Μυστράς: Το τελευταίο προπύργιο
Κείμενο - Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας
Μέσα σε αυτά τα αλλεπάλληλα τείχη, σε αυτά τα περήφανα χαλάσματα της θρυλικής καστροπολιτείας, χτύπησε για τελευταία φορά η καρδιά μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας που σημάδεψε την ιστορία μας. Οφείλουμε να αφουγκραστούμε όσα έχει να αφηγηθεί.
Βλέποντας από μακριά, αυτό το μικρό βουνό με υψόμετρο 634 μέτρα, που λέγεται Μυζηθράς, μοιάζει εντελώς ασήμαντο μπροστά στην «Αυτού Μεγαλειότητα», τον Ταΰγετο. Ομως, όσο πλησιάζει κάποιος και αρχίζει να διακρίνει τα τείχη που χωρίζουν την πλαγιά σε ζώνες, κάποιες εκκλησίες διάσπαρτες, ένα μεγαλοπρεπές παλάτι και κορωνίδα, πάνω απ' όλα αυτά ένα περήφανο φρούριο, ο Μυζηθράς, ο Μυστράς δηλαδή, μοιάζει να γιγαντώνεται, πολύ πάνω από τις φυσικές του διαστάσεις.
Ενα καλό σημείο, για μια πρώτη, «εκ του μακρόθεν» γνωριμία, είναι η Ακρόπολη της Αρχαίας Σπάρτης, με την οποία ο Μυστράς συνδέεται με πλήθος θρύλων και «παρεξηγήσεων», αλλά και με πιο «πρακτικούς» τρόπους, καθώς πολλά από τα δομικά υλικά της βυζαντινής καστροπολιτείας προέρχονται από τα ερείπια της αρχαίας και ηρωικής πατρίδας του Λεωνίδα.
Οσον αφορά τις «παρεξηγήσεις», οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον σπουδαίο Γερμανό συγγραφέα Γκαίτε, ο οποίος με την ελευθερία που χαρίζει η μυθοπλασία και χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα, τοποθέτησε στο δεύτερο μέρος του «Φάουστ» τα δώματα της Ελένης στον Μυστρά.
Από την αρχαία Ακρόπολη, λοιπόν, διακρίνεται καθαρά το «πολεοδομικό σχέδιο» του Μυστρά. Ψηλά, το φρούριο, ακρογωνιαίος λίθος και απαρχή της πολιτείας. Κάτω από το φρούριο, απλώνεται η Πάνω Χώρα, η αρχική πόλη που δημιουργήθηκε στην πρώτη φάση εγκατάστασης κατοίκων από τις γύρω περιοχές. Από την Πάνω Χώρα ξεκινούν τείχη που περικλείουν την Κάτω Χώρα, την επέκταση της πολιτείας κατά τη δεύτερη φάση «εποικισμού».
Την εποχή της μεγάλης ακμής, όταν σύμφωνα με υπολογισμούς ο πληθυσμός του Μυστρά έφτανε τις 20.000 ψυχές (μια μεγαλούπολη για τα δεδομένα του τότε ελλαδικού χώρου), η πολιτεία εκτεινόταν έξω και από αυτά τα τείχη, στη λεγόμενη Εξω Χώρα, κοντά στην περιοχή, που βρίσκεται ο σημερινός Νέος Μυστράς.
Διαβαίνοντας τις πύλες
Από μακριά είναι εμφανής η στρατηγική σημασία της φυσικά οχυρής θέσης. «Το κάστρο, τ' ωριόκαστρο, που 'ναι στο κορφοβούνι» (Χρονικό του Μορέως) αποτελεί θέαμα εντυπωσιακό, προκαλεί όμως έναν, κατά κάποιο τρόπο, «αποστασιοποιημένο» θαυμασμό, χωρίς συναισθηματικό «δέσιμο», χωρίς το ξύπνημα της συλλογικής μνήμης που βρίσκεται εν υπνώσει στο υποσυνείδητο, από τα μαθήματα ιστορίας στο σχολείο. Για να συμβούν αυτά, θα πρέπει ο επισκέπτης να διασχίσει μια από τις πύλες της καστροπολιτείας, να περπατήσει τα παλιοκαιρισμένα καλντερίμια της, να αγγίξει τους τοίχους των ερειπίων και να επισκεφθεί τα μνημεία της.
Η είσοδος μπορεί να γίνει από δύο πύλες, η μία σε φέρνει στα ενδότερα της Κάτω Χώρας και η άλλη οδηγεί στην Πάνω Χώρα, κοντά στο παλάτι των Παλαιολόγων. Οι περισσότεροι εκ των επισκεπτών επιλέγουν να φτάσουν με το αυτοκίνητο έξω από την πύλη της Κάτω Χώρας, και αφού διασχίσουν αυτό το τμήμα της πολιτείας, επιστρέφουν στα αυτοκίνητά τους και οδηγούν προς τα Πικουλιάνικα και την πύλη της Πάνω Χώρας. Από εκεί (με το ίδιο εισιτήριο) φτάνουν στο Παλάτι και την Αγία Σοφία, με τελικό προορισμό το φρούριο που διαφεντεύει όχι μόνο τον Μυστρά, αλλά ολόκληρη την πεδιάδα της Σπάρτης προς τα ανατολικά, και τις άγριες κορφές του Ταΰγετου στα δυτικά.
Στην Κάτω Χώρα βρίσκονται συγκεντρωμένα τα σημαντικότερα μοναστήρια και εκκλησίες του Μυστρά. Μαζί με κάποιες από τις αρχοντικές οικίες (Φραγγόπουλου, Λάσκαρη κ.ά.) αποτελούν πραγματικά αρχιτεκτονικά στολίδια, στο εσωτερικό των οποίων ο επισκέπτης αντικρίζει σπουδαία δείγματα βυζαντινής τέχνης.
Οι εκκλησίες του Μυστρά ακολουθούν διάφορους αρχιτεκτονικούς τύπους, ο πιο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος όμως είναι ο «μεικτός τύπος του Μυστρά», που συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο, με τον τετράστυλο σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο ναό στο υπερώο, ένας αρχιτεκτονικός τύπος που φτάνει στο απόγειό του, στον ναό της Παναγίας Οδηγήτριας («Αφεντικό»).
Η περιήγηση στην Κάτω Χώρα ξεκινάει από τη Μητρόπολη (Αγιος Δημήτριος - γύρω στα 1270 μ.Χ.), στο δάπεδο της οποίας ένας ανάγλυφος δικέφαλος αετός σηματοδοτεί το μέρος όπου το 1249 μ.Χ. ο μέχρι τότε Δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ορκίστηκε «πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων» και ακολούθησε στωικά την ειμαρμένη του, που τον έφερε μετά 4 χρόνια να πέφτει ηρωικά μαχόμενος στην πύλη του Ρωμανού, υπερασπιζόμενος τη Βασιλεύουσα. Ηταν ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο «μαρμαρωμένος Βασιλιάς». Στον περιβάλλοντα χώρο της Μητρόπολης, αξίζει να επισκεφθείτε το μικρό αλλά ενδιαφέρον και όμορφο μουσείο.
Φεύγοντας από τη Μητρόπολη, με κατεύθυνση βόρεια, συναντούμε αρχικά τον βυζαντινό ναό της Ευαγγελίστριας και έπειτα εισερχόμαστε στην «επικράτεια» της Μονής Βροντοχίου, ενός σταυροπηγιακού μοναστηριού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του Μυστρά, υπό την καθοδήγηση του Αρχιμανδρίτη Παχώμιου.
Οι ιστορικοί ακόμα αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους που οδήγησαν τον Παχώμιο στο κτίσιμο δύο καθολικών, των Αγίων Θεοδώρων (περίπου 1296 μ.Χ.) και της Παναγίας Οδηγήτριας (αρχές 14ου αιώνα), μέσα σε διάστημα 20 περίπου ετών, αυτό όμως ουδόλως προβληματίζει τον επισκέπτη, που μπορεί να απολαύσει δύο σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τόσο κοντά το ένα στο άλλο.
Ειδικά η πιο «πολυτελής» Οδηγήτρια, η οποία πήρε τον χαρακτηρισμό «Αφεντικό» όταν ορίστηκε καθολικό του μοναστηριού αντικαθιστώντας τους Αγίους Θεοδώρους, εντυπωσιάζει με τον αρχιτεκτονικό της τύπο και τον αναστηλωμένο, από τον περίφημο καθηγητή Ορλάνδο, τρούλο της.
Από εδώ ένα ανηφορικό καλντερίμι οδηγεί στην «ενεργή» Μονή Παντάνασσας (1428), όπου δίπλα στον εντυπωσιακό ναό, οι μοναχές προσπαθούν να κρατήσουν αναμμένη μια μικρή φλόγα «Βυζαντίου», αποτελώντας και τις τελευταίες εναπομείνασες, μόνιμες κατοίκους του Μυστρά. Ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Φραγγόπουλο, πρωτοστράτωρα και καθολικό μεσάζοντα του Δεσποτάτου του Μυστρά.
Από την Παντάνασσα, κατηφορίζει μονοπάτι που οδηγεί στη σχετικά απομακρυσμένη και «κρυμμένη» Περίβλεπτο (μέσα 14ου αιώνα), που υπήρξε καθολικό μοναστηριού αφιερωμένου στην Παναγία. Είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές εκκλησίες του Μυστρά, ενώ στον εσωτερικό της διάκοσμο ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει μερικά από τα κορυφαία δείγματα βυζαντινής τέχνης, χαρακτηριστικά της «Παλαιολόγειας Αναγέννησης» (αρκεί να την πετύχετε ανοικτή για το κοινό).
Ιστορικές αντιφάσεις
Η περιδιάβαση στην Πάνω Χώρα, στην Αγία Σοφία, με τους όποιους συνειρμούς, στη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού των Παλαιολόγων, που βρίσκεται σε φάση εκτεταμένης αναστήλωσης και έπειτα η δεκαπεντάλεπτη ανάβαση στο φρούριο, μας φέρνει μπροστά σε ένα ιστορικό «οξύμωρο». Ο Μυστράς, τελευταίο προπύργιο κι έσχατος «φάρος», ο χώρος όπου το Βυζάντιο γνωρίζει μια τελευταία αναλαμπή, ιδρύθηκε από Φράγκους! Τους ίδιους, που με την πρώτη Αλωση της Πόλης, το 1204, μια «Τρίτη και 13», είχαν δώσει μια δυνατή σπρωξιά στον γκρεμό, στην παραπαίουσα αυτοκρατορία! Το φρούριο χτίστηκε το 1249 από έναν Φράγκο ηγεμόνα, τον Γουλιέλμο Β΄Βιλεαρδουίνο.
Ο Βιλεαρδουίνος το 1259 ήρθε αντιμέτωπος στη μάχη της Πελαγονίας (περιοχή Μακεδονίας) με τον στρατό της «ελληνικής» Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (τον ίδιο στρατό που δύο χρόνια αργότερα επανακατέλαβε τη Βασιλεύουσα) με αρχηγό τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Ο Βιλεαρδουίνος όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά συνελήφθη αιχμάλωτος και αιχμάλωτος έμεινε μέχρι το 1262, όταν παραχώρησε στους Βυζαντινούς ως «λύτρα» τα 3 κάστρα της Λακωνίας (Μυστράς, Μονεμβασιά, Μεγάλη Μαΐνη) που είχε στην κατοχή του.
Το 1289 (κατά άλλους το 1308) ο Μυστράς ορίζεται έδρα της «κεφαλής της κατά την Πελοπόννησον πάσης χώρας και των κάστρων της βασιλείας», του διοικητή δηλαδή των βυζαντινών κτήσεων της Πελοποννήσου, ο οποίος μέχρι τότε ήταν εγκατεστημένος στη Μονεμβασιά.
Αν και για το Βυζάντιο ξεκινάει μια εποχή έριδων, ανταγωνισμών και εμφύλιων συρράξεων, μεταξύ Καντακουζηνών και Παλαιολόγων, η οποία αντανακλάται άμεσα και στην πολιτική ζωή του Δεσποτάτου (πλέον) του Μυστρά, για την καστροπολιτεία ξεκινάει μια περίοδος άνθησης που φτάνει στο αποκορύφωμά της στα χρόνια ηγεμονίας του Μανουήλ Καντακουζηνού (1348-1383) και των Παλαιολόγων (1384-1460). Το 1460 το κάστρο παραδίδεται αμαχητί στους Οθωμανούς, αλλά εξακολουθεί να γνωρίζει σχετική άνθηση κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν αποτελούσε σημαντικό κέντρο παραγωγής και εμπορίας μεταξιού.
Επιστρέφοντας στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, αξίζει να επισημάνουμε ότι η πολιτική και οικονομική ακμή του Δεσποτάτου συνοδεύτηκε από πνευματική και πολιτιστική άνθηση, γεγονός που οδήγησε πολλές σπουδαίες, αριστοκρατικές οικογένειες της Πόλης να εγκατασταθούν στον Μυστρά, ώστε τα τέκνα τους να λάβουν την καλύτερη δυνατή μόρφωση.
Ανάμεσα στις πολλές προσωπικότητες που επιτέλεσαν σπουδαίο πνευματικό έργο, ξεχωρίζει ασφαλώς ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ο οποίος εγκαταστάθηκε στον Μυστρά κατά το α΄ μισό του 15ου αιώνα, όταν ίδρυσε και την περίφημη σχολή του.
Ο μεγάλος διανοητής, έκανε μεταξύ άλλων ρηξικέλευθες προτάσεις για την αναγέννηση και αναμόρφωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Σημαντικότατη θεωρείται η συμβολή του στη διαμόρφωση μιας αμιγώς ελληνικής εθνικής συνείδησης που συμπυκνώνεται στη διάσημη φράση του: «Ελληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
* O αρχαιολογικός (από το 1922) χώρος τους Μυστρά αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Πηγή: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