Ἡ Πίστη (Γεώργιος Δροσίνης)
Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τά στάχυα σου
προσμένεις νά γενοῦν σιτάρι,
κι ἀπ’ τ’ ἄκαρπο δεντρί πού κέντρωσες,
προσμένεις καρπερό βλαστάρι.
Πίστη ἔχεις, ὅταν ἀπ’ τό χέρσωμα
κι ἀπ’ τ’ ἀστραποκαμένα ξύλα
προσμένεις τούς καρπούς ὁλόδροσους
καί καταπράσινα τά φύλλα.
Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τ’ ἀπόβραδο
προσμένεις νά προβάλουν τ’ ἀστρα,
καί μέ τοῦ πετεινοῦ τό λάλημα
νά φέξει ἡ αὐγή ροδογελάστρα.
Πίστη ἔχεις, ὅταν - ὅσο ἀλόγιστο
καί πλάνο ὁ νοῦς σου κι ἄν τό ξέρει -
προσμένεις ἥλιο τά μεσάνυχτα
κι ἀστροφεγγιά τό μεσημέρι.
Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν, πιστεύοντας,
ρωτᾶς τήν κρίση καί τή γνώση,
δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τήν πίστη σου
στό λογικό ἔχεις θεμελιώσει.
Πίστη ἔχεις, ὅταν κάθε σου ὄνειρο
τό ἀνάφτεις στόν βωμό της τάμα,
κι ἄν κάποιο τάμα σου εἶναι ἀδύνατο,
προσμένεις νά γενεῖ τό θαῦμα.
Πηγή: Ι.Ν.ΑΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