Κάποια Χριστούγεννα

Ξενόπουλος Γρηγόριος

Η παρακάτω ἐπιστολὴ τοῦ Γρηγόριου Ξενοπουλου γράφτηκε τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1925 καὶ ἀπευθυνόταν στοὺς μικροὺς ἀναγνῶστες τῆς Διάπλασης τῶν παίδων, περιοδικοῦ ποὺ διεύθυνε μὲ ἐπιτυχία γιὰ 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινὸς λογοτέχνης καὶ θεατρικὸς συγγραφέας ἀναπολεῖ, μὲ νοσταλγία ἀλλὰ καὶ χιοῦμορ, τὰ παιδικά του χρόνια καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδοσιακὲς συνήθειες τοῦ τόπου του.


Ἀθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925

Ἀγαπητοί μου,

Ἕναν καιρὸ στὴ ζωή μου, τὰ Χριστούγεννα τὰ γιόρταζα… τὴν Πρωτοχρονιά. Πῶς; Ἀκολουθοῦσα κανένα δικὸ μου καλαντάρι*, ἢ εἶχα προσηλυτισθεῖ σὲ καμιὰ αἵρεση;… Τίποτ’ ἂπ’ αὐτά. Μόνο ποὺ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, νιόφερτος στὴν Ἀθήνα, φοιτητούδι, σχεδὸν παιδί, δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς… κουλούρα.

Στή Ζάκυθο, βλέπετε, ὅπου εἶχα μεγαλώσει, τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων τὸ βράδυ, κόβουν με πομπὴ* κάποια κουλούρα. Ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴ βασιλόπιτα ποὺ κόβουν ἐδῶ τὴν Πρωτοχρονιὰ -κομμάτι ὀνομαστικὸ γιὰ τὸν καθένα, φλουρὶ γιὰ τὸν τυχερό, καὶ καθεξῆς, -ἀλλὰ δὲ μοιάζει καὶ καθόλου. Ἄλλη πάστα, ἄλλη ζύμη, ἄλλη ὄψη, ἄλλη γεύση, ἄλλη μυρωδιά. Φανταστεῖτε ἕνα ὡραῖο ψωμὶ σιμιγδαλένιο, πιασμένο μὲ λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα μὲ σταφίδες ἄσπρες καὶ μαῦρες, μὲ κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ἕνα σωρὸ μπαχαρικά, καὶ μὲ μία κρούστα ὅλο σουσάμι καὶ πυκνὰ φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα καὶ πασπαλισμένη μὲ ψιλὴ ζάχαρη χρωματιστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζακυθινὴ κουλούρα. Πῶς νὰ καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρὶς τὸ «κομμάτι μου» ἀπ’ αὐτήν; Καὶ ποῦ νὰ ‘βρισκα τέτοιο πράμα ἐδῶ, στὸ βραδινὸ τραπέζι τῆς παραμονῆς;

– Χριστούγεννα αὔριο, μοῦ ‘λεγαν. Καὶ τοῦ χρόνου!

– Ποῦ εἶναι τά; Ἀπαντοῦσα. Δὲν τὰ βλέπω!…

Και δὲν τὰ ‘βλεπα πραγματικῶς. Ή, νὰ πῶ καλύτερα, τὰ ‘βλεπα, ἀλλὰ μὲ τὴ φαντασία μου, μακρινά, ἀμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα – τὰ ‘βλεπα ἐκεῖ κάτω, στὴν πατρίδα, στὸ πατρικό μου σπίτι, στὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι μὲ τὴν κουλούρα στὴ μέση, μὲ τοὺς δικούς μου ὁλόγυρα καὶ -ἀλίμονο!- μὲ τὴ θέση μου σὲ μίαν ἄκρη ἀδειανή… Ἦταν γιορτὴ αὐτὴ γιὰ μένα; Ἂν δὲν ἔκλαψαν τὰ μάτια μου, ἔκλαψε ὅμως ἡ ψυχή μου, – ψυχὴ παιδιοῦ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ξενιτεύεται…

Συνέβαινε ὅμως νὰ βγάζουν ἐκεῖ καὶ τὸ δικό μου τὸ κομμάτι, -ε, φυσικά, τί κι ἂν ἔλειπα; Δὲν εἶχα κιόλα πεθάνει!- καί, μαζὶ μ’ ἕνα χριστόψωμο κι ἕνα τενεκεδένιο κουτὶ μαντολάτο, νὰ μοῦ τὸ στέλνουν ἐδῶ μὲ κανένα ἐπιβάτη ἢ μὲ τὸ ταχυδρομεῖο. Ἀλλὰ ἀργοῦσε. Δὲν εἶχε ἐφευρεθεῖ, βλέπετε, οὔτε ἐφευρέθηκε ἀκόμα καὶ κανένας τηλέγραφος γιὰ δέματα. (Ἄχ, κι αὐτὸς ὁ Ἔδισσον! Τί κάνει;…) Καὶ τὸ δέμα ἔφτανε μόλις τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Ἔτσι, μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς κουλούρας, ποὺ τὸ λάβαινα καὶ τὸ ‘τρωγα μὲ τόση χαρά, μὲ τόση συγκίνηση, μὲ τόση ἀγάπη, ἔκανα κι ἐγὼ τὰ Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.

Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ στὴν Ἀθήνα, ἀργότερα, γνωρίστηκα μὲ ζακυθινὰ σπίτια ποὺ ἔκοβαν τὴν παραμονὴ ζακυθινὴ κουλούρα καὶ μὲ προσκαλοῦσαν καὶ μένα στὴν τελετή. Ἀλλὰ δὲν ἦταν τὸ ἴδιο! Ἐγὼ ἤθελα τὸ κομμάτι μου ἀπὸ τὴν κουλούρα τοῦ σπιτιοῦ μας. Καὶ πάλι περίμενα σὰν καὶ τί τὸ δέμα ποὺ θὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ κεῖ πέρα μετὰ τὴν παραμονή, γιὰ νὰ τὸ λάβω… κατόπιν ἑορτῆς.

Αλλά ἦρθαν καὶ Χριστούγεννα ἢ μᾶλλον Πρωτοχρονιά, ποὺ δὲν ἔλαβα τίποτα. Στὴν πατρίδα εἶχε πεθάνει ὁ καημένος μου ὁ πατέρας. Οὔτε ἐκεῖνο τὸ χρόνο ἔκοψαν στὸ σπίτι μας κουλούρα, οὔτε τὸν ἄλλον… Τὸ πένθος, ἡ ἀπουσία μου ἀκόμα, τὸ μεγάλωμα καὶ τὸ σκόρπισμα τῶν παιδιῶν της, ἔκαμε τὴ μητέρα μου ν’ ἀφήσει, νὰ ξεσυνηθίσει αὐτὸ τὸ χριστουγεννιάτικο ἔθιμο τοῦ τόπου, ἀταίριαστο πιὰ σ’ ἕνα σπίτι χωρὶς νοικοκύρη καὶ χωρὶς μικρὰ παιδιά. Τότε μάλιστα, γιὰ πολλὰ χρόνια, συνέβαινε τὸ ἀντίθετο: ἐγὼ ἔστελνα τῆς μητέρας μου τὸ κομμάτι της ἀπὸ τὴ βασιλόπιτα ποὺ ἔκοβα ἐδῶ, στὸ σπίτι μου, γιὰ τὰ παιδιά μου. Καὶ ἡ μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τὰ παιδικά της χρόνια στὴν Πόλη, ὅπου ἐπίσης ἔκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στὴ Ζάκυθο μία πολίτικη Πρωτοχρονιά… τὰ Θεοφάνεια.

Κάποιο χρόνο ὅμως, μεγάλος ἐγὼ πιά, πῆγα στὴ Ζάκυθο νὰ κάμω Χριστούγεννα μὲ τὴ γριὰ μητέρα μου.

– Ά, τῆς λέω, δὲν ἔχει, θὰ κόψουμε καὶ κουλούρα!

– Ναί, παιδί μου, μοῦ λέει, ἀφοῦ εἶσαι καὶ σὺ ἐδῶ, ἂς κόψουμε.

Πραγματικώς, παράγγειλα ἔξω μία ὡραία κουλούρα, καὶ τὴν κόψαμε τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς, ὅπως ἄλλοτε. Ἀλλὰ θὰ τὸ πιστέψετε; Δὲ μ’ ἐνθουσίασε καθόλου! «Ποῦ τὸ τσουρέκι μας; Ἔλεγα. Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ψωμί!» Ναί, αὐτὸ τὸ ψωμὶ μὲ τὸ λάδι καὶ μὲ τὴ σταφίδα, ποὺ ἄλλη φορᾶ μὲ τρέλαινε, ποὺ τὸ προτιμοῦσα ἀπὸ καθετὶ καὶ ποὺ δὲν ἔκανα Χριστούγεννα ἂν δὲν τὸ ‘χα, δὲ μοῦ ἄρεσε πιά. Τὸ εἶχα ξεσυνηθίσει. Προτιμοῦσα τὸ τσουρέκι. Κι οὔτε ὄψη τοῦ ἔβρισκα πιά, οὔτε γεύση, οὔτε μυρωδιὰ ἐξαιρετική. Ἕνα κοινὸ πράμα, χοντρό, βαρύ, ποὺ ἀποροῦσα μάλιστα πῶς μ’ ἐνθουσίαζε τόσο ἄλλη φορᾶ…

Μη δὲν ἦταν τὸ ἴδιο;

