Κώστας Καρυωτάκης (30 Oκτωβρίου 1896 – 21 Iουλίου 1928)
Ὁ Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στὶς 30 Ὀκτωβρίου τοῦ 1896 στὴν Τρίπολη. Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα του - πολιτικὸς μηχανικὸς τοῦ Ὑπουργείου Δημοσίων ἔργων - τὸν ἀνάγκασε νὰ ζήσει σὲ διάφορες ἐπαρχιακὲς πόλεις, ὅπου ἐκεῖνος μετετίθετο ὡς νομομηχανικός. Ἔτσι ἔζησε κατὰ καιροὺς στὴ Λευκάδα, Κεφαλληνία, Καλαμάτα, Πάτρα, Ἀθήνα, Χανιά. Στὴν κρητικὴ πρωτεύουσα - τὰ Χανιὰ - ἔζησε τὸν περισσότερο καιρό, ἐκεῖ τελείωσε τὸ Γυμνάσιο κι ἐκεῖ περνοῦσε τὰ καλοκαίρια του ὡς φοιτητής.
Ὁ Καρυωτάκης ἦταν ἕνα παιδὶ δειλό, ἀσθενικὸ καὶ πάντα φοβισμένο. Ἔτσι γινόταν εὔκολος στόχος τῶν συνομηλίκων του. Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ ζεῖ, σχεδόν, μόνος, μὲ συντροφιὰ τὴ μελαγχολία του, προσπαθώντας ν᾿ ἀντλήσει ἀπὸ μέσα του τὴ δύναμη τῆς παρηγοριᾶς, μελετώντας ἀδιάκοπα, ὥστε μὲ τὴν πνευματική του ἀνωτερότητα, ν᾿ ἀντιδράσει στὴν πληκτικὴ ἀδιαφορία ποὺ τὸν κύκλωνε. Ἔτσι, ὄντας γεννημένος ποιητής, ρίχτηκε μὲ πάθος νὰ δημιουργήσει μιὰ γενναία ξεχωριστὴ πραγματοποίηση, μιὰ καινούρια ποίηση. Στὰ Χανιὰ συνάντησε ἐπίσης τὴν ἀφορμὴ τῆς πρώτης του συναισθηματικῆς ἀποκαρδίωσης, ποὺ ἐπέτεινε τὸ βασανιστικὸ συναίσθημα τῆς μειονεκτικότητάς του.
To 1913 γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ καὶ τὸ 1917 πῆρε τὸ πτυχίο του. Συγχρόνως γράφτηκε καὶ στὴ φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, δίχως νὰ τὴν τελειώσει. Τὸ 1920 διορίστηκε ὑπάλληλος στὴ νομαρχία τῆς Θεσσαλονίκης, ὕστερα μετατέθηκε στὴ νομαρχία τῆς Σύρας, τῆς Ἄρτας, καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα, μὲ νομάρχη τὸν ποιητὴ Ν. Πετμεζᾶ-Λαύρα καὶ συναδέλφους τοὺς ποιητὲς Πάνο Ταγκόπουλο καὶ Μαρία Πολυδούρη. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὶς μεταθέσεις μετατάχτηκε στὸ Ὑπουργεῖο Προνοίας. Χρησιμοποιώντας τὶς ἄδειες του ταξίδεψε στὴν Ἰταλία, Γερμανία, Ρουμανία καὶ Γαλλία. Χωρὶς καμιὰ δικαιολογία τὸ Ὑπουργεῖο τὸν μετάθεσε στὴν Πάτρα καὶ ὕστερα στὴν Πρέβεζα. Κακοὶ δαίμονες λὲς καὶ κυνηγοῦσαν ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ποὺ ἄξιζε περισσότερης στοργῆς. Οἱ διῶκτες του χάθηκαν μέσα στὴν ἀνωνυμία τῆς λησμονιᾶς. Ὁ ποιητὴς ὅμως ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ γιὰ νὰ τοὺς στηλιτεύει μὲ τὴν ποίησή του. Οἱ γονεῖς του ζήτησαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ὑπαλληλικὴ ζωὴ καὶ νὰ ζήσει - ἂν ἤθελε καὶ στὸ ἐξωτερικὸ - μὲ τὴ δική τους οἰκονομικὴ βοήθεια, μὰ δὲν τὸ θέλησε. Ἴσως γιατὶ τοῦ ἔλειπε κάθε δύναμη πρακτικῆς προσαρμογῆς, ἴσως ἄλλοι προσωπικοὶ λόγοι. Κι ἔτσι ὁ ποιητής μας, ποὺ λαχταροῦσε νὰ ζήσει στὴν πρωτεύουσα, ἀναγκάστηκε νὰ ζεῖ σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πολίχνη, χωρὶς καμιὰ πνευματικὴ κίνηση καὶ ζωή- καὶ ἡ καρδιά του βυθίστηκε στὴν πιὸ μελανὴ ἀπελπισία, ποὺ τοῦ ἔφερε τὸν παροξυσμὸ καὶ τοῦ ὑποδαύλισε τὴν πένθιμη δίψα του γιὰ μιὰ ὁριστικὴ ἀποδημία.
Ὀντὰς ἀπογοητευμένος ἀπόλυτα ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ μὴ ἔχοντας οὔτε τὴν παραμικρὴ ἐλπίδα γιὰ κάποια, ἔστω πνευματικὴ ἀνάταση, ζωντας μέσα σ᾿ ἕνα περιβάλλον θλιβερὸ καὶ ἄχαρο ἀπὸ κάθε πλευρά, ἀηδιασμένος ἀπὸ τὸν περίγυρό του - μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἔβλεπε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπαρχιακὴ πρωτεύουσα - καὶ ἔχοντας μέσα του τὴν πεισιθανάτια ἀγωνία, ἔγραψε τοὺς πικρόχολους στίχους γιὰ τὴν «Πρέβεζα», κι ὕστερα ἀποδήμησε ἐγκαταλείποντας τὸ αἱμόρφυτο σαρκίο του κάτω ἀπὸ ἕναν εὐκάλυπτο στὴν ἄκρη τῆς Πρέβεζας, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1928, σὲ ἡλικία 32 χρονῶν.
Ἀναζητώντας τοὺς λόγους τῆς δυστυχίας του δὲν θὰ βροῦμε οὔτε κληρονομικὴ ἐπιβάρυνση, οὔτε οἰκονομικὲς δυσκολίες, οὔτε ἔλλειψη οἰκογενειακῆς στοργῆς, οὔτε, τάχα ἀρρώστια ἀνίατη, ποὺ τοῦ φόρτωσαν οἱ καλοθελητές του. Ποιὸς εἶναι, λοιπόν, ὁ πυρῆνας τῆς τραυματικῆς του ἀπελπισίας καὶ τῆς «ἀρρωστημένης» του εὐαισθησίας, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ μοιραῖο τέλος; Ἡ γνώμη μας εἶναι ὅτι οὔτε ὁ ἄτυχος πρῶτος συναισθηματικός του δεσμός, οὔτε ἡ γνωριμία του μὲ τὴ Μαρία Πολυδούρη, πού, ὅπως φωτίστηκε μὲ τὶς τελευταῖες ἔρευνες, δὲν τὸν ἔδενε, παρὰ μὲ μιὰ πνευματικὴ φιλία, ἔξω ἀπὸ κάθε ἄλλο στενότερο δεσμὸ μὲ τὴν ἄτυχη συνοδοιπορισσά του.
Βέβαια ἡ Μαρία Πολυδούρη τραγούδησε τὸν ποιητή, κυρίως μετὰ τὸν τραγικὸ θάνατό του, μὲ μιὰ λατρεία ποὺ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι μέσα της ὑπῆρχε κάτι βαθύτερο, κάποιος ψυχικὸς κραδασμὸς ἐντελῶς προσωπικός. Κι ὅμως, ἀπ᾿ ὅλη τὴ ζωή της καὶ τὶς ἔξαλλες κάπου-κάπου ἐκδηλώσεις της, δὲν μᾶς εἶναι ἀπόλυτα πειστική. Ἑπομένως τὸ φοβερὸ πήδημα τοῦ ποιητῆ στὴν ἄβυσσο πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἴδιου, στὸ ἀξεπέραστο τραῦμα τῆς μειονεξίας του, ποὺ τόνωνε καθημερινὰ τὴν εὐπάθειά του, ἀλλὰ καὶ στὴ γενικὰ ὀξυμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς, ποὺ τὴ διαπερνοῦσε τὸ πνεῦμα τῆς ἀρρωστημένης τότε φιλολογίας μας, τὴν ὁποία ὅλοι τότε καλλιεργοῦσαν, ὅπως κι ὁ ἴδιος.
«Η φιλολογία» ἐξάλλου τοῦ «μεγάλου ἔρωτα» μὲ τὴν Πολυδούρη - παρατηρεῖ ὁ Μιχ. Περάνθης - ποὺ ὡράισε μὲ αἰσθηματικὲς ὑπερβολὲς τὴ χειρονομία τοῦ αὐτοκτόνου, ἔφεραν ξαφνικὰ τὸν ἄσημο ποιητὴ τῶν 32 χρόνων στὸ προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητας καὶ τὸν ἐπέβαλαν πομπωδῶς - ἔτσι καθὼς ἀντιπροσώπευε μιὰ παράξενη νότα στὰ λιμνασμένα ποιητικά μας πράγματα. «Ὁ Καρυωτακισμός» ἦταν ἡ ἀπασχόληση τῆς γράφουσας νεολαίας. Ἀλλὰ τίποτα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μείνει σήμερα ἀπὸ τὸ ἔντονο ἐκεῖνο κίνημα, μὲ τὴν ἄρρωστη γοητεία, ἂν ὁ Καρυωτάκης δὲν ἦταν πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, καὶ προπαντός, ποιητής».
Ἡ ζοφερή, καταθλιπτικὴ καὶ ἀντίξοη ἐκείνη ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ ποιητής μας, στάθηκε δύσκολο βίωμα γιὰ τὴν πέρα κάθε μέτρου ὑπερευαισθησία του. «Τὸ πνεῦμα τῆς μοντέρνας ζωῆς - γράφει ὁ Ἀνδρέας Καραντώνης - καὶ τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ξένης, διαφαίνεται ἀχνὰ μέσα ἀπὸ τὶς προσπάθειες τῶν νέων ποιητῶν τοῦ 1920. Στὸ μεταξὺ ὁ ἠθικὸς κλονισμὸς ποὺ προξένησε ὁ πόλεμος - κυρίως στὶς ψυχὲς τῶν νέων - ἐνισχυμένος ἀπὸ τὸ δρᾶμα τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς, βοηθεῖ στὴ δημιουργία μιᾶς ψυχολογίας ἀντιηρωικῆς, διαλυτικὰ ἀτομικιστικῆς, ἀπαισιόδοξης, πεισιθάνατης, ἀγχώδους (...). Ἀρκετοὶ νέοι, μὲ ἀξιόλογες κάποτε στιχουργικὲς ἐπιδόσεις, μὰ χωρὶς τὴν ἀτομικὴ ἰδιοφυία, κοίταζαν πῶς νὰ καταλάβουν καὶ νὰ γεμίσουν αὐτὸν τὸν χῶρο τῆς ἀπουσίας τοῦ νέου ποιητῆ (...) μὰ ξάφνου, στὰ 1928, μιὰ πιστολιὰ ἀπὸ τὴν Πρέβεζα εἰδοποιοῦσε πὼς ὁ ποιητὴς αὐτὸς ὑπῆρχε, πὼς εἶχε πιὰ πλάσει καὶ δημοσιέψει τὸ ἔργο του, καὶ πὼς εἶχε φύγει κιόλας ἀπὸ τὴ ζωή, βγαίνοντας ἐλεύθερα ἀπὸ τὸ τυραννικό της ἄγχος, μὲ μιὰ γενναία ὅσο κι ἀπελπιστικὴ πράξη αὐτοκτονίας. Ἦταν ὁ Κώστας Καρυωτάκης. (...) Τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνανέωσης ποὺ ἔφερνε ὁ Καρυωτάκης δὲν ἦταν οὔτε ἀρκετά, καὶ προπαντὸς δὲν ἦταν καινούρια, ὥστε νὰ δικαιολογηθεῖ ἕνα νέο ποιητικὸ ξεκίνημα. Ὁ Καρυωτάκης, καὶ σὰν διάθεση καὶ σὰν μορφή, ἦταν ἕνα τέλος, δὲν ἦταν μιὰ ἀρχή. Ἦταν τὸ ἀπροσδόκητα ὡραῖο τέλος τῆς γραμμῆς ἐκείνης τοῦ ἑλληνικοῦ συμβολισμοῦ, ποὺ μακρινὴ πηγή του εἶχε τὸν καυσίγελο τοῦ Βερλαὶν καὶ γενικὰ τῶν καταραμένων ποιητῶν.
Ἀλλὰ ὁ δικός μας «καταραμένος» ἦταν κατὰ βάθος ἕνα παιδί, κι ἡ κατάρα ποὺ τὸν διάλεξε γιὰ «σκεῦος δοκιμασίας», ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ ἰδεῖ, νὰ αἰσθανθεῖ, νὰ ὁραματιστεῖ τόσο ὀδυνηρὰ τὴ γύμνια τῆς ζωῆς, τὴ γύμνια τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου μέσα στὴ ζωή:
«...Ἕνα ξερὸ δαφνόφυλλο τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ πέσει,
τὸ πρόσχημα τοῦ βίου σου καὶ θ᾿ ἀπογυμνωθεῖς...»
«Ἡ τραγικὴ χειρονομία τοῦ εὔθικτου αὐτοῦ μὲ τὸν ἀνέραστο καὶ ἀνέλπιδο βίο, - γράφει ὁ Μιχ. Περάνθης - ἔστεψε ἕνα παραβλεπόμενο ποιητικὸ ἔργο, ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἀγαπητὸ τῆς ἐπικαιρότητας καὶ τῶν νέων. Μὲς ἀπὸ τὸν ὁλοφυρμὸ τῶν γραμμῶν ἔφρισσε τώρα τὸ ρίγος τῆς εἰλικρίνειας. Ὁ ὀξὺς καυσίγελος τοῦ Καρυωτάκη ἔγινε ἀφετηρία καὶ ὁ ἴδιος αὐτὸς ἀρχηγὸς ποιητικοῦ ρεύματος. Τὸ θάνατό του διαδέχτηκε κύμα νοσηρῆς στιχογραφίας, ποὺ ἔσβησε ἄλλωστε ἄκαρπο μὲ τὸν καιρό».
Γιατὶ «ὁ Καρυωτάκης δὲν ἀντιγράφεται. Καλὸς ἢ κακός, μικρὸς ἢ μεγάλος - παρατηρεῖ ὁ Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος - ἀποτελεῖ μιὰ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, μοναδικὴ στὴ λογοτεχνία μας. Ἡ γοητεία τοῦ στίχου του εἶναι μιὰ νοσηρὴ καὶ ὀδυνηρὴ γοητεία, ποὺ διατηρεῖ ἀκατάκτητη τὴν ἰδιοτυπία της».
Οἱ στίχοι του εἶναι μετρικὰ ἄψογοι καὶ μελωδικὰ εὔρυθμοι, τοὺς διαπερνάει, σχεδὸν ὅλους, ἕνα ὀξύτατο πνεῦμα σαρκασμοῦ καὶ μιὰ ἀνελέητη εἰρωνία ποὺ δὲν μένει στὴ κόψη τοῦ ξυραφιοῦ, ἀλλὰ προχωρεῖ σὲ βάθος τέτοιο, ποὺ μᾶς θυμίζει Ἀριστοφάνια σάτυρα. Ἂς θυμηθοῦμε τά: «Ὁ Μιχαλιός», «Ὑστεροφημία», «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες», «Ὑποθῆκαι», «Ἀποστροφή» κ.ἄ. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ποιήματα εὐαίσθητα, γεμάτα αἰσιόδοξη μελαγχολία, καὶ κυρίως - μερικὰ παιδικὰ ποιήματα - χαρούμενα καὶ φωτεινά.
Ἐξέδωσε τρεῖς ποιητικὲς συλλογές. Τόση ἐντύπωση ἔκαμε ὁ θάνατός του, καὶ σὲ τόση ἐκτίμηση εἶχε τὸ ἔργο του ὁ πνευματικὸς κόσμος, ὥστε ἔγραψαν ἐμπνευσμένα ποιήματα γιὰ τὸν τραγικό του θάνατο οἱ: Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Κοτζιούλας, Μανόλης Ἀλεξίου, Φῶτος Γιοφύλλης καὶ Μ. Δαμιράλης. Ποιήματά του μελοποίησαν οἱ Θ. Καρυωτάκης καὶ ὁ Λ. Ζώρας.
Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολή
Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
Πηγή: www.nektarios.gr