Η Αρμενική Γενοκτονία και οι Ελληνικές διώξεις - Δύο όψεις του ίδιου εγκλήματος

Ι.Κ. Χασιώτης, καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας στο Α.Π.Θ.
Ένθετο της εφημερίδας «Μακεδονία», 18 Απριλίου 1999.

Ως τα μέσα του 19ου αιώνα οι Αρμένιοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν προχώρησαν σε ουσιαστικές αμφισβητήσεις της κυριαρχίας του σουλτάνου. Στην πλειονότητά τους μάλιστα αποδέχτηκαν με ειλικρινή ικανοποίηση τις εξαγγελίες των οθωμανικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν στο μέλλον να συμβιώσουν ειρηνικά και παραγωγικά με τους άλλους συνοίκους λαούς της αυτοκρατορίας μέσα σε ένα εκσυγχρονισμένο πια κράτος. Η διάψευση όμως των προσδοκιών τους, προπάντων μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), άνοιξε αναπόφευκτα το δρόμο στη δράση των πρώτων αρμενικών πατριωτικών οργανώσεων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση του καθεστώτος Αβδούλ Χαμίτ Β΄, που στοίχισε στον αρμενικό πληθυσμό κατά τις πρώτες μεγάλες σφαγές του 1894-96 δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Η νεοτουρκική μεταπολίτευση του 1908 και οι εξαγγελίες για τη συναδέλφωση των λαών της αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από θρησκεία και εθνική προέλευση, έδωσε στους Αρμενίους νέες ελπίδες. Γι’ αυτό και οι Αρμένιοι συμπαραστάθηκαν με ενθουσιασμό στα πρώτα εκσυγχρονιστικά και φιλελεύθερα προγράμματα του νεοτουρκικού καθεστώτος (1908-1909).

Οι ελπίδες αυτές αποδείχτηκαν σύντομα φρούδες: τον Απρίλιο του 1909 ξέσπασαν στα Άδανα της Κιλικίας νέες μαζικές σφαγές, με θύματα περίπου 15.000 Αρμενίους. Οι Νεότουρκοι βέβαια απέδωσαν τις σφαγές σε φανατικούς οπαδούς του προηγούμενου καθεστώτος. Ήταν όμως φανερό ότι η νέα ηγεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρά τις διακηρύξεις της, επιδίωκε τον εκτουρκισμό της. Η πολιτική αυτή, που είχε καταστρωθεί μυστικά το 1910, αποκαλύφθηκε με τις νοθευμένες εκλογές του 1912 και την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας το 1913. Η προώθηση, στο μεταξύ, εκ μέρους της Ρωσίας νέου σχεδίου διοικητικών μεταρρυθμίσεων υπέρ των Αρμενίων έπεισε τους Νεότουρκους να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους για την ανελέητη εξόντωση των αλλοεθνών στοιχείων. Την ευκαιρία τούς την πρόσφερε η έκρηξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, κατά τον οποίο η Οθωμανική αυτοκρατορία τάχθηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων: Με πρόσχημα την ασφάλεια των παραμεθόριων επαρχιών από τις επιθέσεις της Αντάντ, οι αρχές άρχισαν να μετακινούν μαζικά τους αρμενικούς πληθυσμούς προς τις αφιλόξενες νοτιοανατολικές επαρχίες και ειδικότερα προς τις ερήμους των σημερινών τουρκο-ιρακινών και τουρκο-συριακών συνόρων. Οι μετακινούμενες ανθρώπινες μάζες αποδεκατίστηκαν κατ’ αρχήν από την ασιτία, τις κακουχίες, την κακομεταχείριση, τις βιαιοπραγίες ή και τις δολοφονίες (που οργανώνονταν από τους συνοδούς στρατιώτες και χωροφύλακες σε συνεργασία με φανατισμένα στοιχεία των κατά τόπους τουρκικών πληθυσμών). Τα κρατικά όργανα, εξάλλου, με ρητές εντολές του υπουργού Εσωτερικών Ταλαάτ, ολοκλήρωναν το έργο του αφανισμού των Αρμενίων με μαζικές σφαγές και εκτελέσεις. Η άμυνα εκ μέρους των θυμάτων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, αφού το καθεστώς είχε φροντίσει να αφοπλίσει τους άνδρες, στρατολογώντας τους μάλιστα στα μοιραία για τους περισσότερους «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμουρού). Κάποια αντίσταση πρόβαλαν οι Ζεϊτουνιώτες, οι κάτοικοι του Βαν και μεμονομένες ομάδες στο Κομς, βορείως του Μους. Υπολογίζεται ότι από τον Απρίλιο του 1915, που άρχισε η Γενοκτονία, ως το τέλος του επόμενου χρόνου, από τους 1.845.450 Αρμενίους της οθωμανικής επικράτειας, επέζησαν μόνο 600.000 περίπου. Από αυτούς γύρω στις 250.000 είχαν καταφέρει να καταφύγουν έγκαιρα στη Ρωσία (άσχετα αν αργότερα οι μισοί σχεδόν από αυτούς θα χάσουν τη ζωή τους από το λιμό, τις αρρώστιες, αλλά και τις νέες σφαγές που θα σημειωθούν κατά την τουρκική εισβολή στον Καύκασο, μεταξύ του Μαΐου 1918 και του Οκτωβρίου του 1920.). Κάπου 200.000 (κυρίως γυναικόπαιδα), σώθηκαν με τον αναγκαστικό εξισλαμισμό τους. Μόνο 400.000 άτομα βρέθηκαν σε άθλια κατάσταση από τους συμμάχους (μετά τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας) σε διάφορες περιοχές της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής. Μερικές χιλιάδες επίσης εξαθλιωμένων Αρμενίων συνάντησαν οι Ρώσοι στρατιώτες, που προήλασαν στους πρώτους μήνες του 1916 στον Πόντο και στις κατεστραμμένες αρμενικές πόλεις της ανατολικής Μικράς Ασίας. Από το σύνολο του αρμενικού πληθυσμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απέμεινε τελικά στην Τουρκία μετά τον πόλεμο μια αδύνατη κοινότητα μερικών δεκάδων χιλιάδων φοβισμένων Αρμενίων. Ύστερα μάλιστα από τις άμεσες ή έμμεσες πιέσεις, που ασκήθηκαν σε βάρος τους εκ μέρους των μετακεμαλικών κυβερνήσεων (από το 1941 και εξής) η κοινότητα αυτή έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο: δεν ξεπερνά πια τις 40.000 περίπου άτομα, ουσιαστικά εγκλωβισμένη στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της.