Όχι, τὸ ἴδιο ἦταν ἀπαράλλαχτο. Ἐγὼ μόνο εἶχα ἀλλάξει, ἐγὼ δὲν ἤμουν πιὰ ὁ ἴδιος… Τόσα χρόνια στὴν Ἀθήνα, εἶχα ξεσυνηθίσει τὰ πράματα τῆς πατρίδας μου καὶ εἶχα συνηθίσει τ’ ἀθηναίικα. Ὅλα στὸν κόσμο μία συνήθεια εἶναι. Κι ἀκόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στὸν τόπο του. Μόνο ἡ νοσταλγία τῶν πρώτων χρόνων τῆς ξενιτιᾶς μ’ ἔκανε νὰ βρίσκω τόσο ὡραία καὶ στὴν Ἀθήνα τὴ ζακυθινὴ κουλούρα καὶ νὰ τὴν προτιμῶ ἀπ’ τὸ καλύτερο τσουρέκι. Ἀλλὰ ὅταν, μὲ τὸν καιρό, λιγόστεψε κι ἔσβησε ἡ νοσταλγία, χάθηκαν μαζὶ κι ὅλες οἱ παλιές, οἱ νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα ἐγκλιματιστεῖ* πιὰ Ἀθηναῖος. Κι ἕνας Ἀθηναῖος δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ προτιμάει τὴ ζακυθινὴ κουλούρα ἀπὸ τὸ τσουρέκι του. Γιὰ νὰ τὴν προτιμάει κανείς, πρέπει νὰ ‘ναι Ζακυθινός, καὶ νὰ μένει στὴ Ζάκυθο.

Έτσι ἐξήγησα τότε τὸ παράξενο. Καὶ θυμήθηκα καὶ τὸ μέλανα ζωμὸ τῶν Σπαρτιατῶν. Οἱ Σπαρτιάτες τὸν ἀποζητοῦσαν καὶ τὸν ἐκθείαζαν παντοῦ σὰν τὸ καλύτερο φαΐ τοῦ κόσμου. Ἔτσι, ὁ μέλας ζωμὸς ἔβγαλε μία φήμη μεγάλη. Ὅσοι δὲν τὸν εἶχαν δοκιμάσει, τὸν νόμιζαν εφαμιλλο* μὲ τὴν ἀμβροσία, τὴν αἰθέρια αὐτὴ τροφὴ τῶν Ὀλύμπιων Θεῶν. Δὲ θυμοῦμαι τώρα ποιὸς ἐπίσημος, βασιλιὰς ἢ στρατηγὸς -ὁ Διονύσιος τῶν Συρακουσῶν ἄραγε;- ὅταν πέτυχε μία φορὰ κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τοὺς ἔβαλε νὰ τοῦ φτιάσουν μέλανα ζωμό. Τοῦ τὸν ἔφτιασαν ὅσο καλύτερα ἤξεραν, κι ἐκενος τὸν δοκίμασε μ’ ἕνα μεγάλο μορφασμό.

– Ἀπορῶ, τοὺς εἶπε, πῶς σᾶς ἀρέσει αὐτὴ ἡ ἀηδία!

– Θὰ σοὺ ἄρεσε καὶ σένα, τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Σπαρτιάτες, ἂν ἔκανες ταχτικὰ τὸ λουτρό σου στὸν Εὐρώτα!

Λέτε τώρα, ὅταν ξενιτευόταν κανένας νεαρὸς Σπαρτιάτης, νὰ τοῦ ἔστελνε ἡ μητέρα του, καμιὰ γιορτὴ σὰν τὰ Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;… Δὲν τὸ πιστεύω. Οἰ Λάκαινες* δὲ συνήθιζαν νὰ παραχαϊδεύουν ἔτσι τὰ λεοντόπουλά τους. Πιὸ πιθανό μου φαίνεται νὰ τὸ ‘κανε μία μητέρα Ἀθηναία ἢ Ζακυθινή. Γι’ αὐτὸ κι ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Ἀνδρέας Μαρτζώκης, σὲ κάποιο σατιρικὸ ποίημά του, «Ζακυθινὸς Μνηστήρας», παρασταίνει ἕνα Ζακυθινὸ ἀρχοντόπουλο στὴν Ἰθάκη -στὴν ὁμηρικὴ Ἰθάκη, ἐπὶ Ὀδυσσέως- ποὺ γιὰ νὰ συγκινήσει τὴν Πηνελόπη, τῆς προσφέρει… τ’ ὡραῖο χριστόψωμο ποὺ τοῦ εἶχε στείλει τὰ Χριστούγεννα ἡ μητέρα του!

Σας ἀσπάζομαι

Φαίδων



Γ. Ξενοπουλος, Ἀθηναϊκὲς ἐπιστολές,

Ἀδελφοὶ Βλάσση


* καλαντάρι: ἡμερολόγιο * πομπή: τελετὴ * ζαφουράνα: ζαφορά, κρόκος, εἶδος φυτοῦ ποὺ καλλιεργεῖται γιὰ τὶς χρωστικὲς καὶ φαρμακευτικές του ἰδιότητες * εἶχα ἐγκλιματιστεῖ: εἶχα συνηθίσει στὸ νέο τρόπο ζωής * ἐφάμιλλο: ἰσοδύναμο, ἰσάξιο * Λάκαινες: Σπαρτιάτισσες



Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *