ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ Τ' ΑΛΟΓΑ

Περνοῦσα τὸ δρόμο τῆς Κηφισιᾶς· κοντὰ στὴ γωνία τοῦ βασιλικοῦ κήπου βλέπω ἀνθρώπους μαζεμένους· ὅλοι τὰ εἶχαν τὰ μάτια τους προσηλωμένα κάτου· κάποιος, εἶπα, κάτι θὰ ἔπαθε· τίποτε μαχαιριές, τίποτε μεθύσι, τίποτε ἀρρώστια, τὰ συνηθισμένα· καὶ πλησίασα. Κ' εἶδα ξαπλωμένο κατὰ γῆς ὄχι ἄνθρωπον· ἄλλο πλάσμα· ἕνα ἄλογο. Πεσμένο εἴταν στὸ ζερβὶ πλευρό· βαριὰ βαριὰ τὸ κεφάλι του στὴ λάσπη παραιτημένο, σὰ σφιχτοκαρφωμένο στὴ γῆ· τὸ κορμί του μονάχα σάλευεν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ σὰν ἀπὸ βαρὺν ἀγώνα· σὰ νὰ γύρευε νὰ ξανασάνῃ, νὰ λυτρωθῇ, νὰ ξανασηκωθῇ· τοῦ κάκου, τοῦ κάκου· συντριμμένα τὰ κόκκαλά του, πόνος τὄσφαζε, μαρτύριο τὄπνιγε. Τέντονε τὰ πόδια καὶ κάπου κάπου τ' ἀνασήκωνε τὸ ἕν' ἀπὸ τὰ πισινά του, τὸ δεξί, καὶ τὸ κουνοῦσε ἀργὰ δύο τρεῖς φορές· ἔλεγες πὼς κάποιον ἔκραζε· καὶ πάλι τὸ ξανάρριχνεν ἀδούλευτο, κ' ἔμενεν ἀκίνητο. Εἴταν στὸ τραβάϋ μ' ἄλλα δύο· γλύστρησε κ' ἔπεσε· καὶ πέφτοντας χτύπησε· τὰ σίδερα τοῦ σύντριψαν τὴ ραχοκοκκαλιά· τἄλλα δύο συντρόφια του τὸ πάτησαν καὶ αὐτὰ κακά, τ' ἀποτέλειωσαν. Τὄβγαλαν ἔξω ἀπ' τὴ γραμμή, τὸ τραβάϋ μὲ τἄλλα τράβηξε τὸ δρόμο του. Τὸ χτυπημένο ὥρα τὴν ὥρα ἔπεφτε σὲ πιὸ μεγάλο βύθος· τριγύρω του οἱ μαζωμένοι κοίταζαν, φλυαροῦσαν, χωράτευαν, γελοῦσαν. Κ' ἐκεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τους τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ ψυχομαχοῦσε κ' ἔδινε τοῦ λογικοῦ, τὸ ἄλογο, τὸ πλέον ἀξιομίμητο, τὸ πλέον ἱερὸ παράδειγμα: πῶς νὰ ζῇ κανεὶς καὶ πῶς νὰ πεθαίνῃ! Τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς δὲν τὸν φοβήθηκε· τὴ Μοῖρα τὴν ἀνίκητη νὰ τὴ νικήσῃ δὲ στοχάστηκε τρελά· σὰ στωϊκὸς φιλόσοφος ὑπόμεινε τὴν πίκρα· σὰ στωϊκὸς φιλόσοφος ἔμεινε μακρυὰ ἀπὸ τὴν κακίαν. Ἀπάνου στὴ δουλειὰ τὸ χτύπησεν ὁ κεραυνὸς τῆς Μοίρας· ἀλίμονο σ' αὐτὸν ποὺ πέσῃ· ἐχθροὶ τοῦ γίνοντ' ὅλοι, ξένοι καὶ δικοί· ἔτσι, τὰ συντρόφια του δὲν τοὔδωσαν βοήθεια· μάλιστα τοῦ ἔκαμαν κακό· δεμένα κι αὐτά, τράβηξαν ἀνήμπορα τὸ δρόμο τους ὅσο ποὺ νἄρθ' ἡ ὥρα τους. Ἔπεσεν ἥσυχα ἥσυχα, χωρὶς φωνή, χωρὶς κυλίσματα, χωρὶς τινάγματα· κι ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας χύθηκεν ἀπάνου του προτοῦ στεγνώσῃ ὁ ἱδρώτας τῆς ἐργασίας. Νόμιζες ὄχι πὼς βασανίζεται συντριμμένο καὶ χαροπολεμᾶ· θαρροῦσες πὼς ἁπλώθηκε νὰ ξαποστάσῃ καὶ ἄθελα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος· ἔζησε σὰ καὶ πέθανε σὰν ἥρωας· κι ἄθελα ψιθύρισα: Ἄνθρωπε, παραδειγματίσου!


Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ι΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΠΕΖΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Α' (ΦΙΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *