Η ΦΥΓΗ.

~ . ~

Τὸ ἑπόμενον γεγονὸς ἀνάγεται εἰς τὴν καταστρεπτικὴν μάχην τῆς 20 Ἰουλίου τοῦ 1792 καὶ εἰς τὴν φθορὰν, ἢν ὑπέστησαν τὰ στρατεύματα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ὑπὸ τῶν Σουλιωτῶν στρατηγοῦντος τότε τοῦ ἀειμνήστου Λάμπρου Ζαβέλλα. Περιττὸν ν' ἀναφέρῃ τὶς ἐνταῦθα τὰ καθ' ἕκαστα τῆς ἀθανάτου νίκης. Μόνον ἐνθυμίζομεν ὅτι τοιοῦτος ὑπῆρξε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ τρόμος τοῦ Ἀλῆ, ὥστε παραιτήσας τὸ πεδίον τῆς μάχης διέῤῥηξε δύο ἵππους φεύγων ἀνάδρως εἰς Ἰωάννινα, ἔνθα καὶ, θάνατον ἀπειλῶν, ἀπηγόρευσεν εἰς πάντας νὴ μὴ ἐξέλθωσι τῶν οἰκιῶν ἐπὶ δεκαπέντε ὅλας ἡμέρας, ἴνα μὴ ἴδωσι καὶ μαρτυρήσωσι τὴν ἄθλιαν καὶ ὀδυνηρὰν κατάστασιν τῆς τόσον καιρίως τραυματισθείσης στρατιᾶς του. Ἄλλος ἂς ὑμνήσῃ τὴν ἀκαταμάχητον ἀνδρείαν τῶν Σουλιωτίδων ἀμαζόνων καὶ τὴν πολεμικὴν μέθην τοῦ Λάμπρου. Ἐγὼ εὐαρεστοῦμαι μᾶλλον εἰς τὴν καταισχύνην τοῦ τυράννου, ὂν παραχώρησις θεία εἶχε πέμψῃ τελευταίαν βάσανον εἰς τὸ Ἑλληνικὸν ἔδαφος, ὅπως ὑπὸ τὴν μάχαιραν αὐτοῦ πληρώσωμεν τέλος ἅπαντα τὰ προπατορικὰ πλημμελήματα καὶ οὔτως ἀμώμους καὶ παντὸς ῥύπου κεκαθαρμένους παραλάβῃ ἡμᾶς κοινωνοὺς τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ αὐτῆς δείπνου ἡ ἀληθὴς θεότης τοῦ κόσμου τούτου ἡ Ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α.

~ . ~

Η ΦΥΓΗ.

~ . ~

Τἄλογο! τἄλογο! Ὁμὲρ Βριώνη, Τὸ Σοῦλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακόνει. Τἄλογο! τἄλογο! ἀκοῦς σουρίζουν Ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν. Γιὰ ἰδὲς σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε! Κάτου ἀπ' τὸ βράχο τους πῶς ῥοβολᾶνε! 'Δὲς τὰ κεφάλια μας, 'δὲς τὰ κουφάρια Κοιλᾶνε ἀνάκατα σὰν νἆν' λιθάρια. Τἄλογο! τἄλογο! Ἀκοῦς πῶς σκούζουν! Οἱ λύκοι φθάσανε, ῥυάζονται, γρούζουν. Ἂνοιξ' ἡ κόλαση καὶ μοῦ ξερνάει Τὸν μαῦρον κόσμο της γιὰ νὰ μὲ φάῃ. Βριώνη, πρόφθασε· ἀκόμη ὀλίγο, Κι' ἀπὸ τὰ νύχια τους δὲ θὰ ξεφύγω. Τἄλογο, γνώρισα τὴ φουστανέλλα Τοῦ ἐχθροῦ μου τἄσπονδου Λάμπροο Ζαβέλα. Δὲν τόνε βλέπετε, σὰ Χάρος φθάνει Ψηλ' ἀνεμίζοντας τὸ γιαταγάνι. Νοιώθω τὸ χέρι του μὲς τὴν καρδιὰ Ποῦ πάει σπαράζοντας τὰ σωθικά. Ἀνεμοστρόβιλος, θεοποντή, Ὅλα σὰ σύφουνας θὰ καταπιῇ. Τὸ μάτι ἐπάνω μου ἄγρια στηλόνει, Μαχαῖρι δίκοπο μέσα μου χώνει, Κρύο τὸ σίδερο χωνεύει, σφάζει. Ἀκοῦτε, ἀκούτέ τον πῶς μοῦ φωνάζει Νοιώθω τὸ χνῶτό του φωτιὰ ζεστὸ Πὤρχετ' ἐπάνω μου σὰ νᾆναι φιό. Τἄλογο! τἄλογο, Ὁμὲρ Βριώνη. Ὁ ἥλιος ἔπεσε νύχτα σιμόνει.... Ἂστρα λυτρῶστε με· αὐτὴ τὴ χάρη Ζητᾶ ὁ Ἀλήπασας, πιστὸ φεγγάρι. Ἐμπρός του στέκεται καμαρωμένο, Μαῦρο σὰν κόρακας χρυσὰ ντυμένο Ἄτι ἀξετίμωτο, φλόγα φωτιά, Καθάριο, Ἀράπικο, τὸ λὲν Βορειά. Χτυπάει τὸ πόδι του, σκάφτει τὸ χῶμα, Δαγκάει τὸ σίδερο πὤχει στὸ στόμα. Ῥουθούνια διάπλατα καὶ τεντωμένα Ἀχνίζουν κόκκινα σὰ ματωμένα. Ἀκούει τὸν πόλεμο καὶ χλημητάει. Ταὐτιά του τέντωσε, ἄγρια τηράει. Ὀλόρθ' ἡ χήτη του, ὀλόρθ' ἡ ὀρὰ, Λιγάει τὸ σῶμά του σὰν τὴν ὀχειά. Σκόνεται λαίμαργο στὰ πισινά του. Λάμπουν τὰ νύχια του, τὰ πέταλά του Λὲς καὶ δὲν ἔγγιζε κάτου στὴ γῆ... Κρῖμα ποῦ τὤθελαν γιὰ τὴ φυγή!... Ὁ Λάμπρος τὤβλεπε κι' ἀπὸ τὴ ζήλια, Κρυφ' ἀναστέναξε, δαγκάει τὰ χείλια. «Ἂτι περήφανο, νὰ σ' εἶχα ἐγὼ, Μέσα στὰ Γιάννινα ἢθελα 'μπῶ.» Ὡς τόσ' ὁ Ἀλήπασας ἀπὸ τὸν τρόμο Τὴ χήτη του ἅρπαξε, πετάει στὸν ὦμο Σὰ βόλι γλήγορο, σὰν ἀτραπή. Τὸ ἄτι χάθηκε μὲ τὸν Ἀλῆ, Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα! Τοὺς ἐκυνήγαε ἀχνὴ τρομάρα· Νύχτα κατάμαυρη καὶ συγνεφιὰ Γύρω τους στέκονται γιὰ συντροφιά. Λόγκους περάσανε χαντάκια μύρια. Αἵματα στάζουνε τὰ φτερνιστήρια· Ἀφροὺς σὰ θάλασσα τἄλογο χύνει, Σκιάζεται ὁ Ἀλήπασας, καιρὸ δὲ δίνει. Καθὼς διαβαίνουνε, τρίζει ἕνα ξύλο, Φυσάει ὁ ἄνεμος, πέφτει ἕνα φύλλο, Πουλάκι ἐπέταξε, φεύγει ζαρκάδι, Νεράκι πὤτρεχε μὲς τὸ λαγκάδι, Ὅλα ὁ Ἀλήπασας, ὅλα τρομάζει, Κρύος ὁ ἵδρωτας βρύση τοῦ στάζει. Τἄλογο αὐτιάζεται, δὲν ἀνασαίνει, Τὰ πόδια ἐστήλωσε, λύκος διαβαίνει, Καὶ κειὸς τὰ δάχτυλα σφίγγει στὴ σέλλα Τὰ μάτια του ἔβλεπαν παντοῦ Ζαβέλλα. Παντοῦ τοῦ φαίνονται πῶς εἶν' κρυμμένα Σπαθιὰ ποῦ λάμπανε ξεγυμνωμένα. Μακρυὰ τὰ γένεια του, ἄσπρα σὰ χιόνι, Τὰ πέρνει ὁ ἄνεμος σκόρπια τ' ἁπλόνει, Ἐμπρὸς στὸ στόμα του καὶ στὸ λαιμὸ Λὲς καὶ τὸν ἔχουνε γιὰ πηνιμό. Καθὼς τὰ κύματα μὲ τὴ νοτιά Τὴ νύχτα χάνονται στὴ σκοτεινιὰ, Καὶ δὲ χωρίζουνε παρὰ οἱ ἀφροί των Ψηλὰ ποῦ ἀσπρίζουνε στὴ κορυφή των, Ἔτζι καὶ τἄλογο κεῖνο τὸ βράδυ Σὰν κῦμα διάβαινε μὲς τὸ σκοτάδι, Κῦμα ὁλοφούσκωτο καὶ σκοτεινὸ, Πὤχει τ' Ἀλήπασα τὰ γένεια ἀφρό. Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι. Φθάνει κ' ἐδείλιασε τὸ μαῦρο τἄτι, Φθάνει καὶ τρέμουνε τὰ γόνατά του· Ἀκοῦς πῶς βράζουνε τὰ σωθικά του! Λυσσάει ὁ Ἀλήπασας καὶ βλαστημᾷ. Τὸ φτερνιστήρι του χώνει βαθειά. Τὸ ἄτι φούσκωσε, βαρειὰ μουγκρίζει, Δίνει ἕνα πήδημα καὶ γονατίζει. Ἡ καρδιὰ μέσα του χτυπάει σφυρὶ, Ταὐτιά του γέρνουνε, πέφτει στὴ γῆ. Σπαράζει, ἀνδρειεύεται καὶ ῥοχαλιάζει, Ἀπ' τὰ ῥουθούνια του τὸ αἷμα στάζει. Κ' ἐκεῖ ποῦ τἄλογο ψυχομαχάει, Βουβὸς στὴ λύσσα του ὁ Ἀλῆς τηράει, Τηράει ἀνήσυχος, ἀχνὸς, νὰ ἰδῇ. Τ' αὐτιά του ἐτέντωσε ν' ἀκουρμαστῇ. Ἀκόμα σκιάζεται τοῦ ἐχθροῦ τὰ βόλια, Καὶ ἁρπάζει τρέμοντας τὰ δυὸ πιστόλια. Τἄτι τὸ δύστυχο δίπλα στὸ χῶμα Χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ἀκόμα, Καὶ δὲν τὸν ἄφινε καλὰ νὰ ἀκούσῃ Ἂν κεῖν' οἱ δαίμονες τὸν κυνηγοῦσι. Ἄφριασ' ὁ Ἀλήπασας, καίετ', ἀνάφτει. Τὰ βόλια τὤφτεψε μὲς τὸ ῥιζάφτι. Τἄτι ἐταράχτηκε σὰν τὸ στοιχιὸ Καὶ μ' ἕνα μούγκρισμα μένει νεκρό. Τὸ μάτι ἀκίνητο καὶ καρφωμένο Ἔμειν' ἐπάνω του θολὸ, σβυμένο. Ἀκούει πατήματα, φωναῖς πολλαῖς... Ἂχ τὸν ἐπρόδωκαν ᾑ πιστολιαῖς! Σιμόνει ὁ θόρυβος, τὸ αἷμά του πήζει, Ἔπιασε τἄλογο γιὰ μετερίζι. Γιομίζει τ' ἃρματα, καὶ στὸ μαχαῖρι Σιγὰ καὶ τρέμοντας ῥίχνει τὸ χέρι. Ἀκούει ποῦ φώναζαν, «Βιζίρη Ἀλῆ.» Κ' ἐκεῖνος ἔλυωσε σὰν τὸ κερί. Πάλαι φωνάζουνε! Κάθε φορὰ Ἀκούεται ὁ θόρυβος πλέον σιμά. Τὸ μάτι ὁλάνοιχτο ὁ Ἀλῆς καρφόνει «Βοήθα με, φώναξε, Ὀμὲρ Βριώνη.» Ἔτζι ὁ Ἀλήπασας κυνηγημένος Μπαίνει στὰ Γιάννινα σὰν πεθαμμένος. Ὅσο κι' ἂν ἔζησεν, ἡ φουστανέλλα Τοῦ Λάμπρου τὤστεκε στὰ μάτια φέλα.

~ . ~



Πηγή: Μνημόσυνα, Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

Φωτογραφία: ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *