«Πόνος Πατρίδος»
4/8/2001
Ὁμιλία στά Καλάβρυτα
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἐπισκέπτομαι τήν εὐλογημένη πόλη σας. Εἶναι ὅμως ἡ πρώτη φορά πού ἔρχομαι νά μιλήσω σέ ὅλους τους Καλαβρυτινούς -καί σέ ὅσους προκόβουν ἐδῶ, καί σέ ὅσους ὁ μόχθος καί ἡ ἐπιτυχία στήν ξένη δέν ἐνίκησε τόν νόστο τῆς προγονικῆς ἑστίας.
Δίκιο λοιπόν εἶναι νά ἀρχίσω μέ ἕνα καλωσόρισμα πρός τούς ξενητεμένους μας: σᾶς ὑποδεχόμαστε ἐδῶ ὅλοι, μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά, γεμάτοι ἀγάπη καί ὑπερηφάνεια γιά σᾶς! Ἐπιτρέψτε μου μάλιστα νά προσθέσω ὅτι ἀπό τό γιορτινό προσκλητήριο ὑποδοχῆς σας, δέν λείπουν οἱ πρόγονοί σας. Οἱ ψυχές τῶν εἶναι καί αὐτές ἐδῶ, μαζί μας, ἀθάνατες, γεμάτες καμάρι γιά ὅλους σας.
Οἱ πρόγονοί σας πάλαιψαν μέ νύχια καί δόντια ὄχι μόνο νά σᾶς ἀναθρέψουν, ὄχι μόνο νά σᾶς προσφέρουν μία μπουκιά ψωμί, ἀλλά καί νά σᾶς χαρίσουν τή λευτεριά, αὐτήν πού μᾶς ἐπιτρέπει νά εἴμαστε σήμερα μαζί, συμμεριζόμενοι τή χαρά μας μέ τά ἀγαπητά μας πρόσωπα.
Τή λαχτάρα τους γιά τή λευτεριά, εἶναι πρέπον νά τήν τιμήσουμε ὅπως ἁρμόζει στίς ψυχές τῶν γενναίων: νά σταθοῦμε μπροστά τους ὄρθιοι, βεβαιώνοντάς τες μέ ἑνός λεπτοῦ σιγή, ὅτι οἱ θυσίες τούς ζοῦν μέσα στά στήθη μας, καί τά μάτια μᾶς βουρκώνουν στή μνήμη τους.
Ὁ Κύριος μέ ἀξίωσε νά ἀρχίσω τίς ὁμιλίες μου γιά τό ’21 στά Ψαρρά, στήν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Κανάρη. Στήν εἰσαγωγική ἐκείνη ὁμιλία ἔθεσα τό θέμα τῶν ἰδιαίτερων εὐθυνῶν πού ἔχουμε ὅλοι, ὅσο δεχόμαστε παθητικά, καί συχνά μέ παράλογα εὔθυμη διάθεση, τό διασυρμό τοῦ ’21 καί τῆς ἀφοσίωσης στήν πατρίδα. Μιλώντας σήμερα σέ σᾶς, παιδιά ἡρώων καί στό ’21 καί στήν πρόσφατη Κατοχή, θά ἤθελα νά προχωρήσω ἕνα βῆμα, νά θέσω τό ἐρώτημα: πῶς φτάσαμε στό σημεῖο καί ἡ λαχτάρα γιά τήν πατρίδα ἀντιμετωπίζεται σάν ἀρρώστεια, σάν ψώρα, πού κάθε σύγχρονος ἄνθρωπος πρέπει νά μένει μακριά της.
Ἀσφαλῶς, κι ὅσοι μένετε ἐδῶ, κι ὅσοι ζῆτε πιά σέ ἄλλα χώματα, ἔχετε ὅλοι ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς κατάντιας: ἡ ἀφοσίωση στήν πατρίδα ὀνομάζεται ἐθνικισμός, ὁ σεβασμός πρός τό ἦθος καί τή γενναιότητα αὐτῶν πού μᾶς ἀνάστησαν χαρακτηρίζεται φασισμός, ἡ τιμή πρός τήν ἱστορία μᾶς ἀποκαλεῖται ρατσισμός.
Θά ἦταν εὔκολο νά καταδικάσουμε αὐτή τήν ἀνεπίτρεπτη κατάσταση, καί νά πᾶμε σπίτια μᾶς αἰσθανόμενοι πώς κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε καταδικάζοντας φραστικά καί κουνώντας τό κεφάλι. Θά ἦταν ἐπίσης εὔκολο νά ρίξουμε τήν εὐθύνη γιά τήν κατάσταση σέ ἄλλους -στήν πολιτική ἤ πνευματική ἡγεσία, ἤ σέ καταχθόνιες δυνάμεις. Ὅμως, δέν ἁρμόζουν οὔτε στό ἐπίπεδό σας, οὔτε στή μνήμη τῶν προγόνων σᾶς αὐτές οἱ δικαιολογίες. Τό ζητούμενο δέν εἶναι νά ἀποποιηθοῦμε εὐθύνες, δέν εἶναι νά αὐτοανακηρυχθοῦμε ἀναμάρτητοι. Τό λιγώτερο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά δοῦμε μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα τίς αἰτίες τοῦ κακοῦ, ὥστε νά βροῦμε τί λοιπόν πρέπει νά φροντίσουμε.
καί πρώτ’ ἄπ’ ὅλα, πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι πράγματι, ἔχουμε πελώριες εὐθύνες διότι δέν ἀντιταχθήκαμε σέ αὐτούς πού ἔβαλαν τό αἷμα τῶν προγόνων μας στήν ὑπηρεσία μίας πολιτικῆς ἰδεολογίας, τοῦ ἐθνικισμοῦ.
Πολλοί ἀπό ἐμᾶς, τούς μέ ὅποιο τρόπο μέλη τῆς ἡγεσίας τοῦ τόπου ἀπό τή γέννηση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ὡς τίς μέρες μας, κωφεύσαμε ὅταν δέν ἔπρεπε, κι ἀφήσαμε τήν πατρίδα νά γίνει πλακάτ καί λάβαρο στήν ὑπηρεσία πολιτικῶν ἀντιπαραθέσεων. Δέν ὑπῆρχε πάντοτε κακή πρόθεση• συχνά, ἡγεσία καί λαός, παρασυρθήκαμε ἀπό τή μύχια ἀνάγκη μας νά δοῦμε τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα νά γίνεται ἥλιος πού θά μᾶς φλογίζει ὅλους. Δέν εἴχαμε τή δεύτερη σκέψη, δέν τήν ἀκούγαμε πού μᾶς ἔλεγε πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ σύνδεση τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τοῦ Γένους μέ τίς πολιτικές σκοπιμότητες καί τούς ἀναπόφευκτους κλυδωνισμούς τῶν.
Πολλές φορές στήν ἱστορία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, λαός καί ἡ ἡγεσία τρέξαμε νά χειροκροτήσουμε ἐθνικιστές, ἔχοντας τήν ἐντύπωση πώς αὐτό ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη μας πρός τήν πατρίδα. Δέν εἴχαμε ὅλοι τή φρόνηση νά δοῦμε τή διαφορά ἀνάμεσα στόν ἐθνικισμό καί τόν πατριωτισμό, δέν μπορέσαμε πάντοτε νά καταλάβουμε ὅτι ὁ ἕνας εἶναι πολιτική ἀντίληψη, ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ἡ φωνή τοῦ Γένους. Δέν εἴχαμε τό καθαρό μάτι νά δοῦμε ὅτι οἱ πρόγονοί μας, αὐτοί πού σηκῶσαν τά ὄπλα καί στά Καλάβρυτα καί στή Μάνη καί στά Ψαρρά καί στό Μεσολόγγι καί σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, δέν ὑποκινοῦνταν ἀπό μίαν ἰδεολογία ἀλλά κατευθύνονταν ἀπό τήν πίστη στόν Θεό καί τήν πατρίδα. Ἤθελαν λευτεριά, καί ἡ λευτεριά δέν εἶναι ἰδεολογία, εἶναι ἀνάσα.
Τό πρῶτο λοιπόν συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἄλλη φορᾶ τό ἴδιο ἁμάρτημα. Πρέπει νά ἀφήνουμε τήν πίστη καί τόν πατριωτισμό, τῶν προγόνων μας καί τόν δικό μας, στήν ἱερή κιβωτό τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι μία πύρινη ρομφαία πού τήν πῆραν στά ἄξια χέρια τούς οἱ ἑπόμενοι γενναῖοι μάρτυρες, ὁ Τέλος Ἄγρας κι ὁ Παῦλος Μελάς καί οἱ ἄλλοι ἥρωες τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα• πού τήν κράτησαν οἱ γονεῖς μας στήν Πίνδο, καί στά Καλάβρυτα τῆς θυσίας, καί στό Δίστομο κι ἀλλοῦ• εἶναι λιβάνι πού καίει μέσα στήν ψυχή τοῦ Γένους, κι ὄχι τσιγάρο στά χέρια περιστασιακῶν ἰδεολογιῶν.
Οἱ πρόγονοί μας μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τόν παπά καί τόν ὁπλαρχηγό πολεμώντας ἀπό ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, γιά τή γυναίκα τους καί τά παιδιά τους.
Ἄς θυμηθοῦμε τόν Νικηταρά. Ὅταν συνέτριψε μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη τή στρατιά τοῦ Δράμαλη στά Δερβενάκια, εἶδε πώς τά λάφυρα ἦταν πολλά. Τά συγκέντρωσαν στήν Τρίπολη. Ὁ Νικηταρᾶς δέν πῆγε ἐκεῖ, γιατί δέν ἤθελε νά νομίσει κανείς ὅτι διεκδικεῖ κάτι ἀπό αὐτά. Τέλος, δέχθηκε ἔπειτα ἀπό τήν πίεση ὅλων, νά πάρει τρία δῶρα: μιά σέλα, ἕνα πολύτιμο ξίφος, καί μία ξύλινη ταμπακέρα. Ὁ Νικηταρᾶς, χάρισε ἀμέσως τή σέλα σ’ ἕνα παλικάρι, κι ἔστειλε τό σπαθί στήν Ὕδρα, νά τό πουλήσουν καί νά διαθέσουν τά χρήματα στόν ἀγώνα τοῦ ναυτικοῦ. Μά οἱ Ὑδραῖοι τοῦ τό ἐπέστρεψαν μέ μία συγκινητική ἐπιστολή, ὅπου του ἔγραφαν ὅτι «τό σπαθί ἐτοῦτο, ἔχει ἀξία μόνο ἄν τό κρατάει τό χέρι τοῦ Νικηταρᾶ. Μή τοῦ τό ἀφαιρέσεις λοιπόν!» Κι ἡ εὐλογημένη αὐτή ψυχή, ἔστειλε τήν ταμπακιέρα στή γυναίκα του, μέ τούτη τήν ἀφιέρωση: «Τή στέλνω σέ σένα πού ἀγαπῶ πιό πολύ ἀπ’ ὅλα, ὕστερα ἀπό τήν πατρίδα».
Πάλαιψαν γιά τῆς πατρίδας τήν ἐλευθερία, πάλαιψαν γιατί ἤθελαν νά ἀναθρέψουν τά παιδιά τούς χωρίς νά τά ποτίζουν μέ τό μαῦρο γάλα τοῦ φόβου μπροστά σέ τύραννο. Τίποτε δέν τό φανερώνει αὐτό τόσο καθαρά ὅσο ἡ στάση τῶν ἀγωνιστῶν στό Μεσολόγγι. Στήν ἀρχή ἔστειλαν ὅσες γυναῖκες μποροῦσαν στή Ζάκυνθο ἀπέναντι, γιά νά γλυτώσουν. Ἐκεῖνες ὅμως προσπαθοῦσαν καί ζητιανεύοντας ἀκόμα, νά μαζέψουν πράγματα χρήσιμα στούς ἄντρες τους: λεφτά γιά βόλια καί πανιά γιά τούς τραυματίες. Καί γράφει ὁ ἀληθῶς ἔξοχος Διονύσιος Σολωμός:
«Καί ἐσυνέβηκε αὐτές τίς μέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τό Μεσολόγγι, καί συχνά ὁλημερίς καί κάποτε ὁλονυχτίς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπό τό κανόνισμα τό πολύ.
Καί κάποιες γυναῖκες Μεσολογγίτισες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιά τούς ἄνδρες τους, γιά τ’ ἀδέρφια τους, γιά τά παιδιά τους πού ἐπολεμούσανε.
Καί στήν ἀρχή ἐντρεπόντανε νά βγοῦνε, καί περιμένανε τό σκοτάδι γιά ν’ ἁπλώσουν τό χέρι, ἐπειδή δέν ἦταν μαθημένες.
Ἀλλά ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες, ἐχάσανε τήν ἐντροπή, ἐβγαίνανε ὁλημερνίς.
Κι ὅταν ἐκουραζόντανε, ἐκαθόντανε στ’ ἀκρογιάλι καί συχνά ἐσηκώνανε τό κεφάλι κι ἀκούανε, γιατί ἐφοβόντανε μή πέσει τό Μεσολόγγι.
Καί λαβαίνανε χρήματα καί πανιά γιά τούς λαβωμένους.
Καί δέν τούς ἔλεγε κανείς τό ὄχι, γιατί οἱ ρώτησες τῶν γυναικών ἦταν τίς περισσότερες φορές συντροφευμένες ἀπό τίς κανονιές τοῦ Μεσολογγιοῦ, καί ἡ γῆ ἔτρεμε κάτω ἀπό τά πόδια μας.
Καί οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τ’ ὀβολάκι τους καί τό δίνανε καί κάνανε τό σταυρό τούς κοιτάζοντας κατά τό Μεσολόγγι καί κλαίοντας».
Ἐπιτρέψτε μου νά ἐπιμείνω σ’ αὐτό τό σημεῖο, στό ρόλο τῆς οἰκογένειας. Τό περιστατικό πού θά σᾶς θυμίσω ἔγινε πάλι στό Μεσολόγγι, ἀλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι δέν ἔγινε μόνον ἐκεῖ: κι ἐδῶ στά Καλάβρυτα, καί στή Ρούμελη, καί στή Χίο, καί σέ πολλά ἀκόμη μέρη συνέβησαν τέτοια περιστατικά.
Συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρωγῶν Ἰωσήφ ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί καί οἱ πρόκριτοι, στό προαύλιο τοῦ ναΐσκου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν τήν Ἔξοδο. Μέ ἀνεκλάλητη χαρά τήν ὑποδέχθηκαν καί οἱ γυναῖκες, ὅσες εἶχαν μείνει ἐκεῖ καί δέν εἶχαν πάει στή Ζάκυνθο. Ἀλλά ἔπεσε συλλογισμός: οἱ γυναῖκες καί τά μικρά παιδιά θά ὁδηγοῦσαν ὅλους τούς ἀγωνιστές στό χαμό, γιατί δέν θά φρόντιζαν νά διαφύγουν σκοτώνοντας Τούρκους, ἀλλά θά νοιάζονταν γιά τά γυναικόπαιδα. Ἀκούγοντάς το, κάποιες ἄμοιρες μητέρες ἀγκαλίασαν τά βρέφη τους κι ἔπεσαν ἀμέσως στά πηγάδια, γιά νά ἀφήσουν στούς ἄνδρες καί στά μεγάλα παιδιά τούς τό περιθώριο νά γλυτώσουν. Ἕνας πρότεινε νά θανατωθοῦν ὅλα τά γυναικόπαιδα, ὥστε νά μή πέσουν στά χέρια τῶν Τούρκων κι ἀτιμαστοῦν, καί καταλήξουν στά σκλαβοπάζαρα.
Παρενέβη τότε ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωσήφ, καί ὑψώνοντας τό Σταυρό πού κρεμόταν στό στῆθος του, εἶπε τοῦτα τά θεόπνευστα λόγια:
«Τά παιδιά σας καί οἱ γυναῖκες σᾶς ἀνήκουν στόν Θεό, κι Ἐκεῖνος θά φροντίσει γιά τή μοίρα τους. Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος! Εἶμαι Ἀρχιερεύς! Ἄν τολμήσετε νά πράξετε τοῦτο, πρῶτον θυσιάστε ἐμένα! Ἄν ἀγγίξετε τά γυναικόπαιδα, σᾶς ἀφήνω τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας καί ὅλων τῶν Ἁγίων!»
Τά γυναικόπαιδα, δέν ἀπειλήθηκαν ἀπό ἔλλειψη ἀγάπης – τό ἐντελῶς ἀντίθετο: κινδύνεψαν ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τῶν πατέρων καί τῶν μεγάλων ἀδελφῶν, πού δέν τολμοῦσαν νά φανταστοῦν ὅτι οἱ ἀγαπημένοι τους θά πέφταν στά χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. Αὐτός ὁ μεγάλος φόβος κλόνισε γιά μία στιγμή τήν πίστη τους στόν Θεό, καί αὐτό ἦταν τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου: τούς ἔδωσε πίσω τήν πίστη, φέρνοντας μπρός στά μάτια τούς τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης πράξης.
Τά γυναικόπαιδα, ἡ οἰκογένεια: αὐτή εἶναι ἡ λέξη-κλειδί γιά νά κατανοήσουμε τή δική μας ἀνημπόρια μπροστά στό θαῦμα τοῦ ΄21. Καί αὐτό εἶναι τό σημεῖο στό ὁποῖο θέλω νά σκύψουμε μέ προσοχή.
Μᾶς φαίνονται παχιά λόγια ἡ ἀναφορά στούς προγόνους μας, μᾶς φαίνονται ξεπερασμένη ἱστορία, καί θά προτιμούσαμε νά βροῦμε πρότυπα πιό κοντινά στή σημερινή ζωή.
Πῶς ἔγινε κι ἀφήσαμε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τό ἦθος αὐτῶν ποῦ μᾶς ἀνάστησαν; Πῶς μπορέσαμε καί νομίσαμε πρόοδο τήν ἀπομάκρυνσή μας;
Δέν ξεπέσαμε, δέν εἴμαστε κακοί κι ἀνάξιοι – εἶναι πολλά τά σπουδαῖα πού γίνονται καί σήμερα, ἀπό ἀνθρώπους καθημερινούς. Οἱ περισσότεροι ἀπό σᾶς κρύβουν στιγμές σπουδαῖες, κρύβουν ὧρες πού ζυγίζουν βαρειά στόν ζυγό τῆς θείας δικαιοσύνης. Περισσότερο ἀπό τούς πολιτικούς, τό γνωρίζει αὐτό ὁ παπάς, ὁ γλυκύς ἐξομολόγος τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Μή βλασφημοῦμε τό γένος μᾶς λέγοντας ὅτι πάει, χάθηκε. Δέν χάθηκε τίποτε: ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς μποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Ἕλληνας ζεῖ, τό Γένος μᾶς ἔχει ἀκόμη τώρα νά φανερώσει ψυχές-θησαυρούς, ἀνθρώπους ἄξιους καί σεμνούς.
Αὐτό πού πράγματι ἔχει συμβεῖ, καί μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό, εἶναι ὅτι καταστράφηκε τό σχολεῖο τῆς συνείδησης, ἡ οἰκογένεια. Μεγαλώνοντας μέσα στήν ἀγκαλιά της, μάθαινε ὁ Ἕλληνας νά δοξάζει τόν Θεό, νά στηρίζεται ὄχι στό ἄτομό του ἀλλά στή θεία δύναμη. Μέσα στή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας μαθαίνουμε ἐπί αἰῶνες τήν ἀγάπη γιά τή γῆ πού μεγαλώσαμε παιδιά, ἐκεῖ διδασκόμαστε νά τιμοῦμε τούς προγόνους, ἐκεῖ βιώνουμε καθημερινά τήν φροντίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας μας.
Πῶς μπορεῖ νά ὑπάρξει πίστη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πῶς νά ὑπάρξει πόνος πατρίδος, ὅταν ἡ οἰκογένεια εἶναι διαλυμένη, ὅταν δέν ὑπάρχει πιά τό τραπέζι ποῦ συγκεντρωνόμαστε νά φᾶμε ὅ,τι φέρνει ὁ μόχθος τῶν γονιῶν μας, εὐχαριστώντας τόν Θεό; Ἐκεῖ, στό τραπέζι καί γύρω ἀπό αὐτό, μαθαίνουμε, αἰῶνες τώρα, ποιοί εἶναι οἱ ξένοι καί ποιοί οἱ δικοί μας, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μαζί συμμεριζόμενοι τίς πίκρες καί τίς ἀγωνίες, τίς ἐλπίδες καί τίς χαρές μας. Ἀπό κεῖ φεύγαμε καί πηγαίναμε στό κρεββάτι μας, ἕνα κρεββάτι ὄχι σπουδαῖο, ἀλλά στρωμένο ἀπό τά χέρια τῆς μάνας μας.
Σᾶς φαίνονται αὐτά μία ἀδικαιολόγητη νοσταλγία; Δέν εἶναι νοσταλγία, εἶναι προειδοποίηση. Δέν εἶναι εὐχή νά γυρίσουμε στό παρελθόν, εἶναι πρόβλεψη γιά νά γνωρίζετε πού θά παιχτεῖ τό μέλλον μας.
Ὅσο δέν ἀντιστεκόμαστε στίς μόδες καί τίς παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν πού θέλουν τή διάλυση τῆς οἰκογένειας, τόσο τά παιδιά μας θά βγαίνουν ξένα πρός τούς ἴδιους τους γονεῖς τους, ἀδιάφορα γιά τίς ρίζες τους, ἀδύναμα νά παλαίψουν στή ζωή, ἀνίσχυρα στά χέρια τῶν δυνάμεων πού τά μετατρέπουν σέ σκύβαλα.
Τή δύναμη τῶν προγόνων μας, τό ἀνυπέρβλητο ἦθος τους, δέν τόδιναν οἱ φουστανέλες καί τά τσαπράζια. Τό ΄δίνε ἡ οἰκογένεια. Αὐτή πού σήμερα πάει νά διαλυθεῖ, μία καί κάθε γονιός θέλει νάχει τή δική του ζωή, καί κάθε παιδί τό διδάσκουν νά κρατάει τούς γονεῖς τοῦ μακριά ἀπό «τίς ὑποθέσεις του», τό διδάσκουν τήν ἀπομόνωση, τή μοναξιά.
Βλέπουμε μέ φρίκη τό κάθε παιδί, ὅσο μικρό καί νάναι, νά τρώει μόνο τοῦ ὅ,τι θέλει, ὅποια ὥρα θέλει, μέσα ἤ ἔξω ἀπό τό σπίτι. Βλέπουμε νά τό μαθαίνουν νά μή λέει μητέρα ἤ πατέρα, παρά νά μιλάει στούς γονεῖς του μέ τά μικρά ὀνόματά τους, καί κάποτε μέ παρατσούκλια. Τό βλέπουμε νά μεγαλώνει μέ παρέα τήν τηλεόραση, νά ἀποκτᾶ συνήθειες καί ἀρχές πού ρίχνει στό μυαλό του ἡ διαφήμιση, κι ὄχι ἡ ζωή στό σπίτι. Καί μόλις μεγαλώσει, τό βλέπουμε νά ἀναζητᾶ τά στηρίγματά του στό δρόμο, κι ὄχι στή φαμίλια του.
Παρακαλῶ νά καταλάβουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀνεπίτρεπτη ἀτμόσφαιρα, αὐτή ἡ ἀρρώστεια, μᾶς ὑποχρεώνει νά βλέπουμε τό ΄21 σάν μίαν ἀντάρα, χωρίς νόημα γιά μᾶς σήμερα. Αὐτή μας ἀναγκάζει νά βλέπουμε τόν πατριωτισμό σάν μούχλα. Αὐτή μας ἀφαιρεῖ τήν ἱκανότητα νά ρουφᾶμε ζωογόνο νερό ἀπό τίς ρίζες μας καί νά τίς βλέπουμε σάν ἄχρηστες φωτογραφίες σέ παλιό σεντούκι.
Εἶναι δικό μας καθῆκον ν’ ἀντισταθοῦμε στήν διάλυση τῆς οἰκογένειας, εἶναι δική μας εὐθύνη νά κρατήσουμε καθαρή τήν ἀτμόσφαιρά της, νά διασώσουμε τό σπιτικό – αὐτό τό ἄδικα ὑποτιμημένο λίκνο τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους μας.
Ὅσοι λοιπόν ἀκόμα νοιαζόμαστε νά ἀναθρέφουμε σωστούς ἀνθρώπους, ὅσοι νοιαζόμαστε γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα, πρέπει τήν οἰκογένεια νά ἐνδυναμώσουμε, κι ὄχι ν’ ἀκολουθήσουμε μίαν ἰδεολογία.
Εὔχομαι σ’ ὅλους ἐσᾶς σήμερα νά κρατήσετε τήν οἰκογένειά σας ζωντανή, κεφαλόβρυσο τοῦ Γένους μας, καί νά μεταδώσετε στά παιδιά σᾶς τή διδαχή πού τόσον εὔγλωττα διδάσκει ὁ Σεφέρης:
«Γιά μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ,
καί γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στά γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποῦ εἶχε στά μάτια τῆς ψηφιδωτό τόν καημό τῆς Ρωμιοσύνης».