Ὁ μῦθος τῆς δημιουργίας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας
Πλάτων
Προκειμένου νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἀντίρρηση τοῦ Σωκράτη ἀναφορικὰ μὲ τὸ διδακτὸ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς (ὅτι, δηλαδή, ἐνῷ γιὰ τὰ ἄλλα ζητήματα οἱ Ἀθηναῖοι συμβουλεύονται τοὺς εἰδικούς, γιὰ τὰ πολιτικὰ θέματα ἀκοῦν ὁποιονδήποτε, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἀπαιτεῖται εἰδικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἀπόκτησή της – βλ. σχετικὰ ΠΛ Πρωτ 317e–320c), ὁ Πρωταγόρας καταφεύγει στὴν ἀφήγηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ μύθου γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτων. Πρωταγόρας. Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ἀθῆνα: Ζαχαρόπουλος.
ΠΛ Πρωτ 320c–324d
Ἦταν κάποτε καιρὸς ποὺ θεοὶ ὑπῆρχαν, θνητὰ ὅμως γένη δὲν ὑπῆρχαν. Κι ὅταν ἦρθεν ὁ χρόνος ὁ ὡρισμένος ἀπὸ τὴ μοῖρα γιὰ τὴ γέννηση κι αὐτῶν, τὰ πλάθουν οἱ θεοὶ στὰ ἔγκατα τῆς γῆς ἀπὸ μίγμα γῆς καὶ φωτιᾶς, καὶ ἀπὸ ὅσα ἀνακατεύονται μὲ γῆ καὶ φωτιά. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὰ φέρουν στὸ φῶς, διέταξαν οἱ θεοὶ τὸν Προμηθέα καὶ τὸν Ἐπιμηθέα νὰ ἐφοδιάσουν καὶ νὰ μοιράσουν στὸ καθένα τους ταιριαστὲς ἰδιότητες. Ὁ Ἐπιμηθεὺς ζητᾷ τότε ἀπὸ τὸν Προμηθέα νὰ τὸν ἀφήση νὰ κάμῃ αὐτὸς τὴ διανομή. Κι ἅμα, εἶπε, ἐγὼ τελειώσω, κάνεις ἐσὺ τὴν ἐπιθεώρησή σου· ἔτσι τὸν ἔπεισε καὶ κάνει τὴ διανομή. Μοιράζοντας λοιπὸν σὲ ἄλλα ἔδινε δύναμη χωρὶς ταχύτητα, ἀλλὰ τὰ πιὸ ἀδύνατα τὰ ἐφοδίαζε μὲ ταχύτητα· σὲ ἄλλα ἔδινε ὅπλα, καὶ ὅσων ἄφηνε ἄοπλη τὴ φύση γι' αὐτὰ ἔβρισκε μὲ τὸ νοῦ του κάποιαν ἄλλη ἱκανότητα γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ὅσα, ἀλήθεια, ἀπ' αὐτὰ ἔντυνε μὲ μικρὸ σῶμα, σ' αὐτὰ ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ φεύγουν πετώντας ἤ νὰ κατοικοῦν μέσα στὴ γῆ· κι ὅσα μεγάλωνε κατὰ τὸ μέγεθος, μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο πάλι τὰ ἔσωζε· ἔτσι μοίραζε καὶ τὶς ἄλλες ἰδιότητες ἰσορροπώντας τις μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅλα αὐτὰ τὰ σοφιζόταν, ἐπειδὴ πολὺ πρόσεχε μήπως κανένα γένος ἐξαφανιστῆ. Κι ἀφοῦ τὰ ἐφοδίασε ἀρκετὰ γιὰ νὰ ξεφεύγουν τὴν ἀλληλοκαταστροφή, σοφιζόταν μέσα προστατευτικὰ γιὰ τὶς μεταβολὲς τοῦ καιροῦ ποὺ στέλνει ὁ Ζεύς, ντύνοντάς τα μὲ πυκνὸ τρίχωμα καὶ στερεὰ δέρματα, ἱκανὰ νὰ προφυλάσσουν ἀπὸ τὸ κρύο, κατάλληλα καὶ γιὰ τὶς ζέστες, κι ἀκόμη, ὅταν πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν, τὰ ἴδια αὐτὰ νὰ τοὺς εἶναι στρωσίδι δικό τους καὶ ἀπὸ φυσικοῦ του στὸ καθένα, καὶ παπουτσώνοντας τὰ ἄλλα μὲ ὁπλές, κι ἄλλα [μὲ τρίχωμα καὶ] μὲ δέρματα στερεὰ καὶ ἄναιμα. Ὕστερα ἀπ' αὐτὸ τοὺς προμήθευε τροφὲς σὲ ἄλλα ἄλλες, σὲ ἄλλα χορτάρι ἀπὸ τὴ γῆ, σὲ ἄλλα καρποὺς δέντρων, καὶ σὲ ἄλλα ρίζες· σὲ μερικὰ ἄφησε τροφή τους νὰ εἶναι ἡ βορὰ ἄλλων ζῴων σ' αὐτὰ ὅμως τὰ ζῷα ταίριασε τὴν ἰδιότητα νὰ γεννοῦν λίγους ἀπογόνους, ἐνῷ σὲ κεῖνα ποὺ τρώγονταν ἀπ' αὐτά, ταίριασε τὴν πολυγονία, βρίσκοντας ἔτσι σωτηρία γιὰ τὸ γένος τους. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἐπιμηθεὺς δὲν ἦταν πολὺ σοφὸς καταξόδεψε, χωρὶς νὰ τὸ πάρη εἴδηση, τὶς ἰδιότητες στὰ ἄλογα ζῶα· τοῦ ἔμενε ἀκόμη ἀνεφοδίαστο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ.
Ἀπάνω σ' αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο ἔρχεται ὁ Προμηθεὺς νὰ ἐπιθεωρήση τὴν κατανομή, καὶ βλέπει τὰ ἄλλα ζῷα νὰ τὰ ἔχουν ὅλα ταιριαστά, καὶ τὸν ἄνθρωπο τὸν βλέπει γυμνό, καὶ ἀνυπόδητο, χωρὶς στρωσίδι καὶ ὅπλο· ἐρχόταν κιόλας καὶ ἡ ὡρισμένη ἀπὸ τὴ μοῖρα μέρα, ὅπου ἔπρεπε καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ γῆ στὸ φῶς. Κυριευμένος ὁ Προμηθεὺς ἀπὸ τὴ δυσκολία τί λογῆς σωτηρία νὰ βρῇ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, παίρνει κρυφὰ τὴν τεχνικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ μαζὶ τὴ φωτιὰ ―γιατί ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀποκτήση κανεὶς ἤ νὰ χρησιμοποιήση τὴν ἱκανότητα αὐτὴ χωρὶς φωτιὰ― καὶ ἔτσι δὰ τὴ δωρίζει στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι λοιπὸν ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος τὶς τέχνες ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ τὴ ζωή του, τὴν πολιτικὴ ὅμως ἱκανότητα δὲν τὴν εἶχε· γιατί αὐτὴ ἦταν κοντὰ στὸ Δία. Κι ὁ Προμηθέας δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μπῇ μέσα στὴν ἀκρόπολη, στὴν καθέδρα τοῦ Δία· κοντὰ σ' αὐτὸ καὶ οἱ φρουροὶ τοῦ Δία ἦταν φοβεροὶ· στὸ κοινὸ ὅμως ἐργαστήρι τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἡφαίστου, ὅπου οἱ δύο τους ἐργάζονταν τὶς τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, κλέβει τὶς τέχνες μὲ φωτιὰ τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὶς ἄλλες τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τὶς δίνει στὸν ἄνθρωπο· ἀπ' αὐτὸ εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε πλούσια τὰ μέσα γιὰ τὴ ζωή του, ὁ Προμηθεὺς ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ Ἐπιμηθέως κατηγορήθηκε ὕστερα, ὅπως λέγουν, γιὰ κλοπή.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος κρατεῖ ἀπὸ θεϊκὴ μοῖρα, πρῶτα πρῶτα ἕνεκα τῆς συγγένειας πρὸς [τὸν θεό], μόνος ἀπὸ τὰ ζῷα πίστεψε θεούς, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἱδρύῃ καὶ βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα γλήγορα κατώρθωσε νὰ διαρθρώσῃ μὲ τὴ γνωστὴ τέχνη φωνὴ καὶ λέξεις, καὶ βρῆκε κατοικίες καὶ ἐνδύματα καὶ ὑποδήματα καὶ στρωσίδια καὶ τὶς τροφὲς ἀπὸ τὴ γῆ. Ἔτσι ἐφοδιασμένοι οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀρχὴ κατοικοῦσαν διασκορπισμένοι· δὲν ὑπῆρχαν ὅμως πόλεις. Καταστρέφονταν λοιπὸν ἀπὸ τὰ θηρία, γιατί παντοῦ καὶ πάντα ἦταν ἀσθενέστεροι ἀπ' αὐτὰ· οἱ τεχνικές τους δεξιότητες, καλὸς βοηθὸς γιὰ τὸν πορισμὸ τροφῆς, ὑστεροῦσαν στὸν πόλεμο μὲ τὰ θηρία· γιατί δὲν εἶχαν ἀκόμη τὴν πολιτικὴ τέχνη, ποὺ μέρος της εἶναι ἡ πολεμική. Ἐπιδίωκαν λοιπὸν νὰ συγκεντρωθοῦν πολλοὶ μαζὶ καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις· ὅταν ὅμως μαζεύονταν, ἀδικοῦσαν ἕνας τὸν ἄλλον, γιατί δὲν εἶχαν τὴν πολιτικὴ τέχνη, ὥστε πίσω πάλι σκορπίζονταν ἐδῶ καὶ κεῖ καὶ καταστρέφονταν. Ὁ Ζεὺς τότε ἐπειδὴ φοβήθηκε γιὰ τὸ γένος μας, μήπως ὁλότελα ἐξαφανιστῆ, στέλνει τὸν Ἑρμῆ νὰ φέρῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰδὼ καὶ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ νὰ ὑπάρξῃ ἁρμονία στὶς πόλεις καὶ δεσμοὶ φιλίας δημιουργοί. Ρωτᾷ λοιπὸν ὁ Ἑρμῆς τὸ Δία, μὲ τί τρόπο νὰ δώση τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν αἰδὼ στοὺς ἀνθρώπους· νὰ τὶς μοιράση κι αὐτὲς ἔτσι ὅπως ἔχουν μοιραστῆ οἱ τέχνες; Τοῦτες ἔτσι ἔχουν μοιραστῆ· ἕνας ποὺ ξέρει τὴν ἰατρικὴ εἶναι ἀρκετὸς γιὰ πολλοὺς ποὺ δὲν τὴν ξέρουν· ἔτσι καὶ οἱ ἄλλοι τεχνῖτες. Καὶ τὴ δικαιοσύνη λοιπὸν καὶ τὴ ντροπὴ ἔτσι νὰ τὶς βάλω μέσα στοὺς ἀνθρώπους, ἤ νὰ τὶς μοιράσω σὲ ὅλους; Σὲ ὅλους, εἶπεν ὁ Ζεύς, καὶ ὅλοι νὰ ἔχουν τὸ μερδικὸ τους· γιατί δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν πόλεις, ἂν λίγοι μόνο μετεῖχαν σ' αὐτά, ὅπως στὶς ἄλλες τέχνες· καὶ νὰ βάλῃς νόμο ἀπὸ μέρους μου ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ μετέχῃ στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἐντροπὴ νὰ τὸν σκοτώνουν ὡς ἀρρώστεια γιὰ τὴν πόλη.
Ἔτσι λοιπόν, Σωκράτη, καὶ γι' αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ οἱ ἄλλοι καὶ οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν πρόκειται γιὰ τεκτονικὴ ἤ καμμιὰ ἄλλη τεχνικὴ ἱκανότητα, νομίζουν ὅτι λίγοι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ δίνουν γνώμη, κι ἂν κάποιος ὄντας ἔξω ἀπὸ τοὺς λίγους ἐπιχειρῇ νὰ δίνη γνώμη, δὲν ἀνέχονται, ὅπως σὺ ὑποστηρίζεις· μὲ τὸ δίκιο τους, ὅπως λέγω ἐγώ· ὅταν ὅμως ἔρχωνται νὰ ζητήσουν γνώμη σὲ θέμα ποὺ ἀναφέρεται σὲ πολιτικὴ ἱκανότητα, γνώμη ποὺ ὁλόκληρη πρέπει νὰ περνᾷ ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ σωφροσύνη, τότε σωστὰ δέχονται νὰ ἀκοῦν κάθε ἄνδρα, μὲ τὴ σκέψη ὅτι καθένας ταιριάζει νὰ ἔχῃ μέρος στὴν ἀρετή, ἀλλιῶς δὲ θὰ ὑπάρχουν πόλεις. Τούτη εἶναι, Σωκράτη, ἡ αἰτία αὐτοῦ τοῦ πράγματος.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζῃς πὼς πέφτεις σὲ πλάνη, ἂν δεχτῆς ὅτι πράγματι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν πὼς καθένας μετέχει στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἄλλη πολιτικὴ ἀρετή, νὰ πάρε τούτη ἐδῶ τὴν ἀπόδειξη. Στὶς ἄλλες, ἀλήθεια, ἱκανότητες, ποὺ σὺ ἀνάφερες, ἂν κανεὶς ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι καλὸς αὐλητής, ἤ ξέρει κάποια ἄλλη τέχνη ποὺ δὲν ξέρει, ἤ τὸν κοροϊδεύουν ἤ θυμώνουν μαζί του, καὶ οἱ δικοί του ἔρχονται καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν φέρουν στὰ λογικά του, σὰν νὰ εἶναι τρελλός. Στὴ δικαιοσύνη ὅμως καὶ στὴν ἄλλη πολιτικὴ ἀρετή, ἀκόμη καὶ ἂν ξέρουν κάποιον πὼς εἶναι ἄδικος, ἂν αὐτὸς μόνος του μπροστὰ σὲ πολλοὺς λέγῃ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνο ποὺ νόμιζαν στὴν πρώτη περίπτωση σωφροσύνη, νὰ λέγῃ κανεὶς τὴν ἀλήθεια, ἐδῶ τὸ λένε τρέλλα, καὶ δέχονται πὼς ὅλοι πρέπει νὰ λένε ὅτι εἶναι δίκαιοι, εἴτε εἶναι εἴτε ὄχι, καὶ ὅτι εἶναι τρελλὸς ὅποιος δὲν προσποιεῖται δικαιοσύνη· γιατί (εἶναι) ἀναγκαῖο νὰ μὴν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ μὴ μετέχῃ σ' αὐτήν, ἀλλιῶς νὰ μὴ ζῇ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅσο γιὰ τὸ ζήτημα λοιπὸν ὅτι εὔλογα δέχονται οἱ Ἀθηναῖοι κάθε ἄνδρα σύμβουλο σ' αὐτὴ τὴν ἀρετή, γιατί πιστεύουν ὅτι καθένας μετέχει σ' αὐτήν, αὐτὰ λέγω. Ὅτι ὅμως δὲν πιστεύουν ὅτι ἡ ἀρετὴ αὐτὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴ φύση οὔτε ἀπὸ τύχη, ἀλλὰ διδάσκεται, καὶ τὴ φτάνει, ὅποιος τὴ φτάνει, μὲ τὴν ἐπιμέλειά του, αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ τὸ πρῶτο θέμα θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ ἀποδείξω. Γιατί γιὰ ὅσα κακὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὅτι τὰ ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση, ἤ ἀπὸ τύχη, κανεὶς οὔτε θυμώνει, οὔτε συμβουλεύει οὔτε διδάσκει οὔτε τιμωρεῖ ὅσους τὰ ἔχουν, γιὰ νὰ πάψουν νὰ εἶναι τέτοιοι, ἀλλὰ τοὺς λυποῦνται· στοὺς ἄσχημους λόγου χάρη, τοὺς κοντοὺς ἤ ἀδύνατους ποιὸς εἶναι τόσο ἀνόητος ὥστε νὰ ἐπιχειρῇ νὰ τοὺς κάμῃ κάτι ἀπ' αὐτὰ ποὺ εἶπα; Γιατί ξέρουν, νομίζω, ὅτι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν τύχη ἔρχονται στοὺς ἀνθρώπους οἱ καλὲς αὐτὲς ἰδιότητες καὶ οἱ ἀντίθετές τους· ὅσα ἀγαθὰ ὅμως νομίζουν ὅτι τὰ ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἐπιμέλεια, ἄσκηση καὶ διδασκαλία, ὅταν κανεὶς δὲν τὰ ἔχῃ, ἀλλὰ ἔχῃ τὰ ἀντίθετά τους κακά, γι' αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔχομε καὶ τοὺς θυμοὺς καὶ τὶς τιμωρίες καὶ τὶς παραινέσεις.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ μὲ μία λέξη ὅ,τι εἶναι ἀντίθετο στὴν πολιτικὴ ἀρετὴ· ὅπου λοιπὸν καθένας θυμώνει μὲ τὸν καθένα καὶ τὸν νουθετεῖ, εἶναι φανερὸ πὼς αὐτὸ γίνεται γιατί πιστεύουν ὅτι τὴν ἀρετὴ αὐτὴ τὴν ἀποκτᾷ κανεὶς μὲ ἐπιμέλεια καὶ μάθηση. Ἂν θελήσης ἀλήθεια, Σωκράτη, νὰ στοχαστῆς σὲ τί ἀποσκοπεῖ ἡ τιμωρία τῶν ἀδικούντων, μόνο του αὐτὸ θὰ σοῦ ἀποδείξη, ὅτι ὁ κόσμος τουλάχιστο πιστεύει ὅτι ἡ ἀρετὴ εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀποκτᾷ κανείς. Γιατί κανεὶς δὲν τιμωρεῖ ὅσους κάνουν τὸ ἄδικο, ἔχοντας τὸ νοῦ του σ' αὐτό, στὸ ὅτι ἀδίκησαν, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ὅποιος βέβαια δὲ ρίχνεται σὰ θηρίο στὴν ἐκδίκηση, ἀσυλλόγιστα. Ὅποιος μὲ σκέψη ἔρχεται στὴν τιμωρία, δὲν τιμωρεῖ ἕνεκα τοῦ ἀδικήματος ποὺ ἔγινε ―ὅ,τι ἔγινε δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κάμῃς νὰ μὴ ἔχῃ γίνει― ἀλλὰ γιὰ τὸ μέλλον, γιὰ νὰ μὴ ἀδικήση ξανὰ μήτε αὐτὸς ὁ ἴδιος, μήτε ἄλλος ποὺ εἶδε νὰ τιμωροῦν αὐτόν. Καὶ ὅταν σκέπτεται ἔτσι, σκέπτεται ὅτι ἡ ἀρετὴ διδάσκεται· τιμωρεῖ λοιπὸν γιὰ νὰ ἀποτρέψη ἀπὸ τὸ κακό. Αὐτὴ λοιπὸν τὴ γνώμη ἔχουν ὅσοι ἐπιβάλλουν τιμωρίες καὶ στὴν ἰδιωτικὴ καὶ στὴ δημόσια ζωὴ· καὶ τιμωρίες καὶ κολασμοὺς ἐπιβάλλουν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι σὲ ὅσους νομίζουν ὅτι κάνουν ἀδικίες, καὶ μάλιστα οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ συμπολῖτες σου· ὥστε σύμφωνα μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς καὶ οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ πιστεύουν ὅτι ἡ ἀρετὴ διδάσκεται καὶ μαθαίνεται. Ὅτι λοιπὸν σωστὰ δέχονται οἱ συμπολῖτες σου καὶ τὸ χαλκιᾶ καὶ τὸ σκυτοτόμο νὰ δίνουν γνώμη γιὰ τὰ θέματα τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς, καὶ ὅτι πιστεύουν πὼς ἡ ἀρετὴ διδάσκεται καὶ μαθαίνεται, σοῦ ἀπέδειξα, Σωκράτη, ἱκανοποιητικά, ὅπως μοῦ φαίνεται.
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἦν γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη [320d] οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται. ἐπειδὴ δ’ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ Ἐπιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει. Προμηθέα δὲ παραιτεῖται Ἐπιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι, «Νείμαντος δέ μου», ἔφη, «ἐπίσκεψαι»· καὶ οὕτω πείσας νέμει. νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, [320e] τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε [321a] αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν. ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ [321b] ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν• καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων. ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν [321c] καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα• λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, [321d] κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί ―ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι― καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν ―πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν― εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ [321e] ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ [322a] βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι’ Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς [322b] ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν• ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής ―πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική― ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. [322c] Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις· «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας νείμω; νενέμηνται δὲ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ [322d] οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;» «Ἐπὶ πάντας», ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων· οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν· καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως». οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ Ἀθηναῖοι, ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς, ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν [322e] τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς ―εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι― ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολι[323a] τικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις. αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.
Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν [323b] ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]• ὡς ἀναγ[323c] καῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.
Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι [323d] φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, [323e] ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ [324a] συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς· ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν. οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις [324b] μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται· ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται ―οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη― ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν· ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ [324c] τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται· ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι [324d] φαίνεται.
Πηγή: Ἁγία Ζώνη