Θερινὸ Ἡλιοστάσι (Γιῶργος Σεφέρης)
Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
Γ´
Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.
Δ´
Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.
Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.
Ε´
Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.
Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.
Στ´
Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.
Ζ´
Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.
Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.
Η´
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.
Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.
Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.
Θ´
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
Ι´
Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.
Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.
ΙΑ´
Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.
Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.
Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.
ΙΒ´
Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.
Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.
ΙΓ´
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.
Ἀναστάσιμη ὠδίνη.
ΙΔ´
Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.
Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -
φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.
Πηγή: www.nektarios.gr