Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
Τ' ἀστέρια τρεμοσβύνουνε κι ἡ νύχτα εἶναι λίγη.
Μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
Κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφῆ τό μάτι σου, ξανοίγει
Ἐδῶ κορμιά, ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.
Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ' ἕνα τραπέζι σμίγει,
Ὅπου τἀγρίμια ἀκάλεστα μὲ πεῖνα τριγυρίζουν.
Χαρά στον ὅπου γλύτωσε, χαρά στον πὄχει φύγει,
Μὰ ὅσους τὸ βόλι ξέσκισε, κοράκια ξανασκίζουν.
Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
Στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει,
Ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκό, κι ὄχι τ' αὐτιὰ σπαράζει.
Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθινὸ κανένας πεθαμένος.
Μὸν τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστὰ σὰ νά ναι
Τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Πηγή: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
Πρὸς χρῆσιν τῶν μαθητῶν τῆς Τρίτης τάξεως
τῶν ἑξατάξιων Γυμνασίων καὶ τῆς ἀντιστοίχου
τῶν ἄλλων σχολείων (1930)
Ἑλλήνων Φῶς