῦ Ε' καὶ τοῦ Δ' π.Χ. αἰῶνος εἰς τὴν Ἑλλάδα παρέχει ὠφέλιμα μηνύματα εἰς ὅσους συναισθάνονται τὴν κρισιμότητα τῶν καιρῶν καὶ τὴν εὐθύνην τῶν ἀτόμων εἰς τὸ καθορισμὸν τῆς διαγωγῆς καὶ τῆς πολιτείας των ἀπέναντι τῆς πολιτικῆς καὶ ἐθνικῆς κοινότητος, εἰς τὴν ὁποίαν ζοῦν.
Τρεῖς βασικαὶ εἰς τὸν τόπον μας ἔνοιαι ἢ ἀκριβέστερον τρεῖς μορφαὶ τῆς ἔννοίας συνείδησις, ἤτοι ἡ πολιτική, ἡ ἐθνικὴ καὶ ἡ ἑλληνικὴ συνείδησις, αἱ τρεῖς αὐταὶ ἔννοιαι ἔχουν ὡς περιεχόμενον τὸν χῶρον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκπορεύονται αἱ ὑποδείξεις τοῦ χρέους, ἡ ἐπίγνωσις τῆς εὐθύνης καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς ἁρμονίας λόγου καὶ βίου, ἰδέας καὶ πραγματοποιήσεώς της εἰς κρίσιμους ἰδίων καιρούς.
Ἐκ τῶν τριῶν τούτων ἐννοιῶν τῶν νεοτέρων χρόνων ὁ ὅρος ἐθνικὴ συνείδησις εἶναι κυρίως γνώρισμα τῆς νεωτέρας ζωῆς, χρονολογούμενον ἀπὸ τῆς διαμορφώσεως ἐθνικῶν κρατῶν. Προκειμένου περὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς ζωῆς εἶναι περισσότερον σύμφωνος πρὸς τὴν ἱστορικὴν πραγματικότητα ἡ χρησιμοποίησις τοῦ ὅρου ἑλληνικὴ συνείδησις καὶ εἰς τὰς περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας πρόκειται περὶ ἐκδηλώσεων, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ γνωρίσματα συγγενὴ ἢ ὅμοια πρὸς τὰ τῆς νεωτέρας ἐθνικῆς συνειδήσεως.
Μὲ ἄλλας λέξεις: ὑπὸ τὸν ὅρον «ἑλληνικὴ συνείδησις» περιλαμβάνονται γνωρίσματα τόσον τῆς ἑλληνικότητος, ὅσον καὶ τῆς ἐθνικῆς οὐσίας ἑνὸς ἀτόμου ἢ μιᾶς κοινότητος ἢ μιᾶς ἐποχῆς.
Ὁσάκις ὁ ἱστορικὸς βίος ἀτόμων ἢ κοινοτήτων πολιτικῶν διανύει κρίσιμους φάσεις ἢ εἰσέρχεται εἰς ἐπικίνδυνον καμπὴν τῆς ἱστορικῆς τροχιᾶς του ἡ ἀτομικὴ καὶ ὁμαδικὴ πολιτικὴ καὶ ἐθνικὴ συνείδησις τῶν νεωτέρων λαῶν, ἡ πολιτικὴ καὶ ἑλληνικὴ συνείδησις, προκειμένου περὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἰδίως τῶν χρόνων ποὺ ἐσημειώσαμεν ἀνωτέρω, ἐντείνει τὸν ρυθμὸν τῆς ἐγρηγόρσεώς της μέχρι τραγικῆς ἀγωνίας.
Τότε ἀκριβῶς ἐκδηλώνονται αἱ ἀντιδράσεις λόγου καὶ βίου ἀτόμων καὶ ὁμάδων εἰς τὰς ἐπικινδύνους στροφὰς ἢ κρισίμους φάσεις τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος καὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἀντιδράσεις τῆς συνειδήσεως τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ παρελθόντος καὶ μεγάλων ἐποχῶν ἀντλοῦνται πολίτιμοι ὁδηγίαι πρὸς ἀντιμετώπισιν παραπλησίων συγχρόνων καταστάσεων. Δὲν εἶναι αἱ ὁδηγίαι αὐταὶ ἀναγκαστικὰ παραγγέλματα πρὸς μίμησιν, οὔτε πανάκεια πολιτικῆς ἢ ἐθνικῆς νοσηρότητος. Εἶναι ὅμως ἀκτῖνες φωτειναὶ πολιτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ προσανατολισμοῦ ἡγετῶν καὶ λαῶν.
Μία ἀπὸ τὰς ἱστορικὰς προσωπικότητας, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία ἔχει παντοτινὴν ἐπικαιρότητα ἐμφανίσεως εἰς τὸ προσκήνιον τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ κορυφαία προσωπικότης τοῦ Πλάτωνος. Μίαν ὡραίαν πτυχήν της, ἀπὸ τὰς ὀλιγώτερον γνωστάς, φιλοδοξεῖ νὰ φωτίσῃ ἡ παροῦσα μελέτη μας, ἡ ὁποία τὸ ὑλικόν της ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν μακρὰν ἀπασχόλησίν μας μὲ τὴν ἔρευνα τῆς ἱστορικῆς μορφώσεως καὶ ἱστορικῆς συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος1.
Ἡ ἑλληνικότης τοῦ πλατωνικοῦ λόγου καὶ βίου.
Παλαιὸν ἀνέκδοτον ἀφηγεῖται, ὅτι ὁ Πλάτων ηὐχαρίστει τοὺς θεούς, διότι ἐγεννήθη Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος. Τὸ ἀνέκδοτον προέρχεται ἀπὸ μεταγενέστερους χρόνους, τοὺς ὁποίους ἐσαγήνευσεν ἡ ἀνάμνησις τοῦ γόητος φιλοσόφου. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ εἶναι περισσότερον μῦθος παρὰ ἱστορία. Ἐν τούτοις ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει μόνον εἰς τὴν ἱστορίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν μῦθον, ὁ ὁποίος εἶναι ἱστορικὴ ποίησις ἢ φιλοσοφικὴ πεμπτουσία ἀπὸ τὴν ἐρμηνείαν τῶν στοιχείων τῆς πραγματικότητος. Ἐπικυρώνει δὲ τὴν μυθικὴν ἀλήθειαν τοῦ ἀνεκδότου ὁλόκληρον τὸ ἔργον τοῦ Πλάτωνος, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι διάχυτος ἡ ἑλληνικότης τῆς πλατωνικῆς πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς οὐσίας. Αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴν οὐσίαν τῆς πλατωνικῆς ψυχῆς ἐκφράζει κατ' ἐξοχὴν μία ἀπὸ τὰς ἐπιγραμματικὰς ρήσεις τῆς «Πολιτείας», ἡ ἑξῆς: «φημὶ γὰρ τὸ μὲν ἑλληνικὸν γένος αὐτὸ αὑτῳ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές, τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον... Ἕλληνας μὲν ἄρα βαρβάροις καὶ βαρβάρους Ἕλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν καὶ πολεμίους φύσει εἶναι καὶ πόλεμον τὴν ἔχθραν ταύτην κλητέον· Ἕλληνας δὲ Ἕλλησιν, ὅταν τι τοιοῦτον ὁρῶσιν, φύσει μὲν φίλος εἶναι, νοσεῖν δ' ἐν τῷ τοιτούτῳ τὴν Ἑλλάδα καὶ στασιάζειν καὶ στάσιν τὴν τοιαύτην ἔχθραν κλητέον» (Πολιτ. Ε 470c-d). Ἡ μεγαλειώδης αὐτὴ ἀπόφανσις ἐκφράζει ὁλόκληρον τὸ περιεχόμενον τῆς ἑλληνικῆς —σήμερον θὰ ἐλέγομεν «ἐθνικῆς»— συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος. Πρῶτον διὰ τοῦ κατηγορηματικοῦ «φημὶ» δηλοῦται σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουν τὴν ἰδίαν καταγωγήν· εἶναι ὅμαιμοι, οἰκεῖοι, συγγενεῖς καὶ φύσει φίλοι πρὸς ἀλλήλους. Δεύτερον ἐξαίρεται ἡ φυλετικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων. Τρίτον καθορίζεται καὶ ἑρμηνεύεται ἡ σχέσις τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς ὁμόφυλους των ἀφ' ἑνὸς καὶ τοὺς μὴ Ἕλληνας ἢ βαρβάρους ἀφ' ἐτέρου. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέρω ἀντίληψιν τοῦ Πλάτωνος ἡ φυσικὴ σχέσις τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς μὴ Ἕλληνας, ἡ ἀπορρέουσα ἀπὸ τὴν φυλετικήν των διαφοροποίησιν, εἶναι ἡ ἔχθρα. Καὶ αὐτὴ θὰ ἐκδηλοῦται διὰ πολέμου. Ἀντιθέτως ἡ φυσικὴς σχέσις τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀλλήλους, λόγῳ τῆς φυλετικῆς των ταυτότητος, εἶναι ἡ φιλία καὶ κατ' ἀκολουθίαν ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ὀμόνοια· αἱ ἐμφύλιοι διαμάχαι καὶ ἔριδες τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀλλήλους εἶναι κατάστασις παρὰ φύσιν, νοσηρά, μαστίζουσα κατὰ καιροὺς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τῆς εἰσόδου της εἰς τὴν ἱστορικὴν σκηνήν, πρέπει δὲ νὰ ὀνομασθῇ ὄχι πόλεμος, ἀλλὰ στάσις. Διότι ὁ πόλεμος κυριολεκτεῖται καὶ δικαιολογεῖται μόνον προκειμένου περὶ τῆς σχέσεως μεταξὺ φύσει ἐχθρῶν. Οἱ Ἕλληνες, φύσει φίλοι πρὸς ἀλλήλους, πρέπει νὰ ἔχουν μεταξύ των φιλία καὶ ὁμόνοιαν.
Τὸ περὶ ὁμονοίας τῶν Ἑλλήνων κήρυγμα τοῦ Πλάτωνος.
Τὸ κήρυγμα τοῦτο κατανοεῖται καλύτερον, ἂν ἐνταχθῇ εἰς τὸ ὅλον πλαίσιον τοῦ τμήματος ἐκείνου τοῦ συγγράματος τῆς «Πολιτείας» (Ε 466e-471c), εἰς τὸ ὁποῖον ἐξετάζεται ἡ πολεμικὴ ἀγωγὴ καὶ τακτικὴ τῶν φυλάκων τῆς πλατωνικῆς πολιτείας καὶ ἰδίως (Ε 469b κ.ἑ.) ἡ διαγωγή των πρὸς τοὺς πολεμίους καὶ ὁμοφύλους των. Εἰς τὸ ἀπόσπασμα ἀποκαλύπτεται μία ὑπέροχος πτυχὴ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τοῦ Ἀθηναίου φιλοσόφου. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ πλατωνικοῦ λόγου εἰς τὸ μέρος αὐτὸ θαυμάζει τὴν τιτανικὴν προσπάθειαν τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑλληνικῆς μορφῆς, ὅπως ἐπιτύχῃ τὴν ἑλληνικὴν ὁμόνοιαν ἢ τουλάχιστον τὴν ἐξασφάλισιν ὅσον τὸ δυνατὸν ἡμερωτέρας καὶ ἠπιωτέρας ἐκδηλώσεως τῶν ἀντιθέσεων, αἱ ὁποῖαι παρετηροῦντο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα, ὅτε ἔγραψε τὴν «Πολιτείαν» του ὁ πολιτικὸς φιλόσοφος. Οἱ φύλακες τῆς πολιτείας πρέπει νὰ συνηθίσουν νὰ φείδωνται τοῦ ἑ λ λ η ν ι κ ο ῦ γ έ ν ο υ ς πρὸ τοῦ κινδύνου τῆς ἀπειλουμένης ὑποδουλώσεως εἰς τοὺς βαρβάρους. Καὶ ὁ Πλάτων συνεχίζει: Ἕλληνες δὲν πρέπει νὰ ἔχουν Ἕλληνες δούλους. Λάφυρα ἀπὸ ἑλληνικοὺς ἐμφυλίους πολέμους, ἀνατιθέμενα εἰς τὰ ἑλληνικὰ ἱερά, εἶναι μιάσματα μᾶλλον παρὰ ἀφιερώματα, ἀναθήματα. Ἐφόσον τὸ πρώτιστον καθῆκον τῶν φυλάκων πρὸς τοὺς ὁμαίμους καὶ ὁμοφύλους Ἕλληνας εἶναι ἡ φιλία καὶ ἡ φειδὼ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν των, δὲν ἐπιτρέπονται κατὰ τὰς ἐμφυλίους διαμάχας πυρπολήσεις ἑλληνικῶν πόλεων καὶ δενδροτομίαι, «τμήσεις», τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Τὸ πολὺ-πολὺ ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς νικητὰς Ἕλληνας ἡ ἀφαίρεσις τοῦ ἐπετείου καρποῦ τῶν ἀγρῶν τῶν ἡττηθέντων ἀδελφῶν των. Τὴν ὑπὸ ἴδρυσιν πολιτείαν, παρὰ τὸν ἰδανικὸν καὶ ὑπὲρ χρόνον χαρακτῆτα της, ὁ Πλάτων φαντάζεται ἑλληνικὴν πολιτείαν. Ἡ πόλις, τὴν ὁποίαν οἰκίζει, θὰ εἶναι ἑλληνικὴ (Πολιτ. Ε470e). Διὰ τοῦτο δὲν γίνεται νὰ νοηθοῦν κατ' ἄλλον τρόπον οἱ στρατιῶται τῆς πλατωνικῆς πολιτείας παρὰ ὡς ἄνδρες «φιλέλληνες»2, ἀγαθοί τε καὶ ἥμεροι» (Ε470e). Ἐν περιπτώσει διαφορᾶς καὶ διαμάχης ἐμφυλίου τῶν Ἑλλήνων, οἱ στρατιῶται τῆς πλατωνικῆς πολιτείας πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦν, ὅτι δὲν πρόκειται περὶ πολέμου, ἀλλὰ περί στάσεως, προσωρινῆς καταστάσεως, τὴν ὁποίαν ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ διαδεχθῇ ἡ φιλία καὶ ἡ ὁμόνοια. Δι' αὐτὸ ὁ Πλάτων ψέγει μὲ ἔμφασιν καὶ κακίζει τὴν διαγωγὴν τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀλλήλους κατὰ τοὺς χρόνους τῆς συγγραφῆς τῆς «Πολιτείας». Μόνον πρὸς τοὺς βαρβάρους ἐπιτρέπεται μία τοιαύτη συμπεριφορὰ τῶν στρατιωτῶν τῆς πολιτείας. Πόλεμοι τῆς πλατωνικῆς πρὸς ἄλλας ἑλληνικὰς πόλεις ἐπιτρέπονται μόνον εἰς περίπτωσιν ἀμύνης, σκοπὸς δὲ τῶν ἀμυντικῶν αὐτῶν πολέμων τῆς νέας πολιτείας θὰ εἶναι ὄχι ἡ ὑποδούλωσις ἢ ὁ ἐξανδραποδισμὸς ἀδελφῶν καὶ ὁμαίμων, ἀλλ' ὁ κολασμὸς καὶ ὁ σωφρονισμός, ἰδίως τῶν ὀλίγων εἰς τὰς ἀντιπάλους πόλεις ὑπαιτίων τῆς διαφορᾶς. Ἀξίζει νὰ τονισθῇ εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ καὶ ἡ ἀκρίβεια τοῦ Πλάτωνος εἰς τὴν χρῆσιν τῶν γλωσσικῶν ὅρων, οἱ ὁποῖοι δηλοῦν τὰς σχέσεις τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ πρὸς τοὺς μὴ Ἕλληνας ἐν περιπτώσει ἀντιθέσεων καὶ συγκρούσεων. Διὰ τοὺς Ἕλληνας φορεῖς τῆς ἔχθρας χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι «στάσις», «ἐναντίοι», «σωφρονισταί»· οἱ βάρβαροι ἀντίπαλοι χαρακτηρίζονται «ὀθνεῖοι», «ἀλλότριοι», «πολέμιοι», ἡ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔχθρα «πόλεμος».
Τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ἀτομικότητος τῶν Ἕλλήνων.
Ὁ Πλάτων εἰς τὴν ἐν τῇ Πολιτείᾳ τυπολογίαν τῆς ἀτομικότητος λαῶν καὶ ἀτόμων ἐξαίρει ὡς θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ ἑλληνικοῦ τύπου ἀνθρώπου τὸ «φιλομαθὲς» ἢ τὸ «φιλόσοφον». Οἱ Ἕλληνες εἶναι ὁ λαὸς τοῦ «λόγου» καὶ τῆς σοφίας. Ἡ γνώμη αὕτη τοῦ Πλάτωνος περὶ τῶν Ἑλλήνων κατανοεῖται καλύτερον, ἂν ἐνταχθῇ εἰς τὴν ὃλην διδασκαλίαν του περὶ τῶν μερῶν ἢ εἰδῶν τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποίαν ὁ φιλόσοφος ἐπεκτείνει εἰς τὰ ἄτομα, τοὺς λαοὺς καὶ τὰς πολιτείας των. Τὸ λογιστικόν, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν εἶναι τὰ γνωστὰ τρία μόρια τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς κατὰ τὸν Πλάτωνα. Ἀντίστοιχα τούτων μέρη τῆς πολιτῆς κοινότητος εἶναι τὸ βουλευτικόν, τὸ ἐπικουρητικὸν (φυλακικὸν) καὶ τὸ χρηματιστικόν. Ἡ ἀντιστοιχία αὕτη καὶ ἡ ἀναλογία τῆς πολιτείας πρὸς τὴν ἀνθρώπινην ψυχὴν διήκει διὰ τοῦ ὅλου ἔργου τῆς «Πολιτείας» του. Τοῦ τρίτου τούτου σχήματος ἐφαρμογὰς παρέχουν καθ' ἕκαστον ἄτομα, οἱ λαοὶ καὶ αἱ πολιτεῖαι των. Εἰς τὴν τριχοτόμησιν τῆς ψυχῆς ἀντιστοιχοῦν τρεῖς τύποι ἀτομικότητος τῶν ἀνθρώπων, τρεῖς ἀνθρώπινοι τύποι: ὁ τύπος τοῦ «φιλομαθοῦς» ἢ «φιλοσόφου», εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ὁποίου κυριαρχεῖ τὸ λογιστικόν, ὁ «φιλόνικος», ὁ ἀγαπῶν τὴν διὰ τῆς δυνάμεως ἐπιβολήν του, εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ὁποίου πρωτεύει τὸ θυμοειδές, καὶ ὁ «φιλοκερδὴς», ὁ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικόν. Ἀντίστοιχοι τῶν τριῶν αὐτῶν ἀνθρωπίνων τύπων εἶναι καὶ οἱ τρόποι τοῦ βίου των. Διὰ τὸν φιλομαθῆ ἢ φιλόσοφον ὑψίστη ἡδονὴ εἶναι ἡ «τοῦ εἰδέναι τἀληθὲς ὅπῃ ἔχει», ἡ ἡδονὴ ἀπὸ τὴν γνῶσιν τῆς ἀληθείας· τὸν βίον τοῦ φιλόνικου εὐφραίνουν καὶ τέρπουν μόνον τὰ τιμὴν φέροντα μαθήματα, αἱ γνώσεις ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζουν ἐπιβολὴν εἰς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ προσωπικὴν δόξαν. Ὁ τρίτος τύπος ἀνθρώπου, ὁ φιλοκερδὴς ἢ χρηματιστικὸς ζητεῖ ἐν παντὶ τὸ κέρδος, τὸ χρήσιμον καὶ τὸ ὠφέλιμον· δι' αὐτὸν ὑψίστη ἡδονὴ εἶναι ἡ ἀπὸ τοῦ κέρδους καὶ τοῦ ἀργυρίου ἡδονή. Ἀπὸ τῶν ἀτόμων ἡ τριττὴ αὐτὴ τυπολογία ἐπεκτείνεται καὶ εἰς τὰς μεγάλας ὁμάδας ἀτόμων, δηλαδὴ τοὺς λαούς. Οὕτω τοὺς Ἕλληνας διακρίνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς ἡ ἰδιότης τοῦ φιλομαθοῦς, τοῦ ἐραστοῦ τῆς σοφίας, τοῦ φιλοσόφου. Οἱ Θρᾷκες, οἱ Σκύθαι καὶ οἱ ἄλλοι βόρειοι λαοὶ εἶναι θυμοειδεῖς καὶ φιλοπόλεμοι, τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τοὺς Φοίνικας χαρακτηρίζει τὸ φιλοχρήματον. Ἀντίστοιχα γνωρίσματα ἔχουν καὶ αἱ πολιτεῖαι τῶν εἰρημένων λαῶν· διότι ὁ χαρακρὴρ καὶ τὸ ἦθος ἑκάστης πολιτείας ἔχει τὴν ἀρχήν του εἰς τὸ ἦθος τῶν ἀποτελούντων αὐτὴν ἀτόμων-πολιτῶν. Ὠς μίαν τῶν γενεσιουργῶν αἰτιῶν τῆς ἐκτεθείσης διαμορφώσεως τύπων ἀτομικότητος λαῶν, ἀτόμων και πολιτειῶν ἐξαίρει ὁ Πλάτων τὰς διαφόρους ἀνθρωπογεωγραφικὰς συνθήκας. Τὴν σχέσιν μεταξὺ τόπων καὶ ἀνθρώπων κατοικούντων εἰς αὐτούς, καθὼς καὶ τὴν ἐπίδρασιν, τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ γεωγραφικὴ θέσις καὶ τὸ κλῖμα, κατέδειξε πρῶτος ὁ Ἱπποκράτης. Τὴν ἔρευναν ταύτην τῆς ἐπιδράσεως τῆς φύσεως ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ βίου εὐρίσκομεν εἰς τὰ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰπποκράτους παραδοθέντα συγγράμματα, ἰδίᾳ δὲ εἰς τὸ Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων. Παραπλησίας γνώμας περὶ τῆς σχέσεως φύσεως καὶ ἱστορίας ἐκφέρει καὶ ὁ Πλάτων3, ὁ δὲ Ἡρόδοτος4 καὶ ὁ Ἑκαταῖος χειρίζονται τὰ ζητήματα τῆς κλιματολογίας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἱπποκράτους. Τὸ πρόσφορον τοῦ ἑλληνικοῦ τόπου καὶ τοῦ κλίματος πρὸς διαμόρφωσιν ἐναρέτου ἤθους ἐξαίρεται καὶ εἰς *Ἐπινομ. 987d, ὅλως ἰδιαιτέρως δὲ ἐπαινεῖται εἰς τὸν μῦθον τοῦ Τιμαίου (24c) ἡ Ἀττικὴ ὡς τόπος προκριθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς, λόγῳ τῆς εὐκρασίας τῶν ὡρῶν, πρὸς ἴδρυσιν τῆς παλαιοτάτης ἀθηναϊκῆς πολιτείας καὶ μέλλων νὰ γεννήσῃ ἄνδρα ὁμοίους πρὸς τὴν οἰκίσασαν θεάν, ἤτοι φιλοπολέμους καὶ φιλοσόφους. Καὶ εἰς τὸν Κριτίαν (109c πρβλ. καὶ 111e) ἡ Ἀττικὴ χαρακτηρίζεται ὡς χώρα «οἰκεία καὶ πρόσφορος ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖα». Παραπλήσια πρὸς τὰ τοῦ Πλάτωνος ἀποφαίνεται καὶ ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὰ Πολιτ. Η7, 1327 b 23 κ.ἑ. Φύσις ἄρα, κλῖμα καὶ γεωγραφικὴ θέσις ηὐνόουν τὴν ἐκκόλαψιν τῆς πρὸς τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν ἀρετὴν τεινούσης ἐμφύτου ἰδιοσυστασίας τοῦ ἑλληνικοῦ γένους.
Ἕλληνες καὶ βάρβαροι.
Εἰς τὸ περιεχόμενον τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος κατέχει ἰδιάζουσα καὶ σημαντικὴν θέσιν ἡ ἀντίθεσις Ἕλληνες-βάρβαροι, ἡ ἀποτελοῦσα καθολικὸν βίωμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Καὶ ὁ Πλάτων συμμερίζεται τὴν πανελλήνιον αὐτὴ ἀντίληψιν περὶ διαιρέσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰς δύο κατηγορίας: τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς μὴ Ἕλληνας ἢ βαρβάρους. Ἡ διάκρισις αὐτὴ ἄλλοτε μὲν εἶναι συνειδητή, ὡς εἴδομεν εἰς τὴν προηγηθεῖσαν ἔκθεσιν τῶν διακριτικῶν γνωρισμάτων τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν ἄλλων βορείων καὶ ἀνατολικῶν λαῶν, ἄλλοτε δὲ ἀκολουθεῖ τὴν συνήθη γλωσσικὴν χρῆσιν. Ἔλεγχον λογικὸν τῆς διακρίσεως ταύτης κάμνει ὁ Πλάτων εἰς τὸν Πολιτικόν του5. Οἱ βάρβαροι λαοὶ, τοὺς ὁποίους μνημονεύει ὁ Πλάτων, εἶναι οἱ Πέρσαι, οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Θρᾷκες, οἱ Σκύθαι, οἱ Καρχηδόνιοι, οἱ Φοίνικες, οἱ Ὀπικοί, οἱ Κέλτοι, οἱ Ἴβηρες, οἱ Λυδοὶ καὶ οἱ Φρύγες6. Περὶ τῶν λαῶν τούτων ἔχομεν ποικίλας σποραδικὰς ἀποφάνσεις τοῦ Πλάτωνος, ἀναφερομένας εἰς τὸν πολιτικόν, θρησκευτικόν, πνευματικόν καὶ ἰδιωτικὸν βίον των. Ἀναμφισβήτητον εἶναι, ὅτι ὁ Πλάτων ἐθεώρει τὴν φύσιν τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου διάφορον τῆς τοῦ ἑλληνικοῦ. Ἡ διαφορὰ δὲ αὐτὴ μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων δὲν ἔγκειται κατὰ τὸν Πλάτωνα μόνον εἰς τὸν πολιτισμόν, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρώτιστα εἰς τὸν φυλετικὸν καὶ λαϊκὸν χαρακτῆρα. Εἰς τὴν πλατωνικὴν ἀντίληψιν περὶ τοῦ ὁμαίμου καὶ ὁμόφυλου ὅλων τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς φυλετικῆς διαφορᾶς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ μὴ Ἑλλήνων στηρίζεται ὁλόκληρον τὸ πλατωνικὸν κήρυγμα περὶ τῆς κοινότητος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ὁμονοίας τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι τοῦ κινδύνου τῆς ὑποδουλώσεώς των εἰς τοὺς βαρβάρους. Ἐκτὸς τῶν γνωρισμάτων τῶν βορείων καὶ ἀνατολικῶν βαρβαρικῶν λαῶν, τὰ ὁποῖα, ὡς εἴδομεν, ἀποδίδει εἰς αὐτοὺς ὁ Πλάτων, μνημονεύει καὶ μερικὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα τῶν βαρβάρων, ὅπως ἡ παλαιότης τοῦ ἱστορικοῦ βίου των, τὸ πλῆθος, ὁ πλοῦτος, ἡ ἔκτασις τῶν ὑπ' αὐτῶν κατοικουμένων χωρῶν καὶ ὁ τρυφηλὸς βίος των. Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, συγκρίνοντες ἐπὶ τῇ βάσει τῶν πτωχῶν ἱστορικῶν των γνώσεων τὸ κάτ' αὐτοὺς βραχὺ ἱστορικὸν παρελθόν των πρὸς τὴν ἡλικίαν τῶν παναρχαίων βαρβαρικῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔβλεπον ἑαυτοὺς ὡς παιδία ἔναντι ἐνηλίκων καὶ γερόντων (πρβλ. λ.χ. Ἠρόδ. 1, 60 καὶ 2, 142, Πλάτ. Τίμ. 22a)7. Τὸ μέγεθος καὶ ἡ ἔκτασις τῶν ἀνατολικῶν χωρῶν καὶ τὸ πλῆθος καὶ ὁ πλοῦτος τῶν βαρβάρων τῆς Ἀσίας εἶναι παροιμιώδη. Ἐκ τῶν πολλῶν σχετικῶν ἀποφάνσεων τοῦ Πλάτωνος8 ὑπενθυμίζομεν ἐνταῦθα ὅσα λέγονται εἰς τὸν διάλογον «Ἀλκιβιάδην» κατὰ τὴν παιδαγωγοῦσαν σύγκρισιν τοῦ ζωηροῦ καὶ φιλόδοξου Ἀθηναίου αὐτοῦ ἐφήβου μὲ τοὺς βασιλοπαίδας τῶν Περσῶν. Μὲ ζωηρὰ χρώματα ἀπεικονίζεται ὁ ἑορτασμὸς τῶν γενεθλίων τοῦ βασιλέως εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἀσίαν. Πρὸς τὴν ἀφανῆ καὶ μικρὰν Σαλαμῖνα καὶ τὴν Αἴγιναν ἀντιβάλλεται ἡ ἀπέραντος καὶ ἀχανὴς πατρὶς τοῦ Ἀρταξέρξου. Ὅσον καὶ ἂν φαίνεται εἰρωνικὸν καὶ κωμικὸν τὸ πλαίσιον τῆς συγκρίσεως, διὰ μέσου τῶν ἀστείων αὐτῶν λόγων τοῦ Σωκράτους περὶ τῆς μικρότητος τῆς Αἰγίνης καὶ τῆς Σαλαμίνος καὶ περὶ τῆς αἴγλης καὶ τοῦ μεγαλείου τῶν Ἀχαιμενιδῶν καὶ τοῦ τεραστίου κράτους αὐτῶν διαφαίνεται ἡ συνήθης περὶ Περσῶν ἑλληνικὴ ἀντίληψις. Ἡ Ἑλλὰς εἶναι βεβαίως ὑπερτέρα κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ οἱ Ἕλληνες εἶναι ὁ λαὸς τοῦ λόγου καὶ τῆς σοφίας· ἡ ἐπιμέλεια ὃμως καὶ ἡ σοφία εἶναι «τὰ μόνα ἄξια λόγου ἐν Ἕλλησιν» (Ἀλκιβ. 