ΕΚΔΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗΝ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ ΚΙΝΗΣΙΝ
Ένα θαύμα προσμένουμε συχνά οι άνθρωποι στη ζωή μας. Αυτό που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδά μας. Που θα μας δώσει υγεία. Που θα ακυρώσει τις εσφαλμένες επιλογές, τόσο τις δικές μας όσο και των άλλων οι οποίοι σχετίζονται με μας. Άλλοτε το ζητούμε από τον Θεό. Άλλοτε από τη ζωή την ίδια. Από τους ηγέτες. Από όσους μας αγαπούνε. Από όσους υπερασπίζονται το δίκαιο. Τις περισσότερες φορές δεν είμαστε σε θέση να εργαστούμε για να γίνει το θαύμα πραγματικότητα. Περιμένουμε. Συζητούμε μάταια και ανώφελα. Σχολιάζουμε εκείνους που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο καλό, αλλά δεν το πράττουν ή επιλέγουν χρόνους και τρόπους που δεν ταιριάζουν με τη δική μας απαίτηση για « εδώ και τώρα». Άλλοτε στρεφόμαστε εναντίον των πάντων. Θεού. Ανθρώπων. Της «μοίρας» μας, λες και δεν είμαστε εμείς σχεδόν πάντοτε υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει. Οι επιλογές μας. Οι λανθασμένες προτεραιότητές μας. Οι ματαιώσεις μας. Ο φόβος της μοναξιάς. Οι λανθασμένοι υπολογισμοί και ιδιοτέλειες. Το ρίσκο το οποίο παίρνουμε, ενίοτε αψήφιστα. Ασυλλόγιστα. Η έλλειψη παιδείας και ωριμότητας. Η μη εργασία στην κατεύθυνση και «ετέρους διδάξαι».
Η Εκκλησία την τέταρτη Κυριακή μετά την Ανάσταση θυμάται το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου της Βηθεσδά (Ιωάν. 5, 1-15). Επί τριάντα οκτώ έτη ο άνθρωπος αυτός στεκόταν δίπλα από την δεξαμενή στην πύλη των Ιεροσολύμων από την οποία εισέρχονταν τα πρόβατα, δίπλα δηλαδή σε έναν χώρο από τον οποίο δεν περνούσαν οι άνθρωποι της αναζήτησης, της κοινωνικότητας, της θρησκείας, αλλά εκείνοι που ήταν μόνο της επιβίωσης. Σ’ αυτή την πύλη ήταν μία δεξαμενή για να πίνουν νερό και να ξεκουράζονται οι εισερχόμενοι. Συνέβαινε όμως κατά καιρούς και ένα θαύμα. Ένας άγγελος κατέβαινε και τάραζε το νερό. Τότε όποιος ήταν άρρωστος και έμπαινε μέσα πρώτος, γινόταν καλά. Πλήθος ασθενών περίμενε το θαύμα. Για να βρει την υγεία του και να ξαναχτίσει τη ζωή του. Δεν ήταν τότε οι ιατρικές δυνατότητες αναπτυγμένες. Αλλά και οι άνθρωποι, όταν βίωναν έναν πρόβλημα υγείας, στην ουσία παραιτούνταν από τη ζωή. Το μόνο στο οποίο ήλπιζαν ήταν το θαύμα. Η υγεία από ένα από τα χαρακτηριστικά που βοηθούν τον άνθρωπο να αισθάνεται ότι ζει και προσπαθεί να έχει νόημα , γίνεται το παν. Χωρίς αυτό όλα χάνονται. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει κοινωνικότητα. Σχέσεις με τους συνανθρώπους. Διάθεση για προσφορά. Ίσως ούτε καν για προσευχή για κάτι άλλο πέρα από τον ατομικό εαυτό.
«Εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν» (Ιωάν. 5,3). Απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που πρόσμεναν το θαύμα, ο Χριστός θα θεραπεύσει αυτόν τον επί τριάντα οκτώ έτη παράλυτο. Θα του απευθύνει τρεις λόγους. Δύο πριν τη θεραπεία και έναν μετά. Ο πρώτος είναι «θέλεις υγιής γενέσθαι;». Θα του θέσει το ερώτημα που τον απασχολεί. Θα συγκαταβεί στην αδυναμία του. Στην μοναδική του επιθυμία και προσμονή, η οποία ακυρώνει κάθε άλλο νόημα ζωής και τον κλείνει στην αναμονή του θαύματος. Δεν απορρίπτει ο Χριστός την αγωνία του παραλύτου. Ξεκινά από αυτό που έχει στην καρδιά του. Δεν θα μείνει όμως μόνο σ’ αυτό. Θα του απευθύνει τον δεύτερο λόγο. « Έγειραι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει». Του ζητά να βγει από το λήθαργο του να περιμένει το θαύμα και να το ζήσει, υπακούοντας στο λόγο του Ιδίου του Θεού. Να καταβάλει τον προσωπικό του κόπο. Δεν είναι αρκετό να περιμένει παθητικά το θαύμα. Χρειάζεται να συμβάλει με τον τρόπο του. Και όταν τον συναντήσει ξανά, θεραπευμένο, θα του απευθύνει τον τρίτο λόγο: «Ίδε, υγιής γέγονας. Μηκέτι αμάρτανε ίνα μη χείρον σοι τι γένηται». Τώρα σου έδωσα τη δυνατότητα να βρεις και άλλα νοήματα στη ζωή σου. Να εργαστείς και σωματικά και ψυχικά και κοινωνικά. Μην επιστρέψεις στο βόλεμα της προσμονής από τους άλλους ή από τον ουρανό, αλλά εργάσου ο ίδιος. Αλλιώς, το θαύμα θα ακυρωθεί στην πράξη από την πνευματική σου κατάσταση. Από την διάθεση του εαυτού σου να περιμένει χωρίς άλλο σκοπό. Ούτε καν να προσπαθεί να βρει έναν άνθρωπο που θα συνδράμει ώστε όταν το νερό ταραχθεί, να μπορείς να μπεις μέσα πρώτος.
. Απέναντι στους παραλύτους κάθε εποχής, σε όλους εκείνους που περιμένουν παθητικά την ελεημοσύνη των άλλων, το θαύμα του Θεού, τις αλλαγές, η Εκκλησία, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αναστημένου Χριστού, συγκαταβαίνει αρχικά στα ανθρώπινα αδιέξοδα, στις προσμονές μας. Μας ελεεί όσο μπορεί, υλικά και δια της προσευχής και της συμπαράστασης, παρακαλεί για το θαύμα που έχουμε ανάγκη, διότι ο νους μας δεν μπορεί να βγει από την αδυναμία του και προσανατολίζεται μόνο σ’ αυτό το ένα που του λείπει, χωρίς να βλέπει τίποτε περισσότερο. Όμως η Εκκλησία μας συνιστά εργασία. Να μπορούμε να σηκώνουμε κάθε κράβαττο που μας καθηλώνει, να σηκώνουμε κάθε σταυρό, ο οποίος μας αναλογεί, με πίστη στον Αναστημένο Χριστό. Και να ξαναχτίζουμε τη ζωή μας από την αρχή κάθε στιγμή. Βάζοντας αρχή μετανοίας. Βλέποντας τις αμαρτίες, τα λάθη, τις επιλογές μας, για να μην πέσουμε ξανά στην ίδια παραλυσία. Πρωτίστως όμως να βρούμε τον Χριστό που νοηματοδοτεί και δεν θεραπεύει μόνο τη ζωή μας και να αναγγείλουμε το νόημα που βρήκαμε μέσα από τη σχέση μαζί Του σε όλους.
Σε μία εποχή κρίσης, σε έναν κόσμο από τον οποίο απουσιάζει η μετάνοια και η αυτογνωσία, η Εκκλησία δεν πρέπει να λειτουργεί μόνο με την συγκατάβαση και την ελεημοσύνη, αλλά να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να αφυπνιστούν οι άνθρωποι. Και η ευθύνη έγκειται σε όλους μας, στο μερίδιο που αναλογεί στον καθέναν με βάση τα χαρίσματά Του, να μην κρύψουμε την ευεργεσία της Αναστάσεως, την οποία ελάβαμε, αλλά να την διακηρύξουμε φανερώνοντας το νόημα της ζωής κοντά στον Αναστάντα εκ νεκρών και δείχνοντας ότι δεν περιμένουμε ένα θαύμα, αλλά ζούμε το δικό Του, την αγάπη, την κοινωνία, την διακονία, την μετάνοια τόσο στη σχέση μας μαζί Του όσο και στη σχέση μας με το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας.
Κέρκυρα, 3 Μαΐου 2015
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Πηγή: ΒΗΜΑΤΑ