—Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἁγιὰ Θαλασσινή.—


Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη

Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ' ἔστειλε ὁ πρῶτος στὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὲ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
—Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἁγιὰ Θαλασσινή.—
Τυφλὸ κορίτσι σ' ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ' ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κ' οἱ δυὸ Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ fore peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα,
μὰ ἐσένα μιὰ παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲ φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί:

Ἀπάνου στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐχτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομαχτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού 'κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτου ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ 'πες «σ' ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρίς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Dépôt.



Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, ΠΟΥΣΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ - 1995
Ἑλλήνων Φῶς

 

 

 

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *