Η ΛΥΤΡΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΪ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

(Ἡ ἱστορία μιᾶς πίστεως)

I

Δὲν εἶνε σύμπτωσις ποῦ ἀπαντηθήκανε στὸν κόσμο δυὸ ἄνθρωποι. Λίγοι στὸ κόσμο — ἴσως μοναδικοὶ — εἶνε ποῦ ἀπαντιῶνται. Γιατὶ ἀπαντιῶνται μόνο ὅσοι τραβᾶν δυὸ δρόμους χωρισμένους μὰ ... παράλληλους. Κ' ἔτσι ἔχει δίκηο ὁ κόσμος ποῦ παραξενεύεται. Γιατὶ ὅσοι δρόμοι — καὶ γιὰ τὸ "κόσμο" εἶνε ὅλοι — δ ι α σ τ α υ ρ ώ ν ο ν τ α ι, δὲ φέρνουν σὲ καμμιὰ συνάντηση — κι' ἃς εἶνε στὸν καθένα ποῦ περνάει ἀπάνου τους ἡ μιὰ στιγμὴ δοσμένη ποῦ θὰ χτυπήσῃ τὸν ἀγκώνα του στὸ διπλανό του — ἐνῶ γιὰ ὅσους οἱ δρόμοι εἶνε παράλληλοι, ἔρχεται πάντοτε μιὰ μέρα ποῦ ἀ ν τ α μ ώ ν ο υ ν ε — κι' ἃς μὴν εὑρῆκε ἡ Ἐπιστήμη, ὅσο κι' ἂν ἔψαξε, οὔτε πιὸ πέρα ἀπ' τὸν ὁρίζοντα: ἕ ν α — ἔστω τὸ πιὸ μικρὸ κι' ἀσήμαντο — σημάδι ποῦ θὰ μπορούσαν νὰ ἑνωθοῦν ἢ ἔστω καὶ μόνο ν' ἀκουμπήσουν δυὸ γραμμὲς ποῦ εἶνε παράλληλες. — Κι' ἄλλοτε ὁ κόσμος ἔλεγε πῶς εἶνε ἀναμφισβήτητα διαβολικὴ παρέμβασις, ἐνῶ σήμερα ποῦ πολιτίστηκε προσφεύγει σὲ μιὰ λύση πιὸ εὐσυνείδητη καὶ λέει ὅτι εἶνε ἡ σύμπτωσις. Ὅσο γιὰ τὴν Ἐπιστήμη: αὐτὴ κατάφερε νὰ παραβλέψῃ καθετὶ ποῦ εἶνε πιὸ σπάνιο ἀπ' τὸ καθημερινὸ καὶ ποῦ θὰ πρόσφερνε μιὰ ἐξαίρεση — ποῦ εὐσπρόσδεκτη δὲ θἄηταν διόλου — στοὺς κανόνες της! Γιατὶ ὅσο γιὰ τὴν Ἐπιστήμη: αὐτὴ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ (κ' ἔτσι ὅμως τέλειωσε μαζὶ της): ὅτι ἀνάμεσα ἀπὸ μᾶς κι' ἀπὸ τὰ γύρω μας στέκεται πάντοτε καὶ μόνο τὸ ἰντελλέκτο — καὶ δὲν ἐρώτησε ποτὲ τὶ τἄχα νἄεινε ἀ ν ά μ ε σ α ἀ π ὸ μ ᾶ ς κ α ὶ τ ὸ ν ἑ α υ τ ό μ α ς! Κι' ἔτσι ὅσοι ἐργάστηκαν μὲ τὸ ἰντελλέκτο μόνο δὲν ἀργήσανε (καὶ ποιὸς θὰ τὸ κατάφερνε πιὸ γρήγορα!) νὰ συνηθίσουνε νὰ ξεχωρίζουνε τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὸ κτῆνος — μὰ ὅμως ποτὲ δὲν ὠνειρεύτηκαν — γιατὶ εἶχαν πάντοτε ὕπνο ἀτάραχο — πῶς, ἂν ἐσκάβανε (γιατὶ δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπ' τοῦ νὰ σκάβουνε) πιὸ λίγο, ἴσως νὰ βρίσκαν μέσα μας καὶ κἄτι ἀλλιώτικο ποῦ θἄπρεπε νὰ τὸ χωρίσουν κι' ἀπ' τὸν "ἄνθρωπο!" Κι' ἔτσι σὲ μένα ἀπόμεινε νὰ δοκιμάσω κ' ἕνα τέτοιο τόλμημα. Τὰ πιὸ πολλὰ — ὅσα εἰπῶ — θὰ μοιάζουν σἄν παράλογα. Τὸ ξέρω. Γι' αὐτὸ καὶ λίγοι θὰ μὲ νοιώσουνε. Οὔτε ζητάω μιὰ ἐμπειρικὴ δικαίωση. Γιὰ μόνη μου δικαίωση βρῆκα πάντοτε τὴν ἴδια μου τὴ πίστη! Κ' ἔτσι: ὅσα εἰπῶ δὲ θὰ ζητήσω — οὔτε μπορῶ — νὰ τὰ στηρίξω σὲ λογικὲς ἢ ἐμπειρικὲς προϋποθέσεις. Γιατὶ ὅσο γιὰ τὸ λογικὸ: μοῦ εἶνε πολὺ ἐξαρτημένο ἀπ' τὶς ἀνθρώπινές μου ἰδιότητες — κι' ὅσο γιὰ τὴ πραγματικότητα: μοῦ εἶνε πολὺ ἐκφυλισμένη καὶ παραμορφωμένη (γιὰ νὰ μὴ πῶ: μασκαρεμμένη) ἀπ' τὴ καθημερινή της χρήση...!

II

Κι' ἀρχίζω ἀπ' τὸ δογματικὸ ξεκίνημα: "Δὲν εἶνε ποῦ νἄεινε σύμπτωσις!" ...................................................................................................................... Αἰῶνες περάσανε καὶ θὰ περάσουν κι' ἄλλοι ἀμέτρητοι, γιατὶ ἀσυμπλήρωτη εἶνε ἡ αἰωνιότης!... Ὅταν σκυμμένοι ἀπάνου στὸ παράθυρο ποῦ δείχνει 'ς ἕνα πέλαγος ἢ σὲ μιὰ ἀπέραντι πεδιάδα καὶ τὸ ξημέρωμα ἢ τὸ ἡλιοβασίλεμα τραβάει τὰ μάτια μας 'ς ἕνα σημάδι ἀόριστο τοῦ ὁρίζοντα — καὶ γράψουμε ὅπως ἔγραψα ἄλλοτε κ' ἐγὼ, μ' ἕνα βαρὺ ἀναστέναγμα, τοὺς στίχους: ".............Κ' ἔτσι γέρνουνε τὰ σύγνεφα βαρειὰ σὲ κἄποια Δύση κ' ἐμένα — ποῦ εἶμαι μόνος μου — μὲ παίρνουνε μαζὶ τους... ὅπως ὅλα μέσ' στὴ Χτίση..." ...ὅταν ζητᾶμε ἀπελπισμένα ἕνα κομμάτι ἀκόμα νὰ κρατήσουμε ἀπ' τὸ Σήμερα κ' ἔτσι μὲ φταίξιμο δικό μας, ἀπ' τὸ πολὺ συνειδητὸ ποῦ ἀσύνετα σταλάζουμε στὸ πέρασμα τοῦ Χρόνου, ἀρχίζει τ' Αὔριο πάντα ἀπ' τὴ παραμονή, δὲν ἐρωτήσαμε ποτὲ: "Περνάει ὁ Χ ρ ό ν ο ς πάνου μας ἢ μήπως καὶ περνᾶμε ἐ μ ε ῖ ς ἀπάνου ἀπὸ τὸ Χρόνο;".... Τὶ ἀπάντηση θὰ δίναμε στὸ τέτοιο ἐρώτημα; Ἅς ποῦμε λίγο ἀπὸ τ' ἀνείπωτα κι' ἀπ' ὅσα τὰ ὄντα ποῦ εἶνε πιὸ σοφὰ ἀπὸ μᾶς δὲ λένε — γιατὶ ξ έ ρ ο υ ν νὰ σωπαίνουν. Μὰ δὲ θὰ εἰπῶ κ' ἐγὼ περσότερα παρ' ὅσα λέει ἡ σιωπή τους. Κ' εἶνε γι' ἀπάντησις στὸ ἐρώτημά μου — ἕνα καινούργιο ἐρώτημα ποῦ μᾶς γεννιέται: "Ὑπάρχει Χρόνος ἀφοῦ ὑπάρχει Αἰωνιότης;".... Τὸ λογικὸ μέσ' στὴν ἀνικανότητά του ν' ἀναγνωρίσῃ, ἔστω καὶ μόνον ὑποθετικά, τὶς ἔννοιες ὅσες δὲ χωρᾶν στὴ καθαρὴ (πόσο λιγώτερο: στὴ πρακτική) του γνώση, θὰ παραβλέψῃ βέβαια τὴν αἰωνιότητα, ἀφοῦ δὲ μπορεῖ νὰ προϋποθέσῃ μιὰ δεδομένη ἔννοια ποῦ νὰ τῆς ἀντιστοιχῇ. Μὰ ὅμως γιὰ μένα — (ὅποιος ρωτάει: "γιατὶ", ἅς καταφύγῃ 'ς ὅσους κερδίζουν τὶς ἀλήθειες τους μὲ τ' ἀσυνείδητο καὶ νόθο κατασκεύασμα μιᾶς δικαιολογίας) — γιὰ μένα, λέω: ὑπάρχει αἰωνιότης. Κ' ἤτανεχτὲς καὶ σήμερα εἶνε καὶ θἄεινε κι' αὔριο ἡ ἴδια. Καὶ δὲ χωρίζεται σὲ Χτὲς καὶ σὲ Αὔριο. Κ' ἔτσι τὸ Σήμερα ποτὲ δὲν ἤταν Χτὲς. Κ' ἔτσι τὸ Σήμερα ποτὲ δὲ γίνεται Αὔριο. Γιατὶ ἡ Αἰωνιότης εἶνε μιὰ κατάστασις — εἶνε ἕνα α ἰ ώ ν ι ο Σ ή μ ε ρ α ποῦ ἀρχίζει καὶ τελειώνει στὸ Ἄπειρο. Δὲ ξετυλίγεται καὶ μένει πάντα στάσιμο! Πάνου ἀπ' αὐτὸ τὸ Σήμερα περνᾶμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρολόϊ ποῦ ἐβάλαμε νὰ μᾶς χτυπάῃ τὸ πέρασμα τοῦ Χρόνου — δὲ μᾶς μετράει στοὺς χτύπους του παρὰ μονάχα τὰ ἴδια μας τὰ βήματα. Κι' ἀπάνου μας δὲν εἶνε τίποτα ποῦ νὰ περνάῃ. Γιατὶ εἶνε — δὲν π ε ρ ν ᾶ ν ε ὅσα εἶνε γύρω μας... κι' ἀπ' ὅσα μᾶς συμβαίνουνε, τὰ πιὸ παράξενα, τὰ πιὸ ἀνεξήγητα, τὰ πιὸ παράλογα — δὲ ξέρω ποιὰ — πηγὴ ποῦ νἄεινε ἀπόξω, ἔστω λιγάκι... πιὸ ἔξω ἀπὸ τὰ στήθεια μας! Ὅσα γίνονται εἶνε ὅλα μέσα μας — κ' ἐμεῖς εἴμαστε ἡ Μοίρα μας — καὶ μέσα μας (κἄπως βαθύτερα ἀπ' τὴν ἐπιφάνεια ποῦ βλέπουν μέσα τους οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι) βρίσκεται ὁ Δ η μ ι ο υ ρ γ ό ς μ α ς!

III

Μᾶς διευθύνει δίχως νὰ τὸ ξέρουμε — Μᾶς κυβερνάει χωρὶς νὰ νοιώθουμε τὴ δύναμή του — Δὲν εἶνε τίποτα συνειδητό — Πολλὲς φορὲς μᾶς φαίνεται ἄσκοπο, γιατὶ μᾶς ἔμαθαν κ' ἐσυνηθίσαμε νὰ βάζουμε τὴ θέλησή μας τὴ συνειδητὴ πιὸ πάνου ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας: κ' ἔτσι τὸν βλέπουμε σἄν κάτι ξένο καὶ μιλᾶμε γιὰ μιὰ σύμπτωση ποῦ μᾶς ἐμπόδισε νὰ πᾶμε ἐκεῖ ποῦ θέλαμε νὰ φθάσουμε, ἐκεῖ ποῦ λέμε τάχα ὅτι ἢταν ὁ προορισμός μας — καὶ μιλάμε γιὰ μιὰ Μοίρα ποῦ στὰ χέρια της ἐπέσαμε ἄδικα καὶ ποῦ ἢταν ἄστοργη μαζί μας! Ὄχι! τίποτα δὲν εἶνε σ ύ μ π τ ω σ ι ς. Ἀπ' ἐναντίας: τὸ καθετὶ ποῦ μᾶς συμβαίνει εἶναι πολὺ σ υ μ π τ ω μ α τ ι κ ὸ γιὰ τὸν καθένα μας! Θὰ εἰπῆτε: αὐτὸ ποῦ λέω δὲν εἶνε παρὰ μόνο μιὰ δικαίωσις τῆς πραγματικότητος! Ὄχι! γιατὶ ἀκριβῶς εἶνε τὸ ἀντίθετο. Ἡ πραγματικότης κρατιέται πάντοτε ἀναπόφευκτα ἀπ' τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου. Μὰ ὅμως χρόνος δὲν ὑπάρχει σὲ καμμιὰ Αἰωνιότητα. Κ' ἔτσι ὅ,τι λέμε αὐθαίρετα: "πραγματικότητα", δὲν εἶνε παρὰ μόνο κἄτι ψεύτικο — εἶνε ἡ "Μάγια" (γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ τοὺς Ἰνδοὺς), ὁ πέπλος ποῦ τὰ μάτια μας πλανεύει κ' ἒτσι βλέπουμε ὅ,τι δὲν ὑπάρχει διόλου. Ἐμεῖς! ἐμεῖς εἴμαστε μόνο κι' οὔτε ἕνα κάτι πιὸ πολὺ ἀπὸ μᾶς! Μὰ ποιὸ εἶνε αὐτὸ ποῦ εἴμαστε ἐμεῖς; ποιὸ τάχα εἶνε τὸ κἄτι ἐκεῖνο ποὺ δικὸ μας εἶνε, ποῦ εἶνε πιὸ πολὺ δικὸ μας κι' ἀπ' τὴν ἴδια μας τὴ θέληση καὶ ποῦ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὴν ἀναιρεῖ καὶ τὴν ὑπερνικάει, ποῦ ἀπὸ "καλὸ" κι' ἀπὸ "κακὸ" κι' ἀπὸ τὴ διαφορά τους τίποτα δὲ ξέρει, ποῦ εἶνε πιὸ πάνου ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες ἀντιθέσεις, ποῦ ὅλα τὰ ἑνώνει σὲ μιὰ ὑπέργεια κι' ἂφταστη ἀρμονία, ποῦ γιὰ τὴ σύνθεσή της — μόνο γιὰ τὴ σύνθεσή της —, ἀδιάφορα ἀπὸ κάθε λογικὸ ἢ καὶ ἠθικὸ χρωματισμό, συμβαίνουν ὅλα ὅσα μᾶς φέρνει ἡ ζωή, τὰ πιὸ παράξενα ὡς τὰ πιὸ κανονικά, τὰ πιὸ ἀνεξήγητα ὡς τὰ φυσικώτερα;

IV

Εἶνε ὁ "Ρ υ θ μ ὸ ς" ποῦ πάει μπροστὰ κι' ἀκολουθάει τὸ καθετί. Εἶνε ὁ Ρυθμὸς ποῦ κυβερνάει τὸ κόσμο, ποῦ εἶμαστε ἐμεῖς κ' εἶνε συγχρόνως ὁ Θεός μας, ποῦ 'ς ὅλα τὰ ὄντα ὁ ἴδιος εἶνε καὶ ποῦ μοιάζει σἄν ἀπ' τὰ ὄντα τὰ ἴδια νὰ γεννήθηκε, ποῦ στέκεται πιὸ πάνου ἀπ' τὸ καλὸ ἢ κακό, ποῦ στέκεται πιὸ πάνου ἀπ' τὸ σωστὸ ἢ παράλογο, ποῦ ὑπερνικάει τὴ κάθε ἀνθρώπινη ἀντίθεση, ποῦ εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας κ' εἴμαστε ἐμεῖς ἡ ἀποκάλυψίς του, ποῦ ὅσα μᾶς γίνονται εἶνε μόνον οἱ ἦχοι του κι' ἃς μὴ τοὺς ἄκουσαν οἱ πιὸ πολλοὶ ποτὲ στὴ ζωή τους, ποῦ ὅλα ὅσα γίνονται εἶνε μόνο γιὰ τὴν ἐναρμόνηση τῶν ἤχων του. Ἕνα τραγούδι εἶνε μονάχα· μιὰ ὑπερκόσμια μουσική, εἶνε ὁ "Ρυθμὸς" ποῦ δὲ μπορεῖ νἄεινε ἠθικὸς ἢ ἀνήθικος, παράλογος ἢ λογικός, ποῦ εἶνε μονάχα — (τὶ περσότερο ὅμως νἄηταν) — ... ῥυθμικός! Κ' ἔτσι δὲν εἶνε τίποτα ποῦ νἄεινε σύμπτωσις. Τὸ πιὸ ἀνεξήγητο γιὰ τὴν ἀνθρώπινὴ μας σκέψη εἶνε κι' αὐτὸ ἕνα κῦμα ποῦ γεννιέται ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ Ρυθμοῦ τοῦ ἀπέραντου ποῦ κυβερνάει τὸ κόσμο, ποῦ ὅσο κι' εἶνε ἀπέραντος χωράει στὰ στήθεια μας κ' εἶνε δικὸς μας — γιατὶ τὰ στήθεια μας εἶνε πιὸ ἀπέραντα ἀπ' τὸ κόσμο ὁλόκληρο τὸν ὁρατό! Πέστε ὅπως θέλετε τὶς ἀντιλήψεις μου. Πέστε τις — τὶ μ' αὐτό; — μιὰ ... "αἰσθητικὴ κοσμοθεωρία", προσθέτοντας ἕνα βαθὺ θαυμαστικὸ καὶ πλάϊ του μιά παρένθεση κι' ἀνάμεσα απ' τὰ τόξα της τὰ λόγια: contradictio in adjecto... Ἀπὸ τὸ στόμα σ α ς θἄεινε σωστὰ εἰπωμένο — Ἐσεῖς εὑρήκατε ἕνα "ν ο ῦ" ποῦ κυβερνάει τὸ κόσμο, γιατὶ ἢταν εὔκολο νὰ καθορίστε μιὰ — ὁποιαδήποτε — ἔννοια παίρνοντάς την ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχό της, στὴ περίπτωσή μας: ἀπ' τὴν ἀ ν ο η σ ί α! Κ' ἔτσι ἐπροσδόσατε στὸ κάτι ἐκεῖνο — ποῦ τοῦ ἀναθέσατε νὰ κυβερνάῃ τὸ κόσμο —: τ ὶ ς ἀ ν θ ρ ώ π ι ν ὲ ς σ α ς ἰ δ ι ό τ η τ ε ς, ἀδιάφορα ἂν τὰ προτερήματὰ σας ἢ τὰ ἐλαττώματα, γιατὶ ἀπ' τ' ἀνθρώπινα δὲν εἶνε τίποτα ποῦ τὰ μπορῇ νὰ λογισθῇ χωρὶς τὸ ἀντίστοιχό του. Γι' αὐτὸ εἶνε δύσκολο νὰ νοιώσετε τὶ λέω καὶ μὲ τὸ δίκηο σᾶς μιλάω γιὰ ἕνα "Ρυθμό", γιατὶ δὲν εἶνε τίποτα συνειδητὸ κι' ἀνθρώπινο ποῦ νὰ μπορῆτε — ἔστω καὶ μόνο δοκιμαστικὰ — νὰ τοῦ προσφέρετε μιὰ θέση μέσ' στὴ σφαίρα τοῦ λογικοῦ σας — κι' ἃς εἶνε μέσα σας, κι' ἃς εἶσθε σεῖς ἡ ἴδια — μὰ ὅμως παράνομα παρεφθαρμένη του — ἀποκάλυψις. Μὰ ἐσεῖς ξεχάσατε τὸν ἑαυτὸ σας καὶ τὴν εὐθύνη σας ἀπέναντὶ του — καὶ μέσα σας δὲ βρήκατε ἄλλο τίποτα παρὰ μονάχα ἕνα κομμάτι "λογικὸ" ποῦ ἄλλους σᾶς ἔκαμε... σοφοὺς κι' ἄλλους σᾶς ἔκαμε ἢ λιθίους καὶ βρήκατε ἔτσι ὅτι κ' ἐδῶ εἶνε μιὰ καινούργια ἀντίθεσις ποῦ δίχως ἂλλο χρειάζεται μιὰ πιστοποίηση! Μέσα μας εἶνε ὁ κόσμος ποῦ εἶνε ἀπέραντος, ποῦ εἶνε πιὸ ἀπέραντος ἀπὸ τὸ κόσμο ὁλόκληρο τὸν αἰσθητὸ. Κ' ἔτσι εἶνε μέσα μας τοῦ καθενὸς ἡ ἀποστολὴ κ' εἶνε ἕνας κόσμος μέσα μας ποῦ ἀποζητάει τὴν Ἀπολύτρωση. Γ ι α τ ὶ ὁ κ α θ έ ν α ς μ α ς γ ε ν ν ι έ τ α ι κ' ἔ ρ χ ε τ α ι σ τ ὴ ζ ω ὴ μ ό ν ο κ α ὶ μ ό ν ο (μ ὰ ὅ μ ω ς π ο ι ὸ ς τ ὸ ν ο ι ώ θ ε ι!) γ ι ὰ ν ὰ γ ί ν ῃ ὁ Λ υ τ ρ ω τ ὴ ς τ ο ῦ κ ό σ μ ο υ π ο ῦ ε ἶ ν ε μ έ σ α τ ο υ, π ο ῦ μ ὲ τ ὴ γ έ ν ν η σ ὴ τ ο υ ὑ π ό τ α ξ ε κ ά τ ο υ ἀ π' τ ὸ ν ἄ δ ι κ ο ζ υ γ ὸ τ ο ῦ ἀ ν θ ρ ώ π ι ν ο υ! Κ' ἒτσι εἶνε μέσα μας φτωχοὶ ποῦ ἔχουν ἀπαίτηση γιὰ τὸ ψωμὶ τους — κ' ἔτσι εἶνε μέσα μας ἀδικημένοι ποῦ ἔχουν ἀνάγκη ἀπ' τὴ δικαίωσὴτους — κι' ἔτσι εἶνε μέσα μας παιδιὰ ποῦ ἔχουν δικαίωμα γνήσιο στὴ πατρότητὰ μας — κ' ἔτσι εἶνε μέσα μας ὁ Θεὸς ποῦ θὰ πεινάσῃ καὶ στὸ τέλος θὰ ... πεθάνῃ ἂν λείψῃ ἡ πίστις μας! Κ' ἔτσι εἶνε μέσα μας ἕνας "Ρυθμὸς" ποὺ ἀνάγκη ἔχει πολλὲς φορὲς νἄειμαστε πιὸ βουβοὶ καὶ πιὸ κλεισμένοι ἀπ' τὰ ὄντα ἀκόμα ποῦ εἶνε σοφώτερα ἀπὸ μᾶς! γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσουμε νὰ νοιώσουμε τοὺς ἢχους του καὶ νὰ πιστέψουμε στὴ δύναμὴ του καὶ στὸν ἑαυτὸ μας! Μὰ ὅμως ποιὸ δρόμο νὰ σᾶς δείξω ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ σᾶς φέρῃ σὲ μιὰ τέτοια πίστη; Δὲ ξέρω νὰ σᾶς πῶ περισσότερα ἀπ' τοὺς στίχους: "Κἄποια εἶνε μέσα μας μιὰ χώρα ἀπέραντη ποῦ ὅμως πιὸ πέρα εἶνε ἀπ' τὴ σκέψη — Τὰ μάτια φτάνουν πιὸ μακριὰ ἀπ' τὴ σκέψη μας κι' ὅποιος τὰ μάτια κλείσει ἔχει τὴ β λ έ ψ η!" Ἂν δὲ μὲ νοιώσετε — μὴ πῆτε ὅμως πῶς ἔχω κι' ἄδικο — γιατὶ ἄδικο ποτὲ δὲν ἔχει ὅποιος πιστεύει! Πρέπει ν' ἀρχίσετε νὰ συνηθίσετε καὶ στ' ἀσυνήθιστα. Γιατὶ ἀσυνήθιστη εἶνε πάντοτε ἡ ἀλήθεια. Κι' ἀπ' τὴν ἀλήθεια βγαίνουν ὅλα ὅσα εἶνε ἀπίστευτα. Γι' αὐτὸ κ' οἱ λίγοι μόνο θὰ πιστέψουνε!

V

"Βλέπεις τὸ κῦμα πῶς τραβάει τὴ θάλασσα ὅλη ἀπάνου του, κοντά του; Κἄποιο σἄν χέρι ἀγνώριστο ὁδηγάει: Εἶνε ὁ Ρυθμὸς ποῦ πάει μπροστά του! Μέσα μας θάλασσα εἶνε. Στὸ βυθὸ φίκια εἶνε ὁγρὰ ποῦ ἡ θύελλα ξεριζώνει μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ ξεχνάνε τὸ Ρυθμὸ γιατὶ ὅ,τι εἶνε δικό τους δὲν τοὺς σώνει. Σέρνοντας ἀπόξω — στὰ ῥηχὰ — γιατὶ ὄξω ἡ χώρα φαίνεται μεγάλη κι' ὁ κόσμος λέει πῶς πᾶν μπροστὰ κι' αὐτὸ τοὺς φτάνει: ὅταν τὸ λένε οἱ ἄλλοι. Ὄξω εἶνε ἡ γνώση κι' ὄξω εἶνε τὸ φῶς κι' ὄξω εἶνε ἀπόλα ἐκτὸς ... ἀπ' τὰ δικά τους. Ἐχτὲς ἀκόμα ἤταν παιδὶ κι' ὠχρὸς καὶ σήμερα ἔχει πάει στὴ συντροφιά τους. Ἐχτὲς ἢταν ὠχρὸς κ' ἢταν παιδὶ τόσο ποῦ δὲ τὸν γνώριζε ἡ μητέρα γιατὶ οἱ μητέρες ξέρουνε μιὰ εὐχὴ μὰ δὲ τὴ δίνουν πρὶν χαράξῃ ἡ μέρα — Κ' ἔτσι ὅσους ξημερώνονται ὀρφανοὶ δὲ τοὺς προφτάνει ἡ εὐχή τους καὶ ξεμαθαίνουνε τὴ προσευχὴ κι' ἃς ξημερώθηκαν στὴ προσευχή τους! Καὶ ποιοὶ ἀπομείναν; — Ὄλοι ἔχουνε πάει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ναὕρουν γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια ἡ γνώση προσπερνάει καὶ δὲ τοὺς ἀπομένει πιὰ οὔτε τόση — γιὰ νὰ σᾶς ποῦνε ὅταν νυχτώσῃ ποῦθε ἡ νυχτιὰ ἀρχινάει καὶ ποῦ θὰ πάῃ ὅταν τελειώσῃ! ................. — Μεῖνε στὸ πλάϊ μου Ἐσὺ γιατὶ τὸ κρύο κ' ἡ φρίκη μὲ παγώνουν — Ἀπαντηθήκαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποῦ γιὰ ὅσους ἀνταμώνουν οἱ νύχτες ξέρουν μιὰ σιωπὴ ποῦ πάντα ἀπ' τὴν ἀρχὴ τὴ ξαναλένε ἀπ' τὴν ἀρχὴ κ' ἔτσι ποτὲ δὲ ξημερώνουν!"

VI

Μὰ οὔτε εἶνε ἡ νύχτα γιὰ νὰ ξημερώνῃ — Οἱ πιὸ πολλοὶ δὲ βλέπουνε στὴ νύχτα παρὰ μόνο κἄποια διάβαση ... μιὰ διάβαση —: πρὸς τὴν ἡμέρα; ... πρὸς τὸ φῶς; ... δὲ ξέρω πῶς τὸ λένε — κἄπως ἔτσι ἐκφράζονται — γιατὶ ἔχουν τόση ἀνάγκη ἀπὸ τὸ φῶς ποῦ ἔρχεται ἀπόξω ἀπ' τὴν ἡμέρα ποῦ εἶνε πάντα ἀλλιώτικη — ποῦ ξέρει πάντοτε καὶ τοὺς ἀνοίγει νέες ἀπόψεις καὶ πλουτίζει ὅλο περσότερο τὴ συλλογή τους — ἐνῶ ἡ νύχτα εἶνε μονάχα ἡ μιά ..., δὲν ἔχει ἀρχὴ — δὲν ἔχει τέλος ἡ ἀποψίς της — δὲν εἶνε διόλου ἄποψις ..., δὲν ἔχει οὔτε ὅρια γιὰ νὰ κλείσουν τὴν εἰκόνα της σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἰκανοποίηση — γιὰ νὰ τὴ κλείσουνε 'ς ἕνα ὡρισμένο πλαίσιο, χρυσωμένο ἀπ' τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου κ' ἔτσι παρήφανα νὰ τὴ κρεμάσουνε στὸ σπίτι τους καὶ νὰ τὸ μάθῃ ἡ γειτωνιὰ — νὰ πάῃ ... νὰ τρέξῃ γιὰ νὰ ἰδῇ τὴν ἐκθεσή τους — νὰ πάρῃ κἄτι ἀπ' ὅσα ξέρουνε. Γιατὶ κι' αὐτὸ εἶνε μέσ' στ' ἀνήθικό τους πρόγραμμα: νὰ δόσουν κἄτι καὶ στοὺς ἄλλους ποῦ δὲν εἴχανε τὴν ἴδια τύχη σἄν κι' αὐτοὺς ... Καὶ οἱ ἄλλοι παίρνουνε τὸ "κἄτι" αὐτὸ — τὸ ψύχαλό τους παίρνουνε — καὶ τοὺς φιλιοῦν τὰ πόδια ὅταν τὸ παίρνουνε — γιατὶ δὲ ξέρουνε πῶς ὅσοι ἀπλώνουνε τὸ χέρι τους — κοκκαλιασμένο χέρι! — γιὰ νὰ δόσουνε, παίρνουν περσότερα ἀπ' ὅσα δίνουνε! Γιατὶ ἂν τὸ ξέρανε — θὰ νοιώθαν τὶ θὰ εἰπῇ νἄεινε φτωχοὶ καὶ περιφρονημένοι, νἄεινε στραβοὶ καὶ ξεχασμένοι ... κι' ὅταν τὸ νοιώθανε θὰ προτιμούσανε νὰ μείνους ἔτσι πάντοτε ... Μὰ ποιὸς νὰ τοὺς τὸ εἰπῇ; ... Θὰ μὲ πιστέψουνε κι' ἂν πάω στὸ πλάϊ τους λέγοντας: Ἡ φτώχεια σας, ἡ ὀρφάνια σας, ἡ νύχτα σας: εἶνε τὰ τρία πιὸ ἀταίριαστα καλὰ ποῦ ὑπάρχουνε; — "Ψ ω μ ὶ ζ η τ ά μ ε!" θὰ μοῦ εἰποῦν οἱ πέτρες καὶ θὰ μοῦ ῥίξουνε! ... Μὰ δὲ θὰ ξέρανε τὶ λέγεται: "Ψωμὶ", ἂν οἱ ἄλλοι, οἱ πλούσιοι, δὲν τοὺς δίνανε τὸ ψύχαλό τους γιὰ νὰ κάνουνε τὸν εὐεργέτη — κι' αὐτὸ τὸ ψύχαλο εἶνε ποῦ τοὺς ἔδειξε καὶ πρωτομάθαν τὶ σημαίνει: πείνα! Κι' ἀπ' τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὅλο περσότερο εἶνε πεινασμένοι. — Δὲ φταῖνε ποῦ ἔτσι, χάνουνε τὴ πτώχεια τους, τὴ νύχτα τους καὶ τὴν ὀρφάνια τους γιὰ ἕνα κομμάτι ἐλεημοσύνη. Γιατὶ ἀρκεῖ τὸ ψύχαλο τοῦ γείτονα — τὸ ἕνα καὶ μόνο ψύχαλο — γιὰ νὰ τοὺς κλέψῃ ὁλόκληρη τὴ φτώχεια τους. Κι' ἀπ' τὴν ἡμέρα ποῦ τὸ παίρνουνε δὲν εἶνε πιὰ οἱ φτωχοὶ, δὲν εἶνε οἱ ὀρφανοὶ, δὲν εἶνε πιὰ οἱ στραβοὶ! Γιατὶ ἄξαφνα — χωρὶς νὰ ξέρουν πῶς — ἀρχίζουν νὰ πεινᾶνε, ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε πίσω ἀπ' τὸ φῶς ποῦ ἔρχεται ἀπόξω καὶ δὲ χορταίνουνε ποτὲ! — Ἂν ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸ διπλανό μας καὶ δὲ ζητᾶμε νὰ ἐξαρτήσουμε τὴ τέτοια ἀγάπη μας ἀπὸ τὴ ταπεινὴ ἀνταπόκριση μιᾶς εὐκολόδοτης εὐγνωμοσύνης ἢ ἀπ' τὴ πιθανότητα νὰ ἐπιβαρύνουμε μὲ μιὰ ὑποθήκη ἰσόβια τὴν ὑπόληψή του — ἂν ἀγαπᾶμε, λέω, ἀληθινὰ τὸ διπλανό μας, δὲ πρέπει οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ — (κι' ἅς εἶνε ἡ πιό του δύσκολη ἢ σωστότερα: ἡ πιὸ εὔκολη σὲ μᾶς γιὰ νὰ πουλήσουμε λιγάκι εὐεργεσία) — νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τοῦ ἀπλώσουμε τὸ χέρι. Γιατὶ τοῦ παίρνουμε περσότερα παρ' ὅσα αὐτὸς νομίζει ὅτι τοῦ δίνουμε! Ἂν περισσεύουν τ' ἀγαθὰ στὰ χέρια μας ἢ ἂν — ῥωμαντικοὶ ὅπως εἴμαστε — νοιώσουμε μάταια ὅσα πλούτη ἐπίγεια εἶνε στὰ χέρια μας (ἢ στὸ κεφάλι μας) καὶ θέλουμε νὰ δοκιμάσουμε καὶ κἄτι ἀπὸ τὴ φτώχεια — ἢ ἂν πάρουμε ἕνα βράδυ τὴν ἀπόφαση ἀπὸ ἀληθινὴ μιὰ πίστη ν' ἀ σ κ η τ έ ψ ο υ μ ε, καλύτερα νὰ ῥίξουμε στὴ θάλασσα τὰ πλούτη ὅσα κρατᾶμε (γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσουμε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπ' τὴν εὐθύνητους) παρὰ νὰ τὰ σκορπίσουμε συνδράμοντας ὅσους δὲν τἄχουνε (γιατὶ ἔτσι μένουν πάντοτε στὰ χέρια μας)! Ὁ οἶκτος εἶνε ἕνα αἴσθημα πολὺ ἀνθρώπινο καὶ ταπεινὸ — εἶνε ἀπ' τὶς πιὸ κοινὲς καὶ τιποτένιες μας ἀδυναμίες. Γιὰ κεῖνον μάλιστα ποῦ ἀποφασίζει ν' ἀσκητέψῃ γιὰ νὰ κερδίσῃ τὴν αἰώνια ζωὴ, εἶνε μιὰ ἀντίφασις πρὸς τὴν ἀπόφασή του, ὅταν, προτοῦ νὰ πάῃ στὴν ἕρημο, σκορπίζει στοὺς φτωχοὺς τὰ ἐπίγεια πλούτη του. Γιατὶ ἔτσι δὲν ἀποχωρίζεται — ὅπως θάπρεπε — τὸν ἄνθρωπό του. Γιατὶ ἔτσι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀσκητισμοῦ του εἶνε μιὰ πράξη ἀπ' τὶς πιὸ ἀδύνατες κι' ἀνθρώπινες. Κι' ἀποχωρίζεται τὴν ὕλη γιὰ νὰ μὴν ἀποχωρισθῇ ὅμως ἐκείνη τ' ὄνομά του. Γιατὶ κι' ἂν ἄλλοι τὰ κρατᾶν στὰ χέρια τους ὅσα ἀπ' τὰ ἐπίγεια πλούτη ἐκεῖνος τοὺς ἐχάρισε — δὲν εἶνε οἱ σημερνοί του κάτοχοι· παρὰ μονάχα οἱ κληρονόμοι ἐκείνου ποῦ τ' ὄνομά του πάντοτε θὰ μένῃ χαραγμένο ἀπάνου τους μαζὶ μὲ τὴ παληά του κυριότητα, ποῦ ὅσες γενηὲς κι' ἂν ἐπακολουθήσουνε ποτὲ δὲ σβένει! Γιατὶ εἶνε τὸ ἴδιο σἄν τὸ βράδο ποῦ θὰ χώριζε ἀπ' τὸ κόσμο ν' ἄρχιζε τὸν ἀσκητισμό του μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς τελευταίας του γεννητικῆς ἐπιθυμίας κ' ἔτσι νἄρχώταν κάποιος στὴ ζωὴ ποῦ θὰ κληρονομοῦσε τ' ὄνομά του καὶ ποῦ μέσα του θὰ ἐξακολούθαγε νὰ ζῇ!

VII

Δὲ ξέρω ἄν εἶχα τὸ δικοίωμα νὰ μακρύνω τόσο τὴ παρένθεση — (γιὰ ὅποιον τὸ θέλει ἅς μείνῃ μόνο μιὰ παρένθεσις ...) — ποῦ δίχως νὰ τὸ νοιώσω παρεμβλήθηκε μονάχη της — (γιὰ ὅποιον τὸ θέλει ἅς εἶνε κι' ἄσκοπα ... ) — χωρίζοντας — ὅσο γιὰ μένα: — ἑνώνοντας τῆς ἀφηγήσεὼς μου τὴ συνέχεια. Εἶνε ἄλλωστε καιρὸς νὰ κάμω μιὰ ἐκμυστήρευση: ἔτσι ὅπως γράφω ἀφίνω μόνα τους νἀρχόνται ὅσα κι' ἂν ἔρχωνται κι' ὁμολογῶ πῶς μοῦ εἶνε ἀσύγκριτα πιὸ εὐπρόσδεκτα ὅσα ἐρχόνται ἀπρόσκλητα. Γιὰ νὰ σᾶς 'πῶ: π ῶ ς ἔρχονται — δὲ ξέρω κι' οὔτε ποτὲ μου θὰ τὸ μάθω. Ξέρω μονάχα: ὅτι ἔρχονται κι' αὐτὸ μοῦ εἶνε πολὺ — γιατὶ ἄλλωστε ἔχω ἀπὸ καιρὸ ξεσυνηθίσει νὰ ρωτάω. Κι' ὅσα ὡς τὰ τώρα εὑρῆκα — ποτὲ μου δὲν τὰ ζήτησα. Γι' αὐτὸ καὶ βρῆκα! Ὅσο κι' ἂν εἶνε λίγα εἶνε ἀρκετὰ ὅμως γιὰ μιὰ πίστη ἀτέλειωτη καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἄφταστη. Μιὰ τέτοια πίστη καὶ μιὰ τέτοια ἐκπλήρωση ποτὲ σας δὲ θὰ βρῆτε σεῖς ὅσοι ἄδικα ἐφιλοδοξήσατε ἀπ' τοῦ λογικοῦ τὴ σταχτοδόχη νὰ "ὀσφρανθῆτε" ἕνα θυμίαμα πιὸ ... οὐράνιο ἀπ' τὸν ... ἱδρώτα σας ποῦ πάει χαμένος ἄδικα καὶ ποῦ στὸ τέλος θὰ βρέθητε ἀναγκασμένοι πιὰ νὰ τοῦ ἀποδόστε — ἀφοῦ ὅλα τ' ἄλλα θὰ σωπαίνουνε — μιὰ σημασία ... μεταφυσική. Δὲ σᾶς λυπᾶμε. Γιατὶ ἔτσι σᾶς ἀξίζει. Ἃς ξεχνούσατε — γιὰ μιὰ στιγμούλα μόνο ἅς τὸν ξεχνούσατε τὸν ἄνθρωπὸ σας!


Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπὸ το μυθιστόρημα τοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου Η ΛΥΤΡΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΪ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ (Ἡ ἱστορία μιᾶς πίστης)
Φωτογραφία: pinterest.com

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *