Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου (Τάκης Παπατσώνης)
Στή μνήμη Ἐκείνου πού τόν ρέμβασε
Ἄλαλά τα χείλη τῶν ὅσων δέν κοπιάσαν
γιά ν' ἀκουμπήσουν τά ξαναμμένα κεφάλια τους
στά γόνατά σου τά μητρικά, πού καταλύουν τό μαῦρο πάθος.
Ἄλαλά τα χείλη τῶν ὅσων δέν διακρίναν, πώς
συντρίβεις μέ τό πόδι σου καί συνθλᾶς τήν κεφαλή
τοῦ πανάρχαιου δράκοντα, πού κέρδισε παίζοντας
κι' ὕστερα τόχασε τό μῆλο. Ἄλαλά τα χείλη
τῶν ὅσων δέν ποθῆσαν τό ξαπόσταμα τῆς ἁρμογῆς
καί τήν ἀσφάλεια, τό ἀπάγγειασμα τῆς νηνεμίας.
Εἶσαι ἕνα λιμανάκι ἑλληνικοῦ νησιοῦ ὅλο κατάρτια
περήφανα ὑψωμένα· φτωχά καΐκια ἀραγμένα,
φτωχά, ἀλλά πού γνωρίσαν τήν ἀντάρα καί τήν τρομάρα,
ποῦ φορτωθῆκαν μόχθο καί μεταφέραν πλοῦτος.
Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικό ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπό τήν ἀντηλιά. Γύρω-γύρω ἀμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές καί κάπου κάπου μοναχική
καί κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τά χορτάρια
ἀχνίζουνε, ἄχυρο πιά· κι' ἀντίς γι' ἀγγέλους, τά τζιτζίκια,
σοῦ κανοναρχοῦνε τό κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά
μέ τό δικό τους τρόπο τόν Παρακλητικό Κανόνα.
Ἀναστραμμένο σου θρονί, ὅλο αὐτό τό γαλάζιο
ἑνός ἁπλοῦ οὐρανοῦ, πού πάλαι γίνηκε τό Μέτρο τῶν Δωριέων
καί πού ἀναπαύεται στεριωμένος στά χρυσάφια
τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους.
Ἄλαλά τα χείλη τους - καί τί μποροῦν ν' ἀρθρώσουν,
ποῦ τή φωνή τούς κουκουλώνει ἡ τύρβη μερονυχτίς,
ἐνῶ σειέται ἀπ' τίς βουές ὁ Μέγιστος Ἱππόδρομος
καί πλημμυράει ἀπ' τά αἵματα τῶν Μαρτύρων
κι' ἄπ' τή μανία τῶν Μονομάχων.
Αὐτό τό αἷμα εἶναι πού βοᾶ, αὐτό εἶναι πού ρυπαίνει.
Ἐδῶ χρειάζεται ἡ βακτηρία τοῦ γίγαντα Ἀσκητῆ
τοῦ λευκοπώγωνα νά ἐπιβληθεῖ νά τούς σκορπίσει,
ὅλους τους ἵππους καί τούς ἀναβάτες τους.
Ἐδῶ χρειάζεται κοντύλι τοῦ Ζωγράφου, στή μοναξιά,
στήν προσευχή καί στήν προσήλωση, μέ τά ζωογόνα
τά χρώματα τά πρῶτα νά ξαναγαλουχήσει
τό βρέφος-Θεό, νά ξαναγράψει τίς πληγές τῆς Ἀγάπης,
νά ξαναδροσίσει τή ρίζα τή συμπονετική,
ν' ἀποδείξει τί ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγκαλιά τῆς μητέρας,
νά συναθροίσει πάλι ἐκ περάτων ὅλους ἐκείνους,
ποῦ μέ σέβας πολύ θά σταυρώσουν τά χέρια τῆς Κόρης
μέ συνοδεία τῶν ἀγγέλων, μέ ἠχητικές ἁρμονίες
καί θά ἐνεργήσουν ὅπως ἀξίζει τήν ταφή της,
ἀνοίγοντας τό δρόμο γιά τήν καθέδρα τ' οὐρανοῦ,
ὅπου ἡ ἀδιάκοπη Παράκληση. Ἐνῶ τά δέντρα
τά εὐσκιόφυλλα στή λιτάνευση, καθώς τό Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καί φρίττοντα,
θά συγκλίνουν γιά προσκύνηση σκορπώντας
τή δροσιά τους μέ τό ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι' ἀσθμαίνουν
στίς τροπικές τίς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στό ἁλώνι,
καπνοί, πού διαλύουν
τίς αὐγουστιάτικες τίς ἁμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ' ἄλαλά τα χείλη,
ἴσως ἐρθεῖ στιγμή
καί λαλήσουν.
Πηγή: Ημερολόγιο Αποδημίας