Σούλι, άνθρωποι και βουνά

Σούλι! Όποτε ακούγεται αυτή η λέξη, ο νους μου τρέχει σε σχολικές γιορτές, με τις ηρωικές μορφές ανθρώπων να στολίζουν τους τοίχους, σε απαγγελίες στίχων όπως «στ’ άρματα, στ’ άρματα το Σούλι πέφτει…», για να κλείσει με την παράξενη – με γεμίζει δέος – πράξη των γυναικών, που χορεύοντας πήδηξαν στον γκρεμό του Ζαλόγγου. Ονόματα ηρωικά, παλικάρια, θρύλοι και παραδόσεις τόσων χρόνων, όπως: ο Μπότσαρης, ο Τζαβέλας η Τζαβέλαινα, το Κούγκι, ο καλόγερος Σαμουήλ, ο Αλή Πασάς και τόσοι άλλοι…

Τι ήταν όλοι αυτοί; Πού έζησαν; Τι έχει απομείνει από όλα αυτά;

Επειδή η ιστορία δεν μαθαίνεται στα παιδικά χρόνια, μένει σε μας, μεγαλώνοντας, να βρούμε την άκρη. Ο χώρος που γέννησε, έθρεψε και έδωσε περιεχόμενο σ’ αυτές τις μορφές, σίγουρα έχει κάτι να πει, έτσι γι’ αρχή. Είναι και αυτός ένας τρόπος να ξαναγεννήσουμε μέσα μας και να ερμηνεύσουμε, με τον δικό μας τρόπο, γεγονότα και ιστορικές μνήμες. Εκεί (στο χώρο) θα ξαναβρούμε τον δρόμο που οδηγεί πίσω στις ρίζες, και αυτός δεν είναι άλλος από τον δρόμο, που οδηγεί ξανά και ξανά πίσω στα βουνά μας, τα βουνά που έγραψαν την ιστορία, τα βουνά που εγκαταλείψαμε.

Σύντομη ιστορική προσέγγιση

«Οι κάτοικοι της ορεινής αυτής περιοχής προέρχονταν κυρίως από βοσκούς-κτηνοτρόφους. Είχαν διαμορφωθεί από ανάμιξη ελληνογενών και αλβανογενών φυλών και ήρθαν στην περιοχή από τα μισά του 17ου αιώνα. Ήταν οργανωμένοι σε φάρες –γένη.

«To σουλιώτικο βουνό υποδέχτηκε έναν πληθυσμό με επαρκή κοινωνική οργάνωση, ώστε να επιβιώσει στο απομονωμένο και εχθρικό ορεινό περιβάλλον. Κοινωνική οργάνωση που ήταν ήδη διαμορφωμένη στον τόπο της αρχικής του προέλευσης. Η γεναρχική δομή της εποικιστικής ομάδας πρόσφερε μεγάλα πλεονεκτήματα στην επιβίωση και δράση των ποιμενικών μελών της, εξυπηρετούσε τόσο τις απαιτήσεις ευελιξίας της ποιμενικής διαδικασίας, όσο, επίσης και τις ανάγκες για πολεμική –αμυντική ή επιθετική –δράση» (Ψιμούλη Βάσω2005:125)

Κύριο μέλημά τους οι Σουλιώτες είχαν τον πόλεμο. Ο Περραιβός έγραφε για τους Σουλιώτες: «Κανένας καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Με τον καιρό χάρη στους αγώνες τους, που υποβοηθούνταν και από το απρόσιτο της περιοχής, κατάφεραν ν αποτελέσουν μία αυτόνομη, μισοανεξάρτητη περιοχή στην τουρκοκρατία. Έτσι εξελίχτηκαν σε πολεμική ορεινή κοινότητα –είδος στρατιωτικής δημοκρατίας –που ζούσε από τις καταδρομές στα καμπίσια χωριά, τη φορολόγηση των Τούρκων μα και των ραγιάδων. Στις μάχες παίρνανε μέρος και οι γυναίκες. Σε μια από τις μάχες η Μόσχω βλέπονταν να σκοτώνεται ο γιός της φωνάζει: «καλότυχος που πέθανε τίμια για την πατρίδα». Τα ήθη της κοινότητας ήταν αυστηρά πολεμικά, πατριαρχικά. Αυτή η ζωή έκαμε τους Σουλιώτες εμπειροπόλεμους και ουσιαστικά ελεύθερους. Γνωστότερα γένη τους στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα γένη των Μποτσαραίων και των Τζαβελαίων, που βρίσκονταν σε ανταγωνισμό. Κατά το 1786 κλέφτες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ιδίως της Λειβαδιάς και του Ολύμπου, καθώς και αρματολοί που πέρασαν με το μέρος τους ενώθηκαν με τις πολεμικές φυλές των Σουλιωτών και σχημάτισαν υπολογίσιμη δύναμη. Η δύναμη αυτή άρχισε να χτυπά τις δυνάμεις του σατραπίσκου Αλή πασά. Τα κατορθώματά τους άναβαν στις καρδιές των ραγιάδων τον πόθο της λευτεριάς και φτέρωναν και πάλι τις διαθέσεις τους για νέο σηκωμό»» (1)

Σκαρίφημα Γεωργίου Μ. Σαρηγιάννη

Όρη Σουλίου

«Τα όρη Σουλίου, ύψ. 1.615 μ., στέκονται ανάμεσα στα όρη Παραμυθιάς, ύψ. 1.658 μ. και Θεσπρωτικά όρη, ύψ. 1.274 μ. Απ τα βόρεια προς τα νότια του στενόμακρου όγκου, ξεχωρίζουν οι κορφές: Ζυγαριά, 1.392 μ., Αλυσός υψ. 1.615 (ψηλότερη) μ., Ανώνυμη 1.232 μ., Πεζούλια 1.301 μ., Καστανιά 1.157 μ., Σφεντόνα 1.286 μ., Κακοσούλι 1.553 μ., Αλογομάντρι 1.340 μ., Μούργκα 1.201 μ., Ραϊδοβούνι 1.342 μ., Τσούκα 1.211 μ. στο νότιο μέρος του στενόμακρου όγκου» (2)

Η βόρεια είσοδος στο στενό οροπέδιο του Σουλίου

Καθώς βγήκαμε στην άκρη της λάκας, στην είσοδο του χωριού Σούλι, είχαμε κιόλας εντοπίσει τον τόπο, που θα κατασκηνώναμε για τη βραδιά, που σε λίγο θαρχόταν. Σταματήσαμε στο μοναδικό μαγαζάκι πάνω στον δρόμο για πληροφορίες και για να βεβαιωθούμε ότι είμαστε στην λάκα Σουλίου και όχι αλλού.

Στην άλλη άκρη της Λάκας, το χαρακτηριστικό διάσελο μας καλούσε, με τα δύο του τεράστια δένδρα, να στέκονται φρουροί και πύλη συγχρόνως ανάμεσα στην λάκα Σουλίου και στην λάκα Αβαρίκου.

Το χωριό Σούλι

Διασχίσαμε το χωριό Σούλι (3) με τα ερειπωμένα σπίτια. Όση ώρα κάναμε να διασχίσουμε τον τόπο προσπαθήσαμε να αναστήσουμε στην φαντασία μας τον χώρο με τον κόσμο που έπρεπε να υπάρχει εδώ, και που δεν υπήρχε ψυχή. Κατηφορίσαμε προς το χωριό Σαμονίβα και έξω απ’ αυτό ψηλώσαμε για το διάσελο, που ήταν τα ερείπια της Κιάφας. Πίσω μας και χαμηλότερα απ’ το διάσελο, τα ερείπια του χωριού Αβαρίκος και από πάνω μας το Κούγκι.

Όλες οι ιστορικές μνήμες μαζεμένες, όλα γύρω μας και όμως τίποτα να μην μαρτυρά ότι τούτος ο τόπος υπήρξε το κέντρο του ηρωισμού.

Στον χώρο που όριζε το διάσελο, το εικονοστάσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δέχτηκε τον σιωπηλό μας χαιρετισμό και τα δένδρα ανέλαβαν να ανταποδώσουν με ένα ελαφρύ θρόισμα των κλαδιών. Τα πηγάδια μας προσέφεραν στασίδι για ανάσα και το μαντρί δίπλα «φώναζε» έχοντας τρομάξει με την παρουσία μας.

Ήμασταν σίγουροι ότι είχαμε επιλέξει την καλύτερη θέση. Οργώσαμε απ’ άκρο σ’ άκρο την λάκα και ονομάσαμε ότι βλέπαμε με ότι γνωρίζαμε. Το σιωπηλό Σούλι δεν έλεγε να μιλήσει.

«Μήτρος και ο Σταύρος Τόκας, κάτοικοι Σαμωνίβας, εις τα ερείπια του Σουλίου. Εις το βάθος το Κούγγι και η Κιάφα» (Φωτογραφία Χρ. Σούλη, ΓΑΚ, συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, κατάλ. Δ΄, κ. 85), αντιγραφή από το βιβλίο της Ψιμούλη Δ. Βάσω2005:Σούλι και Σουλιώτες, σ.112, σειρά: ιστορία & πολιτική, εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας

Όση ώρα προσπαθούσαμε να αφήσουμε πίσω τη σκόνη των μακρινών δρόμων, -που είχαμε διανύσει για να φτάσουμε εδώ – και να την ανταλλάξουμε με την ευωδιά του χώρου, τα γαυγίσματα των σκύλων μεγάλωναν. Τα κοπάδια με τα γίδια ροβόλησαν απ’ τα χαλάσματα της Κιάφας και του Κάστρου, οι γιδάρηδες φανερώθηκαν, η θεια ξεπρόβαλε κατεβαίνοντας από την καλύβα με την καρδάρα στο χέρι και ανθρώποι, είναι άξιο απορίας, για πότε σίμωσαν στο πηγάδι. Χαιρετηθήκαμε από απόσταση, αφήσαμε την θέση μας και πλησιάσαμε κι’ εμείς, προσεκτικά, να μην τρομάξουμε τα ζώα.

-Από πού είσαστε ρε καλόπαιδα;

-Από την Αθήνα…

-Ορέ μπράβο και βγήκατε εδώ πάνω; Πώς και μάς θυμηθήκατε;

-Είπαμε να γνωρίσουμε το Σούλι, περπατάμε και λίγο στα βουνά, νάσου και φτάσαμε…

Μετά τα άλλα βγήκαν μόνα τους, χωρίς δυσκολία. Η μόνη δυσκολία είναι η έλλειψη του νερού, αλλά Σούλι από μια άποψη είναι αυτή η απουσία της αφθονίας του νερού. Ο κάθε τόπος με τα δικά του. Εδώ στην λάκα το νερό είναι δύσκολο, όμως αυτή η δυσκολία είναι που γέννησε τα παλικάρια. Ο Ηπειρώτης Αλέξανδρος Πάλλης τραγούδησε: «Σούλι, στα στουρναρένια στήθη σου πλάτανοι δεν τριχώνουν ή φράξα ή πυξάρια, λίγοι βλαστοί απ’ τα σπλάχνα σου αμάραντα φυτρώνουν. Τούς λένε παλικαριά».

Απ’ όλο το παλιό Τετραχώρι, τα τέσσερα αρχικά χωριά που χτίστηκαν στην λάκα Σουλίου ήταν: το Σούλι, το Αβαρίκο, μετά η Κιάφα και η Σαμονίβα, που απετέλεσαν το Τετραχώρι της Σουλιώτικης ομοσπονδίας, 16ος-18ος αιώνας.

Απ τα χωριά της Λάκας, κάτοικοι ζουν σήμερα μόνο στο χωριό Σαμονίβα. Οι βοσκοί βγάζουν κοπάδια στα ερείπια της Κιάφας, στο κάστρο, στα ερείπια του Σουλίου και εδώ στο διάσελο μαζεύονται για το νερό του πηγαδιού. Από το υστέρημά τους έχουν επενδύσει χρήματα για να το επισκευάσουν, γιατί είναι λιγοστά τα πηγάδια που χρησιμοποιούνται σήμερα, καθώς «δεν τραβιούνται». Στο Τετραχώρι παλιά υπήρχαν 400 πηγάδια -κάθε φάρα είχε το δικό της πηγάδι. Σήμερα σώζονται μόνο 30. Τα άλλα τα βούλωσαν, για να μην πνίγονται τα ζώα ή στέρεψαν αφού δεν τραβιόντουσαν.

(αριστερά) Πηγάδια στο άνυδρο Σούλι – (δεξιά) Φωτογραφία Μελετζή Σπύρου με λεζάντα:«Σουλιωτοπούλες στα πηγάδια τους (1937)», απ το βιβλίο του 2004: φωτογραφίζοντας τη Θεσπρωτία, ενότητα Σούλι, εκδ. Τ.Ε.Δ.&Κ. Νομού Θεσπρωτίας

Κάθε απόγευμα τα γίδια θα ροβολήσουν στο διάσελο. Εδώ τα ζωντανά είναι πειθαρχημένα όπως και οι άνθρωποι. Η λιτότητα επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς ανάλογους του τόπου.

Σ’ άλλα μέρη ακούς φωνές, σφυρίγματα και πετροβολήματα από τους τσοπαναραίους, για να κουμαντάρουν τα ζώα, να τα οδηγήσουν στο νερό ή στο μαντρί για άρμεγμα. Εδώ τα γίδια λες και έχουν κατανοήσει τις δυσκολίες του τόπου και συνεργάζονται με τους ανθρώπους.

Όση ώρα έκανε ο τσοπάνος να τραβήξει το νερό από το πηγάδι και να γεμίσει μ’ αυτό τις ποτίστρες, ήταν αρκετή για να στρώσουμε την κουβέντα μας. Δυσκολίες ακούς και τις βλέπεις πολύ γρήγορα.

-Είμαστε πολύ λίγοι και «ξεχασμένοι» πια, μουρμούρισε ο μπάρμπα Νίκος, ανοίγοντας την κουβέντα.

-Δεν βαριέσαι, συμπλήρωσε η γυναίκα του που είχε ψηλώσει απ’ το χωριό Σαμονίβα (4) προς το διάσελο για να βοηθήσει στο πότισμα, συνηθίσαμε…

-Και τι να πούμε; Μήπως βγαίνει και τίποτα; Λέγαμε να μας δώσει το κράτος την άδεια να οικοδομήσουμε τα ερείπιά μας, αλλά πού, φωνάζει η Αρχαιολογία. Αυτή ξέρει μόνο αυτό να κάνει.

-Σάμπως δεν είπαμε να μαζευτούμε στο Σούλι όλοι όσοι είμαστε στην λάκα, ώστε να κάνουμε χωριό και να μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι μαζί; Tίποτα. Βλέπεις, ποιος αφήνει τις βολές του και τις πέτρες του, που από χρόνια βρήκε και με κόπο στέριωσε..

Για αιώνες, οι άνθρωποι σε τούτο τον τόπο έμαθαν να ζουν κυνηγημένοι. Έμαθαν να καρπούνται μόνοι τους αυτό που μπορούν να πάρουν απ τον τόπο και αυτό τους φτάνει. Η πολιτεία ήταν πάντα απούσα και μια καχυποψία γέμισε τον καθένα, όταν είχε να συνδιαλλαγεί με αυτήν.

-Πότε ήρθε η πολιτεία εδώ να δει τα προβλήματά μας; μουρμούρισε ο γέρο Λάμπρος περασμένα 80 χρονών.

-Και αυτός ο δρόμος «δημοσιά» που βγήκατε επάνω έγινε για τις γιορτές της πολιτείας, όπως αυτή μας θυμάται, μια φορά τον χρόνο. Τότε έρχονται όλοι, λες και αποζητούν να πάρουν οι ίδιοι δύναμη που δεν έχουν, από τις μνήμες των ηρωικών Σουλιωτών και τους ψήφους για να ξαναβγούν. Τους παππούδες μας τους έλεγαν κλέφτες, ποιοι είναι όμως τελικά οι κλέφτες;

Όλο τον άλλο χρόνο το Σούλι είναι βυθισμένο στη νάρκη, αφού τίποτα δεν στέκεται ικανό να το ξαναζωντανέψει.

(αριστερά) Το κάστρο Κιάφα στην ομώνυμη κορφή, που έχτισε ο Αλή πασάς, 1803, μετά την κατάληψη του Σουλίου – (δεξιά) Strassberger B. Χαλκογραφία «Το φρούριο Κιάφα στο Σούλι», απ το περιοδικό Έσπερος, Λειψία 1/13 Ιουνίου 1883, αντιγραφή απ το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου1988: Λαογραφικά Σουλίου, ενότητα εικόνες, εκδ. Τ. Πιτσιλός

Τα τελευταία χρόνια αραίωσαν και οι επίσημοι, όπου χαρακτηριστική εικόνα των καιρών είναι αυτή, που ο εντεταλμένος υπουργός, περνώντας με το ελικόπτερο από πάνω, ανήμερα της γιορτής έριχνε ένα στεφάνι στον χώρο των ηρώων, αν και πιστεύω ότι το στεφάνι το έριχνε ο χειριστής του ελικοπτέρου, ενεργώντας κατ’ εντολή των παραγόντων, έχοντας συνηθίσει ο ίδιος από την ρίψη ζωοτροφών κατά την διάρκεια του χειμώνα.

-Τα βαρεθήκαμε τα στεφάνια στους προγόνους μας. Αυτά είναι καλά γι’ αυτούς που ζουν στον κάμπο. Όταν ζεις στο βουνό καίγεσαι από άλλα βασικά. Την παράδοση, την διατηρούμε εμείς που ζούμε εδώ. Αν οι πρόγονοί μας και οι παππούληδές μας τίμησαν τον τόπο, εμείς απλά ζητάμε, το νερό, συμπλήρωσε κάποιος καθώς ανεβοκατέβαζε τον κουβά με το νερό.

-Αυτό το πηγάδι και ό,τι βλέπεις γύρω σου τόχω φτιάξει με δικά μου έξοδα. Η πολιτεία δεν μάς βοηθά. Αυτό το καθάρισα, το άλειψα μέσα και έφτιαξα όλα αυτά γύρω για να μπορούν να πίνουν τα ζώα. Είναι στέρνα.

-Το νερό το κουβαλάμε από τις πηγές, προθυμοποιήθηκε άλλος να εξηγήσει.

-Έχουμε ανοίξει έναν δρόμο που βγάζει από την Σαμονίβα στις πηγές (Τσαγγαριώτικο ρέμα). Στην συνέχεια ένα τρακτέρ με το βυτίο κουβαλά το νερό και μ’ αυτό γεμίζουμε τις στέρνες. Πληρώνουμε λεφτά για όλα αυτά.

Θυμήθηκα την λαϊκή παράδοση μέσα από το βιβλίο του Στέφανου Γρανίτσα τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου που έγραφε: «…άμα οι παλιοί τάβαλλαν με τον Αγαρηνό και πήραν τα βουνά, ο Θεός φώτισε τα αγριογούρουνα κι άνοιξαν πηγάδια στο Κακοσούλι, που ήταν ως τότε άνυδρο».

Συνέλευση Σουλιωτών

Ακολούθησε σιωπή. Κοιταχτήκαμε με τον συνοδοιπόρο μου. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα κουδούνια από τα γίδια, που ξεδιψασμένα για σήμερα πια παίρνουν τα βήματά τους για το μαντρί.

Το σούρουπο κόντευε. Οι δουλειές προχωρούσαν και οι κουβέντες δεν τελείωναν. Εμείς ακούγαμε το κάθε τι, αλλά οι Σουλιώτες που ήξεραν ανέλαβαν να μάς περιποιηθούν χωρίς να διακόψουν την κουβέντα.

Η θειά κατέβηκε από την στάνη – πότε είχε πάει και γυρίσει; – με μια κανάτα γάλα για να μας το αφήσει διακριτικά στα πόδια μας. Ο κυρ Νίκος μας ζήτησε τα παγούρια μας και εμείς νομίσαμε πως ήθελε να τα κοιτάξει. Σε λίγο γύρισε με τα παγούρια γεμάτα δροσερό νερό.

«Αυτό είναι πόσιμο, απ’ την στέρνα που φέτος φρεσκάρισα». Τι να πεις! Οι άνθρωποι είχαν βγάλει από το υστέρημά τους και μας προσέφεραν. Το νερό της ημέρας που μας είχε λείψει, το νερό για την νύχτα, το νερό της ζωής..

Το σούρουπο έπεφτε πια. Τα γίδια αρμέχτηκαν, το γάλα μεταφέρθηκε από το διάσελο στο κονάκι, η φωτιά σπινθήρισε στη γωνιά της και εμείς «αρνηθήκαμε» την πρόσκληση για φαγητό και το κούρνιασμα εκεί, όσο διακριτικά μπορούσαμε, λέγοντας ότι τα έχουμε όλα. Το ευχαριστώ ήταν τόσο λίγο και συγχρόνως τόσο φτωχό μπροστά στον πλούτο της Σουλιώτικης καρδιάς. Στήσαμε το δικό μας πρόχειρο «σπιτικό» για τη νύχτα, ανάμεσα στα δένδρα του διάσελου, θέλοντας να γευθούμε μέσα στις δυσκολίες του τόπου, το Σούλι. Η αρχή είχε γίνει με τον καλύτερο τρόπο. Τα ερεθίσματα υπήρξαν. Τώρα οι αισθήσεις έπρεπε να προσπαθήσουν.

Φάγαμε μετρημένα, και ακόμη πιο μετρημένα ήπιαμε το νερό του Σουλίου χωρίς να βγάλουμε άχνα. Η νύχτα έπεσε για τα καλά. Ο ήχος της μεταλλικής φλογέρας ακουγόταν από το κονάκι ψηλά και όπως μάς είχε πει νωρίτερα το μικρό βοσκόπουλο, Κωσταντής: – Ο πατέρας μου, όταν είναι ευχαριστημένος παίζει τη φλογέρα του.

Στο πέρα διάσελο

Μέρες μετά, όταν έχω επιστρέψει στη ρουτίνα της καθημερινότητας, ανακαλύπτω ότι το Σούλι, που κουβαλάω πια μέσα μου, το «βλέπω» καλύτερα τώρα στα βιβλία. Τώρα έχω γνωρίσει τον χώρο, έχω περπατήσει στα κάστρα του, έχω σκύψει και έχω πιει νερό απ τα σπλάχνα του, και όλα προβάλλουν μέσα απ τις σελίδες των βιβλίων, πιότερα ελκυστικά και οικεία..

Να, για παράδειγμα, σχετικά με την προέλευση του ονόματος Σούλι, εκτός και άλλων εκδοχών, εστίασα σ αυτή του Ι. Λαμπρίδη «Κουρεντιακά» και «Τσαρκοβιστιακά», σ. 22, προέρχεται απ το όνομα μιας πατριάς των Τσάμηδων, που ήταν από τις πρώτες που κατοίκησαν στην περιοχή. «…ότι ομάδα σαράντα ανδρών, με αρχηγό τον Τσιάμη φύλαρχο Σούλη, άρπαξε από το πανηγύρι της Ρουσιάτσας σαράντα κορίτσια τα οποία παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν πλέον μόνιμα στη περιοχή, η οποία ονομάστηκε Σούλλη. Απ αυτό ο Λαμπρίδης συμπεραίνει και την ελληνοποίηση των ανωτέρω αλβανών – τσάμηδων, μέσω της επιγαμίας.

Ο Κώστας Μπίρης Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, σ.285-6, γράφει γι αυτό: Η τοπική παράδοση την οποίαν διέσωσαν οι απόγονοι των Σουλιωτών κατά τα μέσα του 19ου αιώνος, βεβαίωνε ότι οι πρώτοι Αρβανίτες έποικοι του Σουλίου ήλθαν και εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την καταστροφή του Σκεντέρμπεη, ότι ήσαν όλοι – όλοι περίπου 200 πολεμιστές ορθόδοξοι χριστιανοί με αρχηγούς Μποτσαραίους και Τζαβελαίους, ότι βρήκαν να εξουσιάζει εκείνα τα μέρη κάποιος Τούρκος κτηνοτρόφος που τον έλεγαν Σούλη, ότι τον σκότωσαν και έγιναν κύριοι των κοπαδιών του και των βοσκοτόπων του. Τέλος, ότι ήλθαν κατόπιν σε επικοινωνία με τα γειτονικά χωριά και σε κάποιο πανηγύρι, παντρεύτηκαν ομαδικά με κόρες των γηγενών της περιοχής εκείνης. (Αναστασίου Γούδα1876: Βίοι Παράλληλοι, τομ. Η΄, σ.46, 48. Αφήγηση του Σουλιώτη φαρμακοποιού Βαρούχα:«μεταβάντος το 1854 εις Ήπειρον και μαθόντος εκ παραδόσεως παρά πολλών γερόντων εκείσε και ενταύθα τα περί της πατρίδος του». Επιβεβαίωση από τον γηραιό Σουλιώτη Χρήστο Ανδρα.

Τάκης Ντάσιος, 1988

Υποσημειώσεις

(1) Ρούσου Πέτρου1984:Bοήθημα νέας ιστορίας της Ελλάδας, Τουρκοκρατία, Βενετοκρατία, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων, σ.164-5, εκδ. Σύγχρονη εποχή

(2) Νέζη Νίκου1979: Τα ελληνικά βουνά ορεογραφία, οδηγός, σ.97, Αθήνα

(3) Υπήρξε η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας. Σώζονται ερείπια πολλών σπιτιών και έξι εκκλησιών. Το 1956 το Σούλι ανακηρύχθηκε διατηρητέος οικισμός και έκτοτε κατοικείται από μέλη της οικογενείας Τόκα και ορισμένους κτηνοτρόφους από το Πόποβο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε 10 – 15 σπίτια που κτίστηκαν στο πρότυπο των παλαιοτέρων, υπό την εποπτεία της Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων των Ιωαννίνων. Από τα μέτρα που πρότεινε το 1927 ο Α. Μυλωνάς ορισμένα, όπως η διάνοιξη δρόμου, η κατασκευή ξενώνα, η αναστήλωση και συντήρηση οικιών, εκκλησιών και μνημείων έχουν σήμερα υλοποιηθεί..

(4) Σαμονίβα, είναι ένα από τα τέσσερα χωριά που δημιουργήθηκαν στο Σούλι τον 150 -16ο αι. και αποτέλεσαν το Τετραχώρι. Είναι κτισμένο ανάμεσα στα χ. Σούλι και Κιάφα. Από αυτά μόνον η Σαμονίβα έχει να παρουσιάσει μία συνεχή οίκηση μέχρι τις μέρες μας. Ο συνοικισμός της Σαμονίβας, υψ. 460 μ., στα 1928 αριθμούσε 95 κατοίκους, 1940 > 108 κατ., 1951 > 160 κατ., 1971 > 102 κατ., 1981> 85, 1991> 70. Η κοινότητα υπάγεται διοικητικά από το 1937 στο νομό Θεσπρωτίας.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα1964:Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ίδιου, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα
  • Μελά Σπύρου1972:Το λιοντάρι της Ηπείρου, Αλή Πασάς και Σούλι παραμονές του 21, εκδ. Μπίρης
  • Ροδάκη Περικλή1975:Κλέφτες και Αρματολοί η ιστορικοκοινωνική διαμόρφωση του Ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τ. Α’, εκδ. «Ατέρμων»
  • Σαρηγιάννη Μ. Γεωργίου1981:Η δημιουργία, η εξέλιξη και η συγκρότηση της Σουλιώτικης Ομοσπονδίας (16ος -18ος αι.), εκδ. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα
  • Κόλλια Π. Αριστείδη1983:Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων, ιστορική, λαογραφική, πολιτιστική, γλωσσολογική επισκόπιση, Αθήνα
  • Σταμέλου Δημήτρη1988:Λαογραφικά Σουλίου, από το Έπος της Σουλιώτικης παλικαριάς ως τον αιώνα μας, εκδ. Τ. Πιτσιλός
  • Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου1994:Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, μτφ. Παναγιώτα Γ. Κώτσου, σειρά Ξένοι περιηγητές στον Ελληνικό χώρο, Νο 11, εκδ. Αφων Τολίδη, Αθήνα
  • Wordsworth Christopher1995: Ελλάδα, μια περιπλάνηση στα τοπία και την ιστορία της, μτφ. Π. Δημουλέα, 1η έκδοση 1839, από το οποίο έγινε η ανατύπωση, είναι από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Κούτσικα, εκδ. Εκάτη
  • Μπίρη Η. Κώστα1997: Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, εκδ. Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα»
  • Ψιμούλη Βάσω2005:Σούλι και Σουλιώτες, σειρά Ιστορία και πολιτική, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • Μελετζή Σπύρου2005: Φωτογραφίζοντας τη Θεσπρωτία, εκιδ. Τ.Ε.Δ. & Κ. Νομού Θεσπρωτίας
  • Φίνλεϋ Γεωργίου2008:Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μτφρ. Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τόμος πρώτος, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία



Πηγή: Ορεινογραφίες

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *