Ὁ βράχος καὶ τὸ κῦμα (Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Τὸ κῦμα, 1880, Albert Bierstadt Πηγή: wikiart.org

Τὸ κῦμα, 1880, Albert Bierstadt
Πηγή: wikiart.org

«Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ!» τὸ κῦμ' ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ, θολό, μελανιασμένο,
μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα.
μαῦρος βοριᾶς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι' ἄρματα, κούφια βοὴ γι' ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ ἐθέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποῦ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, ποὖπε τώρα,
βράχε, θὰ πέσῃς, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα.
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὤγλυφα καὶ σὤπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ' ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ ἰδῇ τὴν κατεφρόνεσι, ποῦ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποῦ σ' ἐφιλοῦσα,
μέρα καὶ νύχτα σ' ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποῦ σἄνοιγα, τὸ λάκκο ποὖθε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὸν ἄμμο.
Σκῦψε νὰ ἰδῇς τὴ ῥίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τἄφαγα, σ' ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήσῃ στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι»...

Ὁ βράχος ἐκοιμώτουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται. νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ῥυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβυσταις ἀχτῖδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάραις ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα
χίλιαις φοραῖς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν' ἀντιβοᾷ τρομακτικὰ χωρὶς κἄν νὰ ξυπνήσῃ·
καὶ σήμερ' ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσῃ.

«-Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τί μὲ φοβερίζεις:
Ποιὸς εἶσαι σὺ κ' ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζῃς,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγοῦδί σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνῃς
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένῃς,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' ἀφροὺς στεφανωμένο:
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι, μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω».

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκησι. Μ' ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεσι. Μ' ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ, καὶ τώρα, κύτταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατειά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχαῖς, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ᾅδη μου τ' ἀχνάρια…
Μ' ἐκαμες ξυλοκρέββατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…
Σὲ ξένους μ' ἔῤῥιξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ παθήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμ' ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντισε μὲ μιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβύεται, λυώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιξε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κ' ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κἀνεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποῦ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.



ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ
«ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ»
1961
«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»
Ἀντιγραφὴ: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *