ΗΡΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ὁ Πόλεμος μᾶς ἀφήρπασε ἕναν ἔξοχον ποιητήν, ἕνα θαυμάσιον ἄνθρωπον, ἕναν λαμπρόν φίλον. Εἶναι ὁ Κερκυκαῖος Λαυρέντιος Μαβίλης, λοχαγός τῶν Γαριβαλδινῶν, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη εἰς μίαν ἀπὸ τὰς αἱματηρὰς καὶ ἐνδόξους μάχας τῆς Ἠπείρου. Μία σφαῖρα τοῦ ἐτρύπησε τὰς παρειάς, μία ἄλλη ἐσφηνώθη εἰς τὸν λάρυγγά του, καὶ μὲ ὅλην τὴν αἱμορραγίαν, ὁ γενναῖος πολεμιστὴς ἐξεκίνησε μόνος διὰ τὸ νοσοκομεῖον. Κάπου ἐκεῖ συνάντησε τὸν στρατηγὸν Γαριβάλδη, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε πληγωμένον, τοῦ ἐφώναξε διὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ:
— Ἐβίβα, Μαβίλη! Ἐβίβα!
Κατέβαλε μίαν προσπάθειαν τελευταίαν, διά νά φθάσῃ μέχρι τοῦ στρατηγοῦ του, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσε. Καὶ λέγουν ὅτι, πρὶν ξεψυχήσῃ, κατόρθωσε νὰ προσφέρῃ τὰς τελευταίας αὐτὰς λέξεις: «Ἐπερίμενα ὅλας τὰς τιμάς, ἀλλ' ὄχι καὶ τὴν μεγάλην τιμὴν ν' ἀποθάνω μαχόμενος ὑπὲρ τῆς πατρίδος μου!» Δὲν ἠξεύρω ἂν ἡ φράσις εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὴν εἶπε, διότι ἀλλοῦ τὴν εἶδα διαφορετικήν. Ἀλλ' ὅπως καὶ ἂν τὴν διετύπωσεν, ἦτο μία φράσις μαρτυροῦσα τὴν εὐδαιμονίαν ποὺ τοῦ ἐπροξενοῦσεν ὁ θάνατός του. Ποτὲ δὲν τὸν εἶχε φαντασθῆ ὡραιότερον ὁ ποιητής, ὁ ὁποῖος ἦτο συγχρόνως καὶ ἥρως! Ἔλαβε μέρος καὶ εἰς ἄλλους πολέμους. Τὸ 1897 ἦτο πάλιν ἐθελοντὴς ἐρυθροχίτων. Ἀλλ' αἱ ἐχθρικαὶ σφαῖραι τοῦ εἶχον τότε φεισθῆ. Καὶ ἐνῷ ἐζοῦσε τὴν ἥσυχον καὶ εἰρηνικὴν ζωὴν τοῦ ποιητοῦ, νομίζων ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἐδίδετο πλέον ἡ εὐκαιρία νὰ λάβῃ τὰ ὅπλα, —ἦτο καὶ προχωρημένης ἡλικίας ἄνθρωπος, μὲ ἀσημένια πλέον μαλλιά — ἰδοὺ ἔξαφνα ὁ ἀπρόοπτος αὐτὸς πόλεμος, ὁ μεγάλος, ὁ λαμπρός, ὁ νικηφόρος. Ἀνελπίστως ὁ γηραιὸς Μαβίλης ἠμπόρεσε πάλιν νὰ περιβληθῇ τὴν ἀγαπημένην του στολὴν καὶ εὐτύχησε ν' ἀποθάνῃ μαχόμενος καὶ νικῶν. Δι' αὐτὸ εἶπεν, ὅτι δὲν ἐπερίμενε ποτὲ τόσο μεγάλην τιμὴν καὶ εὐτυχίαν. Ἡ ὡραία ζωή του ἔλαβε τὸ ὡραῖον τέλος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐτολμοῦσε πλέον νὰ ὀνειρεύεται. Καὶ ἠμπόρεσε νὰ γράψῃ μὲ τὸν θάνατόν του τὸ ὡραιότερόν του ποίημα.
Ἀλήθεια ὁ Μαβίλης ἦτο ἀπὸ τοὺς σπάνιους ἐκείνους ποιητὰς τῶν ὁποίων καὶ ἡ ζωὴ ἀποτελεῖ ἕνα ποίημα. Ὡραῖος ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς ὡραιοτέρους ποὺ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ ἰδῇ, εὐγενής, δυνατός, γενναῖος, ἀγαθὸς καὶ συγχρόνως μεγαλοφυής, ἐζοῦσεν, ὅπως οἱ εὐπατρίδαι τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, πολεμῶν ἐν καιρῷ πολέμου καὶ καλλιεργῶν ἐν καιρῷ εἰρήνης τὰ κτήματά του καὶ τὰ γράμματα. Ἦτο τύπος Κερκυραίου ἄρχοντος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὁλονὲν ἐκλείπουν. Καὶ ἦτο ἀκόμη τύπος Ἐπτανήσιου λόγιου, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὁλονὲν γίνονται σπανιώτεροι.
Θετικὸς καὶ βαθὺς εἰς τὰς μελέτας του, —ἀληθινὸς φιλόσοφος, — καὶ εἰλικρινής, εὐσυνείδητος εἰς τὴν ποιητικήν του ἐργασίαν. Ὀλίγα ἔγραψε, κυρίως σοννέτα —ἀλλ' ἀριστουργήματα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ποιητὰς τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς, ἀπὸ τοὺς καλύτερους μαθητὰς τοῦ Σολωμοῦ. Ἡ δὲ μετριοφροσύνη του ἔφθανε μέχρις ἐλαττώματος. Τὸν ἐγνώρισα ἐδῶ, ὅταν ἦλθεν ὡς βουλευτὴς Κέρκυρας εἰς τὴν Διπλῆν Βουλήν, — τότε ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν θαυμάσιαν ἐκείνην ἀγόρευσιν περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, τὴν ὁποίαν μὲ τὴν αὐτὴν προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν ἤκουσαν καὶ δημοτικισταὶ καὶ καθαρευουσιᾶνοι. Κάποτε, — δὲν θὰ τὸ λησμονήσω, — εὑρέθημεν μαζὶ εἰς μίαν φιλολογικὴν ἑσπερίδα, ὅπου μία κυρία καλλιτέχνις ἀπήγγειλεν ἕν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ποιήματά του, τὴν «Λ ή θ η ν ». Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπαγγελίας ὁ Μαβίλης, κόκκινος ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του, σὰν μαθήτρια, ζαρωμένος, ἐκάθητο ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ὄρθιους ἀκροατάς, διὰ νὰ μὴ τὸν βλέπουν. Καὶ ἔπειτα εἶπε σιγὰ πρὸς τὴν καλλιτέχνιδα:
— Ἀπαγγείλατε τόσον ἔμμορφα τὸ τιποτένιο μου ποίημα, ποὺ κατήντησε τώρα νὰ μοῦ ἀρέσῃ κι ἐμένα.
Τί μετριοφροσύνη! Καὶ τί διαφορὰ ἀπὸ μερικοὺς ἄλλους ποὺ ἀπαγγέλουν οἱ ἴδιοι ἀτέλειωτα ποιήματά των, καμαρώνοντες, γαυριῶντες καὶ δεχόμενοι, καταδεχτικῶς, τὰ συγχαρητήρια ὡς φόρον ἐλάχιστον ὀφειλομένου θαυμασμοῦ!...
Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Διάπλασις τῶν Παίδων»
Πηγή: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Δ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1956)
Ἑλλήνων Φῶς