Οι Αρβανιτάκηδες και η σφαγή στο Δήλεσι
Απόσπασμα από άρθρο του Arvanitis
….Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο !" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη…….
Με αυτόν τον υπέροχο τρόπο ο Εμπειρίκος στο έργο του «Ο Δρόμος» περιγράφει ανάγλυφα τα γεγονότα της εποχής.
Για να δούμε λίγο τι έγινε.
Ηταν άνοιξη του 1870 και η παλιά Ελλάδα πασχίζει να γίνει κράτος δικαίου.
Η ληστεία ηταν ένα καθημερινό γεγονός . Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι ληστές έφταναν μέχρι τις παρυφές της πόλης των Αθηνών. Ειχαν γίνει προσπάθειες με κάποια επιτυχία να απομακρυνθούν τουλάχιστον, αλλά η Αττική ήταν ακόμα γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση . Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν μια χέρσα περιοχή και ότι εκεί που βρίσκεται το σημερινό αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» ήταν πυκνό δάσος με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα.
Είναι 30 του Μαρτιού, Μεγάλη Παρασκευή και μια χαρούμενη παρέα από ξένους διπλωμάτες και περιηγητές ξεκινά πρωί πρωί να πάνε στον Μαραθώνα να δούν τον τόπο της γνωστής μάχης. Είναι ο Αγγλος βαρώνος Μουγκάστερ και η λαίδη σύζυγός του , το ζεύγος Λοϋντ με της κόρη τους Μπάρμπαρα, οι γραμματείς της Αγγλικής πρεσβείας Χέμπερτ και της ιταλικής Αλβέρτος Μπόυλ καθώς ο Φρειδερίκος Βίγκνερ , εγγονός του κόμητος Γκρέυ.
Μαζί τους τα υψηλά αυτά πρόσωπα έχουν 4 έφιππους χωροφυλάκους για προστασία από τους ληστές.
Πήγαν είδαν θαύμασαν και το απομεσήμερο πήραν τον δρόμο του γυρισμού.
Ξάφνου εκεί στις ανηφόρες του Πικερμιού ξεπροβάλουν άγριοι ληστές και σύντομη μάχη με τους χωροφυλάκους γίνεται . Δύο χωροφύλακες πέφτουν νεκροί και οι άλλοι παραδίδονται. Οι ληστές 21 πάνοπλα άτομα το σύνολο, ανήκουν στην φοβερή συμμορία των αδελφών Αρβανιτάκηδων του Χρήστου και του Τάκου. Ηταν ο φόβος και ο τρόμος της Αττικοβοιωτίας . Ολοι τους επικηρυγμένοι για φόνους και ληστείες με το πρωτοπαλίκαρο τον Καταραχία να έχει την μερίδα του λέοντος από φόνους.
Καταλαβαίνουν ότι έπεσαν σε χρυσορυχείο οδηγούν τους ομήρους σε μια σπηλιά βορειανατολίκά της Πεντέλης και απελευθερώνουν τις γυναίκες και τους χωροφυλάκους για να μεταφέρουν το μήνυμα : «25.000 χιλλιάδες χρυσές λίρες και αμνηστία αλλιώς οι λόρδοι θα αφήσουν τα κοκαλάκια τους στο βουνό.»
Στο άκουσμα του γεγονότος και των αιτημάτων χαμός μέγας γίνεται στην Αθήνα πασχαλιάτικα . Η κυβέρνηση Ζαϊμη είναι σε δύσκολη θέση για το τί θα κάνει.
Ξεκινούν διαπραγματεύσεις με τους ληστές .
Στην αρχή τηρεί σκλήρή στάση αλλά μετά κατόπιν πιέσεων από την Αγγλική πρεσβεία δέχεται να δώσει τα χρήματα αλλά για αμνηστεία δεν το συζητά.
Οι μέρες περνούν οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και οι ληστές σουλατσάρουν ελεύθεροι στην ευρύτερη περιοχή . Μια Κυριακή μάλιστα πάνε και στην εκκλησία του Ωρωπού να παρακολουθήσουν την θεία λειτουργία.
Στις 5 Απριλίου έβδομη μέρα της αιχμαλωσίας των ξένων, φθάνει στην Ελλάδα η μητέρα του νεώτερου των ομήρων Λαίδη Βίννερ και στέλνει στον Χρήστο Αρβανιτάκη ένα δαχτυλίδι με διαμάντια με τη παράκληση να προσέχει τον 19άχρονο γιό της. Ο Αρβανιτάκης ανταπόδωσε το δώρο στέλνοντας ένα μαχαίρι με πετράδια κι ένα κομπολόι, ορίζοντας και μια συνάντηση γνωριμίας, στην οποία όμως δεν πήγε ποτέ.
Ο βαρώνος Μουγκάστερ, ένας από τους συλληφθέντες, σοφά ποιών ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν τών 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας τους υπογράφει και συναλλαγματικές.
Ο Σούτσος όμως που είχε το γενικό πρόσταγμα από κυβερνητικής πλευράς, το μόνο που συζητούσε τώρα ήταν η άνευ όρων απελευθέρωση των απαχθέντων και η ευνοϊκή μεταχείριση των απαγωγέων.
9 Απριλίου 1870 . Η κυβέρνηση αναθέτει στον ταγματάρχη Θεαγένη να πάρει δύο λόχους στρατού και να πάει να ελευθερώσει τους ομήρους .Παράλληλα στις 8 το πρωί ένα πολεμικό καράβι αράζει στη σκάλα Ωρωπού και γυρίζει τα κανόνια προς τα κονάκια του Ωρωπού.Εν το μεταξύ οι «επίλεκτες δυνάμεις» του Θεαγένη φτάνουν στην θέση Αγιος Γεώργιος Ωρωπού και κάνουν γιουρούσι στους ληστές. Ακολουθεί τρίωρη μάχη ένας ληστής πέφτει νεκρός και καπάκι ο Χρήστος Αρβανιτάκης σκοτώνει τον Λόϋντ. Οι ληστές υποχωρούν και ο στρατός στο κατόπιν του, σκοτώνει άλλους τέσσερις. Η συμμορία φτάνει στο Δήλεσι και οι Αρβανιτάκηδες εξαγριωμένοι βάζουν τον Καταραχιά να σφάξει τους άλλους τρεις ομήρους . Τους Μποίλ, Βίκνερ και Χέμπερτ
Όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο Δήλεσι και είδαν τα πτώματα των αιχμαλώτων, άρχισαν να πυροβολούν με λύσσα εναντίον των ληστών, ενώ από τα πυρά τους έπεσαν νεκροί επτά από τους καταζητούμενους, μεταξύ των οποίων και ο αρχιληστής Χρήστος Αρβανίτης, ενώ πέντε ήταν οι συλληφθέντες.
Η αποτρόπαια πράξη τους έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή στο Δήλεσι».
Οι επιζώντες από τους ληστές σκορπίζοται στα βουνά και η καταδίωξη τους θα κρατήσει μήνες. Οσοι συλλαμβάνονται από τους ληστές εκτελούνται κοινή θέα στο Πεδίο του Αρεως στην Αθήνα .
Ελάχιστοι από αυτούς περνούν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία που και εκεί τους συλλαμβάνουν και τους κρεμάνε οι Τούρκοι.
Ο διεθνής αντίκτυπος του γεγονότος υπήρξε τρομερός . Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως "φωλέα ληστών και πειρατών", "χώρα ημιβαρβάρων", "εντροπή δια τον πολιτισμόν". Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα "τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών" και ότι "αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα". Η αγγλική κυβέρνηση χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Σε καθεμία από τις οικογένιες των θυμάτων δίνεται αποζημείωση 22.000 χρυσών λιρών.
Ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος παραιτείται (και αργότερα όλη η κυβέρνηση Ζαϊμη) όταν μαθεύεται ότι στα απέραντα κτήματά του στο Τατόι οι Αρβανιτάκηδες έβρισκαν προστασία.
Πηγή: Η σκόνη της ιστορίας