123d). Αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴν θέτει, ὡς γνωστόν, ὁ Πλάτων εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἀξιολογικῆς πυραμίδος. Γενικῶς παρατηροῦμεν, ὅτι ἡ παρὰ Πλάτωνι εἰκὼν τῆς φύσεως τοῦ χαρακτήρος καὶ τῆς οὐσίας τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου περιελάμβανε τὰ γνωστὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας τῶν χρόνων του στοιχεία. Ἀλλὰ ἡ φιλοσοφικὴ ἑρμηνεία καὶ ἠθικὴ ἀξιολόγησις τῶν στοιχείων αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος ἦτο εἰς πολλὰ σημεῖα διάφορος τῆς γνώμης τῶν πολλῶν ὁμοφύλων του. Δὲν ἦτο βεβαίως ὁ Πλάτων θαυμαστὴς τοῦ περσικοῦ πλούτου καὶ δὲν ἐταύτιζεν, ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι9, τὴν ὕπαρξιν ὑλικῶν ἀγαθῶν μὲ τὴν ἀληθινὴν εὐδαιμονίαν. Τὸν μέγαν βασιλέα, ὅστις κατὰ τὴν συνήθη ἀντίληψιν τῶν ἀρχαίων ἦτο ἀνυπέρβλητον παράδειγμα εὐδαίμονος ἀνθρώπου, δὲν ἐθεώρει ὁ Πλάτων «ὄντως εὐδαίμονα» (Σοφ. 230e) καὶ τὴν μηδικὴν παιδείαν ἐχαρακτήριζε διεφθαρμένην ὑπὸ τῆς «λεγομένης», τῆς νομιζόμενης εὐδαιμονίας (Νόμ. Γ 695a)· εὐδαίμων ἦτο κατὰ τὸν Πλάτωνα μόνον ὁ φιλόσοφος βίος καὶ ὁ φιλόσοφος βασιλεύς. Ἦσαν ἆραγε ἒν παντὶ ὑπέρτεροι τῶν βαρβάρων οἱ Ἕλληνες ἐν τῇ συνειδήσει τοῦ Πλάτωνος; Ἰδοὺ ἓν εἰδικώτερον θέμα, τὸ ὁποῖον θέτει ἡ ἔρευνα τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος. Φυσικὸν εἶναι νὰ δεχθῶμεν ὅτι, ἐφόσον ὁ Πλάτων ἐν τῷ συνόλῳ τῆς ψυχῆς ἀπέδιδε τὰ πρωτεῖα εἰς τὸ λογιστικόν, τασσόμενον ὑπὲρ τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητόν, ἔτασσε κατ' ἀρχὴν τὸν ὑπὸ τοῦ Ἕλληνος ἐκπροσωπούμενον ἀνθρώπινον τύπον τοῦ φιλομαθοῦς καὶ φιλοσόφου ὑπὲρ τοὺς βαρβαρικοὺς ἀνθρώπινους τύπους τοῦ θυμοειδοῦς καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ φιλοχρηματικοῦ. Ὡς γνώρισμα τῆς ὑπεροχῆς τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τοὺς βαρβάρους τονίζεται (*Ἐπιν. 987d-e· πρβλ. Ἰσοκρ. Πανηγ. 10, 40), ὅτι οὗτοι τελειοποιοῦν ὅ,τι παραλάβουν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους· ἐπίσης ἐξαίρεται ἡ φιλοξενία τῶν Ἑλλήνων κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ξενηλασίας τῶν «θρεμμάτων» τοῦ Νείλου Αἰγυπτίων (Νόμ. ΙΒ 953e). Ἀλλ' ὅμως κακὴ διαπαιδαγώγησις τῶν Ἑλλήνων, τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ὁποίας ἐξεθέσαμεν διὰ μακρῶν ἀλλαχοῦ10, εἶχε προκαλέσει φθορὰν εἰς τοὺς Ἕλληνας, τὸν λαὸν τοῦτον τοῦ λόγου, ἡ δὲ εἰκὼν τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου κατὰ τὰ τέλη τοῦ Ε΄ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος, ὅτε τὴν Ἑλλάδα ἐλυμαίνετο ἡ διχόνοια καὶ ἠπείλει ὁ ἀπὸ βαρβάρων κίνδυνος, εἴχε πείσει τὸν Πλάτωνα, ὅτι μόνη ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου διὰ τῆς ἀληθινῆς παιδείας καὶ μόνη ἡ ἀνασύνταξίς του διὰ τῆς φιλοσόφου πολιτικῆς ἦτο δυνατὸν νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ἀρχαίαν φύσιν καὶ τάξιν καὶ νὰ βοηθήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ἱστορικῆς ἀποστολῆς των. Συγκρίσεις μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων σχετικὰς μὲ ἤθη καὶ ἔθιμα, μορφὰς καὶ τρόπους ζωῆς καὶ ἐκδηλώσεις ἐν γένει πολιτισμοῦ εὑρίσκομεν πολλὰς εἰς τοὺς διαλόγους τοῦ Πλάτωνος11, μὴ ἐνδιαφερούσας ἀμέσως τὴν παροῦσαν συνοπτικὴν ἐργασίαν. Εἰς τὰς συγκρίσεις αὐτὰς Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων ὑπάρχει γενικῶς ἀντικειμενικότης καὶ ἀπροκαταληψία τοῦ Πλάτωνος. Δὲν ἐλλείπουν δὲ καὶ περιπτώσεις κατὰ τὰς ὁποίας ἐξαίρεται ἡ ὑπεροχὴ βαρβάρων ὑπὲρ τοὺς Ἕλληνας. Οὕτω λ.χ. ἐπαινεῖται ἡ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις ἀπαγόρευσις τῆς οἰνοποσίας κατὰ τὰς ἐκστρατείας καὶ εἰς ἄλλας τινὰς περιπτώσεις, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ ἐν Κρήτῃ καὶ Λακεδαίμονι ὡς πρὸς τὴν χρῆσιν τοῦ οἴνου κρατοῦντα. Ὁ Δαρεῖος θεωρεῖται ὑπέρτερος Διονυσίου τοῦ πρεσβυτέρου, διότι ὁ τελευταῖος δὲν κατόρθωσε νὰ ἔχῃ συνεργάτας εἰς τὴν ἀρχὴν οὐδὲ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἀνέθρεψε καὶ ἐπαίδευσεν. Πολιτιστικὰ εὑρήματα τῶν βαρβάρων ἀναγνωρίζονται, ἰδίᾳ τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν εὕρεσιν τῆς ἀστρονομίας, τῆς γεωμετρίας, τῆς γραφῆς κλπ. καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν μαθημάτων εἰς τοὺς Αἰγυπτίους. Ἡ ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος ἀναγνώρισις τῆς ἀξίας ὡρισμένων εὑρημάτων καὶ μορφῶν βίου τῶν βαρβάρων παρεκίνησε πολλοὺς εἰς τὴν ἀντίληψιν, ὅτι ὁ Πλάτων, εἰς τὸν «ἄνθρωπον» ἁπλῶς ἀποβλέπων καὶ ἀποσκοπῶν εἰς τὴν ἐξυγίασιν αὐτοῦ, παρέβλεπε τὰς διαφορὰς τῆς φυλῆς καὶ τοῦ ἐθνικοῦ καὶ λαϊκοῦ χαρακτῆρος, καὶ ὅτι μὲ τὴν γέφυραν τοῦ ἀνεθνοῦς ἀνθρωπισμοῦ ἐγεφύρωσε τὸ μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ μὴ Ἑλλήνων χάσμα τῆς παραδόσεως. Ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς πολλοὶ θεωροῦν τὸν Πλάτωνα πιστὸς εἰς τὴν παράδοσιν, θιασώτην τῆς ἀρχαίας παιδείας καὶ ἀρετῆς κατὰ τὰ πρότυπα τῶν Μαραθωνομάχων καὶ Σαλαμινομάχων. Πολλάκις δὲ ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν νεωτέρων κοσμοθεωρητικῶν σχημάτων καὶ μεθόδων ζητεῖται ἡ κατὰ δογματικὸν τρόπον τοποθέτησις τοῦ Πλάτωνος εἰς τὸν χῶρον τῆς προοδευτικότητος ἤ τῆς συντηρητικότητος. Ὅλαι αὐταὶ αἱ ἑρμηνευτικαὶ ἀπόπειραι τῆς προσωπικότητος τοῦ Πλάτωνος εὑρίσκονται ἔξω τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρήσεως τοῦ φιλοσόφου τούτου, ἡ ὁποία δὲν εὐσταθεῖ παρὰ μόνον ὅταν στηρίζεται εἰς τὴν ἔρευναν καὶ ἐρμηνείαν τοῦ πλατωνικοῦ κειμένου ἐντὸς ἀμιγοῦς καὶ γνήσιας πλατωνικῆς ἀτμοσφαίρας καὶ ἀξιολογήσεως μὲ πλατωνικὰ κριτήρια, ἄσχετα πρὸς νεωτέρας ἀντιλήψεις καὶ προσωπικῶς χρωματισμένας κλίσεις, τάσεις καὶ ροπὰς τῶν ἑκάστοτε ἑρμηνευτῶν. Ἡ δι' αὐστηρῶς ἐπιστημονικῆς μεθόδου νέα εἰκὼν τοῦ Πλάτωνος ἐνέχει ἓν ἔκδηλον, θεμελιώδες γνώρισμα: τὸ πολιτικὸν-παιδαγωγικόν. Ἀπὸ αὐτὸ δὲ τὸ κεντρικὸν σημεῖον τῆς προσωπικότητος τοῦ Πλάτωνος ἀπέρρευσεν ὄχι μόνον ἡ τιτανικὴ σύλληψις τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ φιλοσόφου βασιλέως καὶ τοῦ ὄντος παιδαγωγοῦντος κράτους, ἀλλὰ καὶ ἡ ρεαλιστικὴ καὶ ὀξεῖα παρατήρησις τοῦ σύγχρονου μὲ αὐτὸν ἑλληνικῆς πολιτικῆς ζωῆς καὶ ἡ διὰ βίου ἐσωτερικὴ πολιτικὴ δρᾶσις τοῦ Πλάτωνος πρὸς ἀναμόρφωσιν τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἦτο βεβαίως φίλος τῆς ὑγιοῦς παραδόσεως καὶ νοσταλγὸς τῶν πατρίων ἠθῶν καὶ τῆς ἀρχαίας ἀρετῆς ὁ Πλάτων, ἀλλ' ἦτο καὶ θεωρητικὸς δημιουργὸς νέας πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Ἡ πολιτική του σκέψις, δημιουργικὴ καὶ αὐτάρκης, δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐκδηλωθῇ μὲ πράξεις ἐξωτερικὰς ἀναμείξεως εἰς τὴν ἐνεργὸν πολιτικὴν ζωὴν τῶν Ἀθηνῶν τῆς παρακμῆς, ἦτο ριζωμένη εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ σύγχρονου τοῦ ἑλληνικοῦ βίου καὶ πρὸς τὸ μέλλον τούτου ἐστρέφετο ἡ πολιτικὴ θέλησις τοῦ κατ' ἐξοχὴν Ἕλληνος τούτου πολιτικοῦ φιλοσόφου. Συμπέρασμα: Μέσα εἰς τὸ καθαρῶς ἑλληνικὸν πλαίσιον τῆς πολιτικῆς δημιουργίας τοῦ Πλάτωνος δὲν ὑπῆρχε, δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπάρχῃ χῶρος διὰ τοὺς μὴ Ἕλληνας. Ἐκ μέρους τῶν βαρβάρων ἐπεκρέματο διαρκὴς κίνδυνος κατὰ τῆς Ἑλλάδος, τελείως συνειδητὸς εἰς τὸν Πλάτωνα. Πρέπει νὰ ἀγνοήσῃ κανεὶς τὰς ἀπεριφράστους διαπιστώσεις τοῦ Πλάτωνος περὶ φυλετικῆς διαφορὰς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων, νὰ ἀγνοήσῃ τὸ ἀγωνιῶδες κήρυγμά του ὑπὲρ τῆς ὁμονοίας τῶν Ἑλλήνων, διὰ νὰ ὁμιλῇ περὶ κοσμοπολιτισμοῦ ἢ ἀνεθνοῦς ἀνθρωπισμοῦ τοῦ Πλάτωνος. Ἔπειτα, κατὰ τὸν Πλάτωνα καὶ τὴν ὑγιᾶ ἑλληνικὴν παράδοσιν, «ἄνθρωπος» εἰς τὸν αἰσθητὸν κόσμον ἔξω χώρου καὶ χρόνου δὲν ὑπῆρχε. «Πολίτης - ἄνθρωπος» ὑπήρχε, δυαδικὴ καὶ διφυὴς μονάς, τῆς ὁποίας ἑκάστη ἐκ τῶν δύο φύσεων δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ἄνευ τῆς ἄλλης. Ἀλλὰ ὁ πολίτης ἦτο μέλος τοῦ ὀργανικοῦ συνόλου, τῆς «πόλεως», ἡ δὲ πολιτεία, τὴν ὁποίαν ἵδρυεν ὁ φιλόσοφος ἱδρυτής, ἦτο ἑλληνικήν: «ἣν σὺ πόλιν οἰκίζεις, οὐχ' ἑλληνὶς ἔσται; δεῖ γ' αὐτήν, ἔφη» (Πολιτ. Ε470e). Δὲν κατέλυσεν ἄρα ὁ Πλάτων οὔτε τῆς φυλῆς οὔτε τοῦ λαοῦ τὰ ὅρια, δὲν ἠγνόησε τὸν πολίτην, ἴνα ἴδῃ τὸν ἄνθρωπον, δὲν ἐθεώρησεν ἀδιάφορος Ἕλληνας καὶ μὴ Ἕλληνας, δὲν ἀντέταξε τὸν ἀνεθνῆ ἀνθρωπισμὸν εἰς τὴν ἑλληνικὴν παράδοσιν· τουναντίον ἔγινε συνεχιστὴς τῆς παραδόσεως αὐτῆς καὶ συγχρόνως ἀναμορφωτὴς καὶ ἀνακαινιστὴς διὰ τῆς πολιτικῆς σκέψεως καὶ τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας. Ἂν εἰς μερικὰ σημεῖα τῶν διαλόγων γίνεται θεώρησις Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων ἐντελῶς ἀδιακρίτως καὶ ἐν ἰσονομίᾳ, εἶναι προφανὲς εἰς αὐτὰ τὰ σημεῖα τὸ ἁπλοὺν γνωστικὸν ἐνδιαφέρον τοῦ θεωρητικοῦ καὶ ἡ τάσις του νὰ ἱκανοποιήσῃ τὰς φιλοσοφικὰς ἀνάγκας τῆς στιγμῆς διὰ τοῦ προχείρου ὑλικοῦ τῆς μνήμης. Καὶ, ἂν κάπου μνημονεύωνται θεσμοὶ ἢ ἔθιμα τῶν βαρβάρων ἄξια μιμήσεως, τοῦτο οὐδὲν ἂλλο σημαίνει παρὰ ἀκριβῶς τὸ ὑπὲρ τῶν ὁμοφύλων ἐνδιαφέρον τοῦ πνευματικοῦ καὶ πολιτικοῦ ἀναμορφωτοῦ. Οὐδεὶς βαρβαρικὸς θεσμὸς καὶ οὐδὲν βαρβαρικὸν εὕρυμα εἶναι ἱκανὸν ἀντιστάθμισμα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου καὶ τῆς ἑλληνικῆς σοφίας.
Τὸ «κοινὸν τῶν Ἑλλήνων». Ὁ ἀπὸ τῶν βαρβάρων κίνδυνος.
Εἰς τὸν διάλογον «Μενέξενον» ἐξαίρεται ἡ διαγωγὴ τῶν Ἀθηναίων μετὰ τὴν ἐν Σφακτηρίᾳ τῷ 425π.Χ. νίκην των, ὅτε οὗτοι ἐφείσθησαν τῆς ζωῆς τῶν ἐν Σφακτηρίᾳ συλληφθέντων ἀντιπάλων των καὶ «εἰρήνην ἐποιήσαντο (ἐννοεῖται ἡ Νικείος εἰρήνη τοῦ 421π.Χ.), ἡγούμενοι πρὸς μὲν τὸ ὁμόφυλον μέχρι νίκης δεῖν πολεμεῖν καὶ μὴ δι' ὀργὴν ἰδίαν πόλεως τὸ κ ο ι ν ὸ ν τ ῶ ν Ἑ λ λ ή ν ω ν διολλύναι, πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους μέχρι διαφθορᾶς». Τὸ χωρίον τοῦτο τοῦ «Μενεξένου» εἶναι κατὰ τοῦτο χαρακτηριστικόν, διότι, παρεμβαλλόμενον εἰς τὸν ἔπαινον τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὑπερτάσσει τῶν ἐπὶ μέρους ἑλληνικῶν πόλεων τὴν μεγαλυτέραν κοινότητα τοῦ ὅλου ἑλληνικοῦ κόσμου. Τὴν ἑνότητα τῆς κοινότητος ταύτης τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔπρεπε κατὰ τὸν Πλάτωνα νὰ παραβλάπτουν αἱ διχόνοιαι, ἐχθρότητες καὶ μνησικακίαι τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας. Ὅπως ὑπάρχει διὰ τὸν Πλάτωνα τὸ κοινὸν τῆς γενέτειρας του πόλεως, ἡ ἀθηναϊκὴ κοινότης, τὴν φωνὴν τῆς ὁποίας ἐκφράζει ὁ διάλογος «Κρίτων» ὡς φωνὴν τῆς αἰωνίας ἰδέας τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτείας, οὕτω ὑπὲρ τὸ κοινὸν τοῦτο τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὰς ἄλλας ἐπὶ μέρους κοινότητας τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ὑπάρχει ζωντανὴ εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ Πλάτωνος ἡ ἰδὲα τοῦ κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὑπερατομικὴ ἠθικὴ μονὰς τῆς κοινότητος τῶν Πανελλήνων, ἡ ἰδέα τῆς αἰωνίας Ἑλλάδος. Συνεκτικὸς δεσμὸς τῶν μελῶν τῆς κοινότητος αὐτῆς τῶν Πανελλήνων, εἶναι, εἴδομεν, τὸ ὅμαιμον, τὸ ὁμόφυλον, τὸ φιλομαθὲς καὶ τὸ ὁμόγλωσσον, τὸ «ἑλληνίζειν»12. Οἱ Ἀθηναῖοι χαρακτηρίζονται ἐν Μενεξ. 241κἑ.13 πρόμαχοι ἑαυτῶν καὶ «τῶν ἄλλων ὁμοφώνων», ὁμογλώσσων Ἑλλήνων, ἐναντίον τῶν βαρβάρων, μὲ ζωηρὰ δὲ χρώματα ἐκφράζεται εἰς τὴν Η ἐπιστολὴν (353e) ὁ φόβος τοῦ Πλάτωνος διὰ τὴν ἀπειλουμένην ἔκλειψιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν Σικελίᾳ, ἡ ὁποία διέτρεχε μέγιστον κίνδυνον ὑποδουλώσεως εἰς τοὺς Καρχηδονίους καὶ τοὺς Ὀπικούς. Εἶναι εὐνόητον, ὅτι ἡ κοινότης αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πλάτωνα εἶναι πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς φύσεως καὶ τελείως ἀπηλλαγμένη πολιτικῆς χροιᾶς. Ἐτονίσαμεν ἤδη ἀνωτέρω, ὅτι τόσον πρὸς τὸν Ἰσοκράτη, ὅσον καὶ πρὸς τὸν Πλάτωνα καὶ τοὺς λοιποὺς θιασώτας καὶ κήρυκας τῆς ὁμονοίας τῶν Πανελλήνων ἦτο ξένη ἡ ἰδέα τῆς πολιτικῆς ἑνότητος τῶν Ἑλλήνων. Καὶ ὁ Πλάτων μὲ τὰς ἐκφράσεις του «τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων», «πάντες οἱ Ἕλληνες» κ.τ.ὅ. δὲν νοεῖ βεβαίως τὸ πολιτικῶς συντεταγμένον σύνολον τῶν ὁμαίμων, ὁμοφύλων καὶ ὁμογλώσσων, δηλαδὴ ἕνα εὐρύτατον πολιτικὸν συνασπισμὸν τῶν Ἑλλήνων, παραπλήσιον πρὸς τὰ γνωστὰ «κοινὰ» τῶν Θεσσαλῶν, τῶν Ἀρκάδων κλπ. Τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὸν Πλάτωνα εἶναι ἓν πνευματικὸν σύνολον, μία ἠθικὴ ὁλότης, τῆς ὁποίας ἐπιβάλλεται ἡ ἐκ παντὸς τρόπου τόνωσις τῆς ἠθικῆς συνοχῆς. Μεταξὺ τῆς ἠθικῆς αὐτῆς ὁλότητος τῶν Πανελλήνων καὶ τῶν ἐπὶ μέρους ἑλληνικῶν πολιτικῶν κοινοτήτων ὑπάρχει ἀμοιβαία ἐπίδρασις. Πᾶσα φθορὰ ἢ βλάβη τῶν ἐπὶ μέρους Ἑλλήνων ἢ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων βλάπτει τὸ ἑλληνικὸν σύνολον. Καὶ ἀντιστοίχως ἡ χαλάρωσις τῆς ἠθικῆς συνοχῆς τοῦ συνόλου ἀποτελεῖ κίνδυνον καὶ δι' αὐτὴν τὴν φυσικὴν ὑπόστασιν καὶ διατήρησιν τῶν ἐπὶ μέρους τοῦ συνόλου. Ὁ Πλάτων διὰ τοῦ κηρύγματός του περὶ τοῦ κοινοῦ καὶ τῆς ὁμονοίας τῶν Ἑλλήνων καὶ τοῦ καθήκοντος τῆς φιλίας τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀλλήλους καταλαμβάνει μίαν ἀπὸ τὶς ἐπιφανεστέρας θέσεις εἰς τὴν χορείαν τῆς λεγομένης πανελληνίου κινήσεως ἢ ἰδέας τῶν Πανελλήνων, τῆς ὁποίας ἂλλος ἐπιφανὴς θιασώτης ὑπῆρξεν ὁ Ἰσοκράτης. Ἀλλ' ἐνῷ ὁ Ἰσοκράτης παρέχει συγκεκριμένον πρόγραμμα πολιτικῆς, πρὸς ἐφαρμογὴν τῆς λεγομένης πανελληνίου ἰδέας, οἱ πλατωνικοὶ διάλογοι, εἰς τοὺς ὁποίους ματαίως θὰ ἀνεζήτει κανεὶς συστηματικὴν διαπραγμάτευσιν τῶν προβλημάτων, ἀρκοῦνται εἰς νύξεις, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἐνυφασμένας, αἱ ὁποῖαι συνοψίζονται εἰς τὸ ἑξῆς αἴτημα: Ἀποφυγὴ τῆς μεταξὺ τῶν ὁμοφύλων ἔχθρας, τῆς «στάσεως», ἢ τουλάχιστον ὅσον τὸ δυνατὸν ἠπιωτέρα ἐκδήλωσις τῶν ἀντιθέσεων τῶν ἐπὶ μέρους ἑλληνικῶν πόλεων ἢ τῶν πολιτικῶν μερίδων ἑκάστης πόλεως πρὸς ἀλλήλας: «πρῶτον μὲν ἀνδραποδισμοῦ πέρι, δοκεῖ δίκαιον Ἕλληνας Ἑλληνίδας πόλεις ἀνδραποδίζεσθαι, ἢ μηδ' ἄλλῃ ἐπιτρέπειν κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ τοῦτο ἐθίζειν, τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους φείδεσθαι, εὐλαβουμένους τὴν ὑπὸ τῶν βαρβάρων δουλείαν; Ὅλῳ καὶ παντί, ἔφη, διαφέρει τὸ φείδεσθαι. Μηδὲ Ἕλληνα ἄρα δοῦλον ἐκτῆσθαι μήτε αὐτούς, τοῖς τε ἄλλοις Ἕλλησιν οὕτω συμβουλεύειν; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη· μᾶλλόν γ' ἂν οὖν οὕτω πρὸς τοὺς βαρβάρους τρέποιντο, ἑαυτῶν δ' ἀπέχοιντο» (Πολιτ. Ε469b-c). Ἀξίζει νὰ παραθέσωμεν ἐνταῦθα δύο τραγικὰς ἐπιφωνήσεις γνησίας ἑλληνικῆς ἐξάρσεως. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἑξῆς τοῦ σοφιστοῦ Γοργίου ρῆσις τοῦ «Ἐπιταφίου» του: «τὰ μὲν κατὰ τῶν βαρβάρων τρόπαια ὕμνους ἀπαιτεῖ, τὰ δὲ κατὰ τῶν Ἑλλήνων θρήνους» (Diels II, σ.285, Ἀπ. 5b). Ἡ δευτέρα εἶναι ἓν μνημειῶδες ἀπόσπασμα τῆς «Πολιτείας» τοῦ Πλάτωνος: «οὐδὲ ὁμολογήσουσιν ἐν ἑκάστη πόλει πάντας ἐχθροὺς αὑτοῖς εἶναι, καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας, ἀλλ' ὀλίγους ἀεὶ ἐχθροὺς τοὺς αἰτίους τῆς διαφορᾶς· καὶ διὰ ταῦτα πάντα οὔτε τὴν γῆν ἐθελήσουσιν κείρειν αὐτῶν, ὡς φίλων τῶν πολλῶν, οὔτε οἰκίας ἀνατρέπειν, ἀλλὰ μέχρι τούτου ποιήσονται τὴν διαφοράν, μέχρι οὗ ἂν οἱ αἴτιοι ἀναγκασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀναιτίων ἀλγούντων δοῦναι δίκην. Ἐγὼ μέν, ἔφη, ὁμολογῶ οὕτω δεῖν πρὸς τοὺς ἐναντίον τους ἡμετέρους πολίτας προσφέρεσθαι· πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους, ὡς νῦν οἱ Ἕλληνες πρὸς ἀλλήλους» (Πολιτ. Ε 471a κ.ἑ. Πρβλ. καὶ Ἐπιστ. Ζ 336e). Ἡ φιλία καὶ ἡ ὁμόνοια εἶναι δύο καταστάσεις πολιτικῆς ὑγείας, τῶν ὁποίων ἀντίστοιχα φαινόμενα πολιτικῆς παθολογίας εἶναι τὸ μισεῖν καὶ τὸ στασιάζειν (Ἀλκιβ. 126b κ.ἑ. Πρβλ. Εὐθύδ. 292b, Νόμ. Δ 708c, E 738d, Ϛ 771d, Ϛ 759b). Γενικῶς παρατηροῦμεν, ὅτι ὁ Πλάτων ἐπιλαμβάνεται πάσης εὐκαιρίας διὰ νὰ ἐξάρῃ τὴν ἀξίαν τῆς φιλίας καὶ τῆς ὁμονοίας διὰ τὰς ἐπὶ μέρους ἑλληνικὰς πόλεις, ὅσον καὶ διὰ τὴν ὅλην Ἑλλάδα. Τὴν ἑλληνικὴν συνείδησιν τοῦ Πλάτωνος διαφωτίζει καὶ ἡ σχέσις του πρὸς τὴν ἑλληνικὴν παράδοσιν. Οἱ τονίζοντες τὸ ἀναμορφωτικόν, πολιτικὸν καὶ παιδαγωγικὸν ἔργον τοῦ Πλάτωνος ἴσως διερωτῶνται ἐν προκειμένω: εἶναι ὁ ἀνανεωτὴς τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς Πλάτων φίλος τῆς παραδόσεως; Δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο μία μεγάλη ἀντινομία τοῦ Πλάτωνος; Νομίζομεν, ὅτι ὁ θεωρῶν τὰς μεγάλας προσωπικότητας δὲν πρέπει νὰ σπεύδῃ εἰς διαπίστωσιν ἀντινομιῶν καὶ ἀντιφάσεων, ἀλλὰ νὰ προσπαθῇ νὰ ἐμβαθύνῃ εἰς τὴν κατανόησιν αὐτῶν δι' ἐντατικῆς καὶ πολυπλεύρου ἑρμηνευτικῆς ἐργασίας. Ὁ Πλάτων, μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ πνευματικὴν δημιουργίαν του, δὲν ἀπέκοψε τὸ νῆμα τῆς ὑγιοῦς παραδόσεως, τῆς ὁποίας σύμβολα ἦσαν ὁ Λυκοῦργος, ὁ Σόλων καὶ οἱ μαχηταὶ τοῦ Μαραθῶνος καὶ τῆς Σαλαμῖνος· τὴν παράδοσιν ταύτην ὁ Πλάτων ἐζήτησε μόνον νὰ ἀποκαθάρῃ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποία εἶχον προσάψει εἰς αὐτὴν κακοὶ πολιτικοὶ καὶ πνευματικοὶ φορεῖς της. Τοιουτοτρόπως ἀπέβη ὁ Πλάτων νοσταλγὸς συγχρόνως καὶ ἀρνητής, συνεχιστὴς καὶ δημιουργός, φίλος καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς ὑγιοῦς κληρονομίας, πολέμιος τῶν ἐκτροπῶν ἀπὸ τὴν παράδοσιν. Ἡ δημιουργικὴ σύνθεσις τοῦ παλαιοῦ μὲ τὸ νέον εἶναι ἴδιον τῶν μεγάλων διανοιῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἐλαστικότης καὶ ἡ πολυμέρεια δὲν χωρεῖ εἰς τοὺς τύπους καὶ τὰ σχήματα τῆς μονοπλεύρου καὶ στενῆς ἑρμηνείας. Ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν παράδοσιν ἤντλησε ὁ Πλάτων τὸ σεβασμόν του πρὸς τὸ μαντεῖον τῶν Δελφῶν, τὸ θρησκευτικὸν καὶ ἠθικὸν κέντρον τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ τὸν «πάτριον θεόν». Ἐκεῖθεν ἡ «θεία πρόσρησις» (Χαρμ. 164d) τοῦ «γνῶθι σαυτόν», ἡ ἐντολή, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπήκουσεν ὁ Σωκράτης καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλει καὶ ὁ Ἀλκιβιάδης νὰ πειθαρχήσῃ.14 Γνησίως ἑλληνικὸς εἶναι καὶ ὁ νόμος τοῦ Πλάτωνος περὶ συμμετοχῆς εἰς τοὺς τέσσερας πανελληνίους ἀγῶνας, τὰς κοινὰς τῶν Ἑλλήνων θυσίας καὶ θεωρίας, αἱ ὁποῖαι ἀπετέλουν σοβαροὺς παράγοντας τῆς ἠθικῆς συνοχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ.15 Αἱ θρησκευτικαὶ διατάξεις τῶν πλατωνικῶν «Νόμων» ἔχουν τὰς ρίζας των εἰς τὸν ἑλληνικὸν θρησκευτικὸν βίον τῆς παραδόσεως (Νόμ. Γ 715e κ.ἑ., Δ 717b κ.α.). Οἱ ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ συνόντες καὶ ἑταῖροι ἀπετέλουν θίασον, θρησκευτικὴν κοινότητα, λατρεύουσαν τὰς Μούσας, ἡ δὲ ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Μουσηγέτου Ἀπόλλωνος, τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία εἶχε προαγάγει σοβαρῶς τὴν ἠθικὴν συνοχὴν τῶν Ἑλλήνων, ὡρίσθη καὶ ὡς ἡμέρα, ἀφιερωμένη εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς σχολῆς μετὰ τὸ θάνατόν του. Ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν παράδοσιν ἐκπηγάζουν αἱ διατάξεις τῆς πλατωνικῆς νομοθεσίας περὶ τιμῶν τῶν γονέων (Νόμ. Δ 717b) καὶ περὶ τῆς πατρίου φιλοξενίας (Νόμ. ΙΒ 949e κ.ἑ., πρβλ. Ε 729e κ.ἑ., Ἐπιστ. Ζ336d), πρὸς τὴν ὁποίαν ἀντιβάλλεται ἡ ἀξενία τῶν Αἰγυπτίων. Καὶ γενικῶς ὡς βάσις τῆς ὅλης νομοθεσίας τοῦ Πλάτωνος ὑπόκειται τὸ ἑλληνικὸν δίκαιον καὶ ὁ καθόλου ἑλληνικὸς βίος τῆς παραδόσεως. Τὸν σεβασμὸν τοῦ Πλάτωνος πρὸς τὰ καθιερωμένα καὶ τὰ πάτρια μαρτυρεῖ καὶ ἡ σφοδρὰ ἀντίθεσίς του πρὸς τὰς καινοτομίας εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν χορείαν, τὴν ποίησιν καὶ τὴν τέχνην, διὰ τῶν ὁποίων εἰσάγεται καὶ διαδίδεται τὸ πνεῦμα τῆς παρανομίας. Τὰ ἐπίθετα «πατρῷος» καὶ «πάτριος» συχνότατα συνάπτονται εἰς τὰ ἔργα τοῦ Πλάτωνος μὲ οὐσιαστικά, δηλοῦντα θεμελιώδης ἀξίας τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως: π. ἀρετή, π. θεός, π. ἱερά, π. ἔθη, π. νόμιμα κλπ.16 Οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος εἶναι ἡ ἱερὰ κιβωτός, ἡ ὁποία διεφύλαξε καὶ ἐθέρμανε τὰ τιμιώματα ζώπυρα τῆς ἑλληνικῆς ἀξιολογικῆς παραδόσεως: τὴν πάτριον σολώνειον εὐνομίαν, τὸ εὐγενὲς ἀγωνιστικὸν πνεῦμα τῆς φυλῆς, τὸ ἰδεῶδες «τῶν καλῶν σωμάτων καὶ γενναίων ψυχῶν», τῆς ἰσορρόπου ἁρμονίας μεταξὺ τῆς ἀσκήσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς μορφώσεως τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος, τὸ πολιτικὸν ἤθος, τὴν καθήλωσιν εἰς τὸ πάτριον ἔδαφος, τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν φιλοπατρίαν, ὅπως τὴν ὑμνεῖ καὶ τὴν ἐκφράζει ὁ διάλογος Κρίτων καὶ ἡ διὰ βίου προσπάθεια τοῦ Ἕλληνος φιλοσόφου πρὸς πολιτικὴν καὶ πνευματικὴν ἀναδημιουργίαν τοῦ κόσμου τῶν ὁμαίμων, ὁμοφύλων καὶ ὁμογλώσσων του. Ἡ παρὰ Πλάτωνι συνείδησις τῆς κοινότητος τῶν Πανελλήνων χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ ἓν ἀκόμη βασικὸν γνώρισμά της: τὴν συνείδησιν τοῦ κινδύνου τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς βαρβάρους. Τὸν κίνδυνον αὐτὸν ὁ Πλάτων δὲν θεωρεῖ ἐφήμερον, οὔτε στρεφόμενον ἐναντίον ὡρισμένου μόνον μέρους τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ μόνιμον καὶ διαρκῆ. Διότι ἀφορμᾶται ὄχι ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ τυχαῖα αἴτια, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεμελιώδη ἀντίθεσιν τοῦ ἑλληνικοῦ πρὸς τὸν βαρβαρικὸν κόσμον. Ὁ Ἡρόδοτος, ὡς γνωστόν, ἐθεώρει τοὺς μηδικοὺς πολέμους ὡς ἕν ἐπεισόδιον μεταξὺ Εὐρώπης καὶ Ἀσίας μακραίωνος ἀνταγνωσιμοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν ἀρχὴν παρέχει ἡ ἑρμηνεία τοῦ μύθου τῆς ἁρπαγῆς τῆς Ἰοῦς. Καὶ εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ Πλάτωνος ἡ μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Ἀσίας ἀντίθεσις ἦτο ὑπόθεσις αἰώνων. Φορεῖς τοῦ ἐκ τῆς Ἀσίας κινδύνου κατὰ τὸν Πλάτωνα ἦσαν παλαιότερον οἱ Ἀσσύριοι, ἔπειτα δὲ οἱ Πέρσαι. Ὡς πρῶτον μέσον ἀποτροπῆς τοῦ βαρβαρικοῦ κινδύνου ὁ Πλάτων ἐθεώρησε τὸν συνασπισμὸν τῶν τριῶν δωρικῶν πολιτειῶν (Σπάρτη, Μεσσήνη, Ἄργος), αἱ ὁποῖαι ἱδρύθησαν εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τὴν κάθοδο τῶν Ἡρακλειδῶν. Ἀτυχῶς ὁ συνασπισμὸς αὐτὸς δὲν εἶχε μακρὸν βίον, διότι οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἄργους καὶ τῆς Μεσσήνης δὲν ἐνέμειναν εἰς τὰ ἐν ἀρχῇ συμφωνηθέντα, οὕτω δὲ «αὑτοὺς ἅμα καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων δύναμιν, οὖσαν θαυμαστὴν ἐν τῷ τότε χρόνῳ διέφθειραν» (Νόμ. Γ 690d). Σοβαρώτερος ἦτο ὁ κίνδυνος ἀπὸ τῶν Περσῶν, τὸν ὁποῖον ἀπέκρουσεν ἡ σύμπραξις τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Σπάρτης.17 Ἔντονος ἦτο ἡ μέριμνα καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ Πλάτωνος διὰ τὰς τύχας τοῦ ἐν Σικελίᾳ Ἑλληνισμοῦ18. Ἀπὸ τὴν ἰδίαν ἀγωνίαν ἀπέρρευσαν καὶ αἱ συμβουλαὶ πρὸς τὸν φίλον του Δίωνα καὶ Διονύσιον τὸν νεώτερον, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἑταίρους τοῦ Δίωνος (Ἐπιστ. Ζ 331d κ.ἑ., 332e κ.ἑ.). Τοῦ κινδύνου τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Δύσεως ἀπὸ τοὺς Καρχηδόνιους καὶ τοὺς Ἰταλικοὺς λαοὺς εἶχε καὶ προσωπικὴν ἀντίληψιν ὁ Πλάτων ἐκ τῶν ταξιδίων του εἰς Ἰταλίαν καὶ Σικελίαν (βλ. Ζ καὶ Η Ἐπιστολὴν). Δὲν παραγνωρίζει ὁ φιλόσοφος τὰς ἐνεργείας τῶν ἑλλήνων τυράννων τῆς Σικελίας πρὸς ἀπόκρουσιν τοῦ βαρβαρικοῦ κινδύνου (Ἐπιστ. Ζ 333a 3, 336a, H 353b, 355d) οὐδὲ λησμονεῖ ἀποτυχίας τινὰς αὐτῶν. Ἀλλὰ τὴν ἐθνικὴν καὶ πολιτικὴν ψυχήν του θὰ ἰκανοποίει μόνον ἡ γενικωτέρα καὶ ριζικωτέρα ἀντιμετώπισις τῆς καταστάσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Δύσεως τόσον ἀπὸ ἐξωτερικῆς ὅσον καὶ ἀπὸ ἐσωτερικῆς ἀπόψεως. Ἡ φιλόσοφος πολιτική, τὸ διὰ βίου ἰδεῶδες τοῦ Πλάτωνος, ἦτο τὸ μόνον πρὸς τοῦτο μέσον.
*
**
Διὰ τῆς προηγηθείσης ἐκθέσεως ἠθελήσαμεν νὰ δείξωμεν τὰς κυριωτέρας ἐκδηλώσεις τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος. Ἂν τώρα θελήσωμεν νὰ ἀναζητήσωμεν εἰς τὰς ἐκδηλώσεις αὐτὰς τὴν κεντρικωτέραν μορφήν των θὰ τὴν εὕρωμεν ἀναμφιβόλως εἰς τὴν πολιτικὴν ἀγωνίαν τοῦ Ἕλληνος φιλοσόφου διὰ τὴν κακοδαιμονίαν τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν. Ἀπὸ τὸ πολιτικὸν τοῦτο πάθος, τὸ συνοδευόμενον ἀπὸ τὴν τραγικότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν βίωσιν τοῦ πολιτικοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς, ἐξεπήγασεν ἡ φιλοσοφία τοῦ γόητος τούτου τῆς πολιτικῆς σκέψεως.
Εἰς ὥρας πολιτικῶν καὶ ἐθνικῶν κρίσεων ἡ πλατωνικὴ παρουσία ἐπικουρεῖ εἰς μίαν γνησίως ἀνθρωπιστικὴν σύνθεσιν τοῦ δυνατοῦ γενέσθαι τῆς πρακτικῆς πολιτικῆς μὲ τὸ δέον γενέσθαι τῆς πολιτικῆς ἠθικῆς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΒΟΥΡΒΕΡΗΣ
1. Κ. Βουρβέρη, Ἡ ἐθνικὴ συνείδησις τοῦ Πλάτωνος, Ἀθῆναι, 1939 κ.ἀ.
2. Ἡ λέξις «φιλέλλην», ἡ κεντρίζουσα εὐγνώμονα πλευρὰν τῆς ἐθνικῆς εὐαισθησίας τῶν Νεωτέρων Ἑλλήνων, εἶναι λέξις ἔχουσα ἱστορίαν τουλάχιστον δύο χιλιάδων πεντακοσίων ἐτῶν. Μὲ τὴν λέξιν αὐτήν, ἐκ τῶν πρώτων, καθόσον γνωρίζομεν, ὁ Ἠρόδοτος (2,17) χαρακτηρίζει τὸν Ἄμασιν, τὸν Αἰγύπτιον βασιλέα, δι' ὅσα ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων ἔπραξεν. Ἀργότερα ὁ Ρωμαῖος Ἀντώνιος, καθ' ἃ μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος (Ἀντών. 23,2) «φιλέλλην ἀκούων ἔχαιρεν, ἔτι δὲ μᾶλλον φιλαθήναιος προσαγορευόμενος». Καὶ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες: ὁ Εὐαγόρας τῆς Κύπρου, ὁ Ἰάσων τῶν Φερῶν, ὁ Ἀθηναῖος Κίμων, ὁ Σπαρτιάτης Ἀγησίλαος ὠνομάσθησαν φιλλέληνες. Ὁ Πλάτων, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, ὁ Ἰσοκράτης καὶ ὁ Ξενοφῶν θέλουν νὰ εἶναι καὶ οἱ Ἕλληνες φιλέλληνες. Σήμερον, ὅτε οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης συμπηγνύουν οἰκονομικὰς καὶ ἄλλας κοινότητας, μὲ συνδετικὴν ὕλην κοινὰ συμφέροντα τῶν ἐθνικῶν οἰκονομιῶν των, δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται, ὅτι, παρὰ τοὺς οἰκονομικοὺς καὶ χρησιμοθηρικοὺς τούτους δεσμούς, ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀφανέστεροι ἴσως, ἀλλὰ μονιμώτεροι πάντως δεσμοί, οἱ βαθείας ἱστορικῆς ριζώσεως εἰς τὰ σπλάχνα τῶν Εὐρωπαίων δεσμοὶ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πνεύματος, οἱ ἔχοντες κεντρικὸν σημεῖον καὶ ἀφετηρίαν τὸν ἑλληνικὸν πνευματικὸν πυρῆνα. Ἡ Εὐρώπη, ὡς πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἑνότης, κεῖται ἐν τῇ Ἑλλάδι. Οἱ Εὐρωπαίοι ὅλοι εἶναι σήμερον ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἠναγκασμένοι νὰ γίνουν ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ φιλέλληνες, ἂν θέλουν νὰ θεμελιώσουν συνειδητὴν μονίμου σταθερότητος εὐρωπαϊκὴν κοινότητα. Ἡ ἑλληνικὴ παιδεία ἀκριβῶς διὰ τὸν νέον τοῦτον ἰδιαίτερον λόγον ἀνανεώνεται σήμερον ὡς ἐντελεχειακὸς πυρὴν τῆς παιδείας τοῦ συνειδητοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου καὶ ὡς ζωντανὴ ἀρχὴ καὶ ἀφετηρία εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος.
3. Βλ. Κ. Βουρβέρη, Πλάτων καὶ Κρήτη, ἒν κεφάλαιον ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἀνθρωπογεωγραφίας, «Κρητικὰ Χρονικά», τόμ. Ζ΄, 1953, Ἀφιέρωμα εἰς Ἰω. Καλιτσουνάκην. Βλ. καὶ Πλάτ. Νόμ. Ε 747 d κ.ἑ. ὡς καὶ Α 625 d.
4. Ἠρόδ. 3, 106, 1: «(Ἡ Ἑλλὰς) τὰς ὥρας πολλὸν τι κάλλιστα κεκρημένας ἒλαχε». Πρβλ. καὶ 1, 142 καὶ 4, 28, ἔνθα ὁ λόγος περὶ τοῦ κλίματος τῆς χώρας τῶν Σκυθῶν, καὶ 9, 122, 3.
5. 262 c-d. Ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου τούτου βλ. ἐν Κ. Βουρβέρη, Ἡ ἐθνικὴ συνείδησις τοῦ Πλάτωνος, σελ. 17 κ.ἑ. ἔνθα παρατίθενται καὶ παραπομπαὶ σχετικαὶ μὲ τὴν χρῆσιν τῶν ὅρων Ἑλλὰς καὶ Ἕλληνες παρὰ Πλάτωνι.
6. Ἔρευναν τῶν ἱστορικῶν γνώσεων τοῦ Πλάτωνος περὶ τῶν βαρβάρων λαῶν βλ. ἐν Κ. Βουρβέρη, Αἱ ἱστορικαὶ γνώσεις τοῦ Πλάτωνος, τόμ. Α΄: Βαρβαρικά, Ἀθῆναι 1938.
7. Ἀποφάνσεις τοῦ Πλάτωνος περὶ τῆς παλαιότητος τῶν βαρβάρων βλ. ἐν Κρατ. 409 d κ.ἑ., 425e, 426a, Νόμ. Β 656 d κ.ἑ., *Ἐπινομ. 987a.
8. Πολιτ. 262d, Μενέξ. 240a κ.ἑ., Νόμ. Γ 637e, 694c κ.ἑ.
9. Πρβλ. Νόμ. Θ 870a-b
10. Κ. Ι. Βουρβέρη, Κράτος καὶ παιδεία κατὰ τὸν Πλάτωνα, σελ. 12 κ.ἑ.
11. Λεπτομερὴ ἔκθεσιν τῶν συγκρίσεων τούτων μετὰ παραπομπῶν εἰς τὰ οἰκεῖα ἔργα τοῦ Πλάτωνος βλ. εἰς τὴν μνημονευθεῖσαν μελέτη ἡμῶν περὶ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τοῦ Πλάτωνος, σελ. 30 κ.ἑ.
12. Πρβλ. Μέν. 82b, Χαρμ. 159a, Ἀλκιβ. 111a, Κρατ. 409e κ.α., Τίμ. 21e, Κριτί. 113a κ.ἑ., 114b
13. Βλ. Κ. Ι. Βουρβέρη, Συμβολὴ εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ «Μενεξένου» τοῦ Πλάτωνος (Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης 1947). Θεσσαλονίκη.
14. Ἀλκιβ. 124a· πρβλ. Πρωτ. 343b, Φαῖδρ. 229e, Φίλ. 48c, Νόμ. ΙΑ 923a, Πολιτ. Δ 427b κ.ἑ., Ε 469a κ.ἑ., Ϛ 759c· πρβλ. Η 828a, Γ 686a, Θ 856e, 865b, 871d, IA 914a· πρβλ. καὶ Εὐθύδ. 299c, Φαῖδρ. 235d, Πολιτ. Δ 427c. Ἐπὶ πλέον μνημονεύονται τὰ μαντεία τῆς Δωδώνης καὶ τοῦ Ἄμμωνος, Νόμ. Ε 738b-c· πρβλ. Πολιτικ. 257b καὶ Φαῖδρ. 244b, 274d, 275c.
15. Νόμ ΙΒ 950e· πρβλ. καὶ Νόμ. ΙΒ 947a, 951a κ.ἑ., Ἱππ. ἐλ. 363c, Πολιτ. Ε 465d· πρβλ. καὶ Λύσ. 205c, Νόμ. Ζ 822b, H 840a, Φαῖδρ. 236β, Ἱππ. ἐλ. 368b.
16. Νόμ. Δ 717b, Εὐθύδ. 302b, Νόμ. Θ 881d, Χαρμ. 157e, Μενέξ. 249a, Νόμ ΙΑ 923d, Ἐπιστ. Ζ 332e, Nόμ. Ϛ 785a, Ἐπιστ. Η 357b, Πολιτ. Δ 427c, Νόμ. Β 680a, Ζ 793a, IB 959b, 947c, Πολιτικ. 290e, Νόμ. Ζ 793b, Πολιτικ. 295a, 298d, 301a, Πολιτ. Ζ 538d κλπ.
17. Περὶ τούτων λεπτομερῶς βλέπε τὴν ἔρευναν Κ.Ι.Βουρβέρη, Αἱ ἱστορικαὶ γνώσεις τοῦ Πλάτωνος, τόμ. Α΄ Βαρβαρικά, Ἀθῆναι 1938 καὶ τόμ. Β΄, τμῆμα 1ον: Πλάτων καὶ Ἀθῆναι, Ἀθῆναι 1950.
18. Βλ. *Γ Ἐπιστολὴν 315d, 316b, 319b-c.
Πηγή: Περιοδικό Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ἑλλήνων Φῶς