Χαραλάμπους Αριστείδης (11/03/1956) - Σάββα Μιχαλάκης (11/03/1957)
Χαραλάμπους Αριστείδης. Γεννήθηκε στο χωριό Πεδουλάς, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1936.
Σκοτώθηκε στις 11 Μαρτίου 1956 στον Πεδουλά, από βόμβα που έριξε εναντίον των Άγγλων.
Γονείς : Χαράλαμπος και Χρυστάλλα Αριστείδου
Αδελφές : Θεοδοσία, Μαρία και Χρυσάνθη
Ο Αριστείδης Χαραλάμπους τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν μαθητής της έκτης τάξης του Γυμνασίου Πεδουλά, όταν σκοτώθηκε. Για τρία χρόνια μελετούσε και λογιστικά με αλληλογραφία. Κατά το διάστημα των θερινών διακοπών εργαζόταν, για να εξασφαλίσει τα δίδακτρά του.
Εντάχθηκε από την αρχή στον αγώνα της ΕΟΚΑ στην περιοχή Μαραθάσας και συνεργαζόταν με τους καθηγητές και τους συμμαθητές του. Μερικοί από τους Ελλαδίτες καθηγητές του ήταν και οι εκπαιδευτές των μαθητών του Γυμνασίου Πεδουλά στη χρήση όπλων. Η εκπαίδευση γινόταν στο εξωκλήσι της Παναγίας, στα περιβόλια του χωριού. Μαζί του στον αγώνα εργάζονταν και οι αδελφές του, με τη συμπαράσταση και των γονιών τους. Η μητέρα του λάμβανε μέρος σε λιθοβολισμούς των Άγγλων, κουβαλώντας στις κοπέλες πέτρες μέσα στην ποδιά της. Σε κάποιο λιθοβολισμό τραυματίστηκε, όπως και η αδελφή του.
Στις 11 Μαρτίου 1956, ημέρα Κυριακή, η τοπική ομάδα της ΕΟΚΑ Πεδουλά ανέμενε να κτυπήσει αυτοκινητοπομπή των Άγγλων στρατιωτών σε τρία σημεία του δρόμου προς τον Κύκκο. Στη μια από τις ομάδες ενέδρευε και ο Αριστείδης. Κρατούσε δυο βόμβες επιτόπιας κατασκευής. Η μια εξερράγη μέσα στο χέρι του, του απέκοψε την παλάμη και τον πλήγωσε θανάσιμα στο στομάχι. Στην κηδεία του, που παρέστησαν όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών, τον συνόδεψαν οι συμμαθητές του και οι καθηγητές του, που υποβάσταζαν το φέρετρό του καλυμμένο με την ελληνική σημαία και πλήθος από δάφνινα στεφάνια.
Στο τέλος του σχολικού χρόνου ο Αριστείδης δεν ήταν παρών στην τελετή αποφοίτησης των συμμαθητών του, για να πάρει το απολυτήριό του. Ο Λυκειάρχης του τον φώναξε στον κατάλογο των αποφοίτων. Απάντησε ένας από τους καθηγητές του: "Άριστος. Απών".
Σάββα Μιχαλάκης. Γεννήθηκε στο χωριό Ακάκι, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 30 Ιανουαρίου 1932.
Σκοτώθηκε από Άγγλους στις 11 Μαρτίου 1957, στο Ακάκι.
Γονείς : Σάββας Χατζηκυριάκου και Ελένη Γιακουμή
Αδέλφια : Λευτέρης, Αυγούστα, Θεογνωσία, Κυριάκος
Ο Μιχαλάκης Σάββα (γνωστός και ως Μιχαλάκης Χατζηκυριάκου) τελείωσε το δημοτικό σχολείο Ακακίου και εργαζόταν ως σιδηρουργός. Κατατάχθηκε στην Οργάνωση από την αρχή του αγώνα και διακρίθηκε για την κατασκευή βομβών δικής του επινόησης, τις γνωστές τότε "νάρκες - κανονάκια" και χειροβομβίδες τύπου "Μιχαλάκη Σάββα". Για εκρηκτικό υλικό χρησιμοποιούσε λίπασμα, τη νιτρική αμμωνία, ανάμεικτο με θειάφι και αλεσμένο κάρβουνο. Είχε δυο εργαστήρια για τις κατασκευές του, ένα στο Ακάκι και ένα στην Αυλώνα.
Τον Οκτώβριο του 1956 Άγγλοι στρατιώτες κατέβασαν την ελληνική σημαία από το καμπαναριό της εκκλησίας Ακακίου και την ξέσχισαν. Ο Μιχαλάκης τοποθέτησε άλλη στη θέση της, ναρκοθετώντας την. Όταν οι Άγγλοι στρατιώτες δοκίμασαν να την κατεβάσουν και πάλι, προκλήθηκε έκρηξη με αποτέλεσμα τον θάνατό τους.
Μεγάλες υπηρεσίες πρόσφερε και ως σύνδεσμος. Με το αυτοκίνητό του (αριθμός εγγραφής Β674), μετέφερε καταζητούμενα πρόσωπα, όπλα και αλληλογραφία της Οργάνωσης σε ολόκληρο τον τομέα Μόρφου. Οι επιχειρήσεις και οι ενέδρες στις οποίες έλαβε μέρος, εκτείνονταν από το Ακάκι μέχρι την περιοχή των χωριών του Κοντεμένου και της Μύρτου. Από το Φεβρουάριο του 1957, όταν οι μαχητές της ΕΟΚΑ ενέτειναν τις δραστηριότητές τους στην περιοχή του, ο Μιχαλάκης Σάββα εγκατέλειψε σχεδόν τελείως την εργασία του, αφιερώνοντας όλο του το χρόνο στην εκτέλεση των διαταγών της Οργάνωσης.
Στις 10 Μαρτίου 1957 ο Μιχαλάκης με την ομάδα του επιχείρησαν ανατίναξη της μεγάλης γέφυρας του Σερράχη. Ο βροχερός καιρός δεν επέτρεψε καλή πυροδότηση και η επιχείρηση αναβλήθηκε. Την επομένη ο Μιχαλάκης πρόσεξε ύποπτη κίνηση των στρατιωτών και ίχνη από τα άρβυλά τους στο ποτάμι. Έστειλε συναγωνιστή του να ειδοποιήσει τους φρουρούς και σηματοδότες για οπισθοχώρηση και ο ίδιος πήγε προς τη γέφυρα να ελέγξει τις νάρκες, οπότε Άγγλοι στρατιώτες, που παραμόνευαν, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.