Η αναλογία που παρουσιάζουν οι διώξεις των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης στα 1913-14 και του ποντιακού Ελληνισμού στα 1916-1922 με την μεγαλύτερης έκτασης και φρικαλεότητας αρμενική γενοκτονία του 1915-16, υπογραμμίζει την εκτίμηση ότι τελικά όλες αυτές οι τραγωδίες ήταν, παρά τις ποσοτικές τους διαφορές, όψεις του ίδιου νομίσματος. Άλλωστε, η εκτίμηση αυτή ήταν δίαχυτη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις εκθέσεις τους για τη Γενοκτονία οι Έλληνες πρόξενοι συχνά δεν κάνουν διάκριση μετάξύ των διώξεων εναντίον του ενός και του άλλου στοιχείου, αφού πραγματοποιούνταν σχεδόν ταυτόχρονα και, μερικές φορές, σε απόλυτο συνδυασμό μεταξύ τους. Στις ίδιες εκθέσεις δεν περιέχονται μόνο γενικές πληροφορίες για τον κοινό σχεδόν χαρακτήρα των διώξεων, αλλά και σαφείς δηλώσεις νεοτουρκικών κύκλων της πρωτεύουσας και της επαρχίας ότι, αμέσως μετά το «τέλος» του αρμενικού ζητήματος, το καθεστώς θα προχωρούσε και στη «λύση» του ελληνικού προβλήματος. Πέρα, εξάλλου, από τις εκθέσεις των Ελλήνων (και πολλών ξένων) προξένων, υπάρχουν και ανάλογες πληροφορίες των Γερμανών διπλωματών. Στις αρχές Οκτωβρίου λ.χ. του 1915, πριν δηλαδή φτάσει στο τέλος της η εκτέλεση του «προγράμματος» της αρμενικής Γενοκτονίας, ο Γερμανός ναυτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη Χούμαν διαβίβαζε στον πρεσβευτή στην Αθήνα, Φάλκεχάιν, τις εκμυστηρεύσεις που του είχε κάνει ο στρατιωτικός ηγέτης των Νεοτούρκων, Ενβέρ πασάς, για την πρόθεση του κομιτάτου να συμπληρώσει, κατά τη διάρκεια του πολέμου, την εξαφάνιση των Αρμενίων της Αυτοκρατορίας με την ανάλογη εξόντωση και του ελληνικού στοιχείου.

Παρ’ όλα αυτά, από τις διαθέσιμες τουλάχιστον ελληνικές πηγές φαίνεται ότι σε όλη τη διάρκεια των διωγμών τους οι δύο εθνότητες υπέμειναν το Γολγοθά τους χωρίς αντιδράσεις: Την παθητική στάση και των δύο διωκόμενων εθνοτήτων την επέβαλαν ο φόβος και οι αδυσώπητες ανάγκες της αυτοπροστασίας. Συνεπώς θα ήταν σήμερα άδικό να αποτιμήσουμε τις τυχόν ευθύνες για την επιλογή της απραξίας ή και της σιωπής της μιας εθνότητας κατά τη διάρκεια των παθημάτων της άλλης. Εξάλλου, στην περίοδο εκείνη έλειπε η δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης της αρμενικής και της ελληνικής ηγεσίας προς την Υψηλή Πύλη. Το Αρμενικό Πατριαρχείο είχε ουσιαστικά κλείσει μετά την εξορία του πατριάρχη Ζαβέν και οι Αρμένιοι εκπρόσωποι στο Οθωμανικό κοινοβούλιο, μαζί με τους πνευματικούς ταγούς του αρμενικού στοιχείου της χώρας, είχαν εξουδετερωθεί από τις πρώτες κιόλας μέρες των διώξεων. Από το άλλο μέρος, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποψιλωμένο από τις παραδοσιακές του προνομίες και με προκαθήμενο τον γέροντα κα ανήμπορο Γερμανό Ε΄, δεν ήταν σε θέση να διαμαρτυρηθεί ούτε καν για τις διώξεις του δικού του ελληνορθόδοξου ποιμνίου.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο ζοφερό εκείνο κλίμα του γενικού τρόμου, δεν έλειψαν οι λαμπρές εξαιρέσεις: Πέρα από τις επανειλημμένες επίσημες και ανεπίσημες διαμαρτυρίες επώνυμων εκκλησιαστικών αξιωματούχων (όπως λ.χ. του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου) προς τις τουρκικές αρχές και τους τοπικούς παράγοντες του νεοτουρκικού κομιτάτου, έχουμε τις προσπάθειες ανώνυμων ανθρώπων να ανακουφίσουν με ποικίλους τρόπους τους διωκόμενους συνανθρώπους τους ή ακόμη και να τους σώσουν, άλλοτε κρύβοντας τους στα σπίτια τους και άλλοτε φυγαδεύοντας τους σε ασφαλέστερα μέρη. Υπάρχουν επίσης και γενναίες εκδηλώσεις αυτοθυσίας μεμονομένων Ελλήνων, που τόλμησαν και στάθηκαν αλληλέγγυοι προς τους Αρμένιους, συχνά μάλιστα σημεριζόμενοι την τύχη τους.

Η μαζική έξοδος των Ελλήνων και των λειψάνων των Αρμενίων από τα ανατολικά προς τον Καύκασο και από δυτικά προς την Ελλάδα, το 1919-1922, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, αποσόβησε από μόνη της την ολοκλήρωση της σφαγής των δύο λαών. Έτσι, οι δύο εθνότητες, αφού δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στις προγονικές τους πατρίδες, θα υποχρεωθούν να μοιραστούν τη μοίρα της κοινής προσφυγιάς.


Πηγή: armeniangenocide100

Περισσότερα κείμενα, μαρτυρίες, φωτογραφικό και άλλο αρχειακό υλικό στην ιστοσελίδα που δημιούργησε το περιοδικό "Αρμενικά" με την αφορμή των 100 χρόνων από τη γενοκτονία των Αρμενίων. (Σύνδεσμος στην ιστοσελίδα)

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *