Γεώργιος Σουρής
Ένας νέος Αριστοφάνης
“Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στη Σύρο το 1852. Όνειρο του πατέρα του ήταν να τον κάνει παπά, αλλά η οικονομική του κατάσταση δεν το επέτρεψε. Έτσι όταν τελείωσε το Γυμνάσιο πήγε στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος στο μαγαζί του θείου του, επειδή όμως δεν του ταίριαζε το εμπόριο, μετά από δύο μήνες επιστρέφει στην Αθήνα κι εργάζεται, ως αντιγραφέας συμβολαίων. Παίρνει μέρος σ’ ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, ενώ παράλληλα φοιτεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Δεν κατόρθωσε όμως να πάρει πτυχίο. Για να βγάλει τα προς το ζην παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε στα περιοδικά της εποχής Ραμπαγά, Ασμοδαίο, Άστυ και Μη χάνεσαι.
Το 1873 γνώρισε κι ερωτεύθηκε την Μαρία Κωνσταντινίδου, με την οποία παντρεύτηκε το 1881 κι απέκτησαν 5 παιδιά! Στις 2 Απριλίου 1883 βγάζει το πρώτο φύλλο του Ρωμηού, που κυκλοφορεί για σχεδόν 37 ολόκληρα χρόνια. Η απόρριψή του μετά πολλών επαίνων απ’ το Πανεπιστήμιο τον έκαμε ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σάτιρα. Ο Σουρής αγαπήθηκε απ’ όλους ακόμη κι απ’ όσους σατίριζε κι αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος κορυφαίος νεοέλληνας σατιρικός ποιητής. Το 1908, προτάθηκε για το Νόμπελ και το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος. Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Η πολιτεία τον βράβευσε μετά θάνατον με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος.
Η αλλαγή της Αθήνας στις αρχές του 19ου αιώνος σατιρίζεται με μια δόση πικρίας από τον Σουρή…… κι όλως παραδόξως είναι σαν έχει μπροστά του, εκατό χρόνια πριν, την σημερινή Αθήνα…..
«Καινούργια Αθήνα και πλούτος και πείνα»
Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτε δεν σου μένει
και κάθε μέρα κι από μια ανάμνηση σου σβήνει
οι πιο αρχαίοι σου κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι
και θαύμα πως εσώθηκαν μέσα στα τόσα νέα
οι Άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον,
τον σύμπαντα ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον,
και ούτε ένας κάτοικος εις την λοιπήν Ελλάδα.
Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι,
και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.
Με εκλογές εν όψη
Βάρδα να δράσωμε κι εμείς
για τα…συμφεροντάκια μας,
Βάρδα να διορίσωμε
και τα …. πατριωτάκια μας,
Βάρδα κι εμείς να κόψωμε,
Βάρδα κι εμείς να ράψωμε,
Κι αυτούς που δεν χωνεύομε
με μιας να τους προγράψωμε!
Και …κίτρινα υβριστικά
«πανιά» να ξεδιπλώσωμε,
Κι έπειτα τις αρίδες μας
στον… ίσκιο τους ν απλώσωμε!
Μ αυτά δεν θα προκόψει …
Με χαιρετάς στον δρόμο,
Και με χτυπάς στον ώμο,
Μα εγώ θα σε μαυρίσω,
Στο λέω μπρός και πίσω!
Και αν άμαξα μου δώσεις
Με ολόχρυσο λακέ,
Κι αν όλον με χρυσώσεις,
Θα φάς τον … τενεκέ.
Μαύρο λοιπόν κι ο μασκαράς,
O … τάδε και ο ….δείνας!
Παρά την πλάνη και τη ζάλη…
Τα πάντα πλάνη και ψευτιά και
…λόγια, λόγια, λόγια!
Μα οι τρελλοί κι οι φρόνιμοι
τα δένουν …κομπολόγια! …
Νομίζω πως ευρίσκομαι
εις κόσμον … εξ?αγγέλων,
Και θλίβομαι για το παρόν,
μα ελπίζω για το μέλλον!…
Και επίλογο…στο χάλι!
Πάνε πονηριές και δόλοι,
Και σωφρώνως λένε όλοι,
Πως θα βάλουν πλέον παύλα,
Στα σημερινά τα φαύλα!Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά κι ο κόσμος όλος
κι απ΄τα πολλά πια τα σκατά μου πιάστηκε κι ο κώλος.
Έρχεται ο ένας ο σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
σαν φύγει όμως βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε.
Ειλικρινά υμέτερος,
Γ. Σουρής
Γραμμένο από τον Σουρή για τον Έλληνα της εποχής του, που όμως παραμένει ο ίδιος στο διάβα του χρόνου…….
Στον καφενέ από έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ηλίου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.Σε μία καρέκλα τονα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
Αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι με αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ιδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου , τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
Ίδιος και απαράλλαχτος!!!!
Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος.
Την ημέρα της παρουσίασης της προτομής του Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη (ιδιοκτήτη των μεταλλείων της Λαυρεωτικής και γνωστού για την σκληρότητά του προς τους εργάτες των μεταλλείων), όταν οι επίσημοι τράβηξαν το σεντόνι εμφανίστηκε το άγαλμα σκαταλειμμένο και με το εξής ποίημα του Σουρή από κάτω:
Τι μας θωρείς ακίνητος
και δεν μας κατουράς
αφού και ανδριάντα
σε αξίωσε η ΕλλάςΔέξου λοιπόν ω Βαπτιστά
ευγνωμοσύνης δώρο
ξερό σκατό κοπανιστό
και από Λαυριώτη κώλο.
Πόσες φορές το σκεφθήκαμε, αλλά δεν τολμήσαμε να το πούμε;
Τεμπελιά
Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα…
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και ολ’ η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα.Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω…
Σ’ αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα …δίχως να πεθάνω.
Όλοι φοβούνται το γήρας!!! Λίγοι το σατιρίζουν κιόλας ………
Το παραπαίον γήρας
Τας τρίχας άσπρης κεφαλής
σκοπόν τας έχουν προσβολής
κι ειν’ εμπαιγμός της μοίρας
το παραπαίον γήρας.Όπου το πόδι μου σταθεί
και όπου περπατήσω
σιγά-σιγά μ’ ακολουθεί
ο χάρος από πίσω.Αυτό το έρημο κορμί
το τριγυρίζουν σκύλοι
και “χόρτασες κι εσύ ψωμί“
μου λεν εχθροί και φίλοι.Ως φάσμα τρέχω της νυκτός
μακράν του δρώντος κόσμου
και όπου τάφος ανοικτός
μου φαίνεται δικός μου.
Και όμως!
Και όμως ενώ πλέον
εσάπισα παλαίων
εις της ζωής τη πάλη
το γήρας το μισώ
και θέλω και λυσσώ
να γίνω νέος πάλι.
Η μυωπία του ήταν τόση, που οι γκάφες του εξ’ αιτίας της ήταν παροιμιώδεις:
Στον στρατό απαλλάχτηκε, γιατί κάνοντας μεταβολή, παρά λίγο να βγάλει το μάτι του αξιωματικού του με τη ξιφολόγχη.
Χαιρετούσε απ’ τα ανοιχτά του παράθυρα αιγινήτικα κανάτια, νομίζοντας ότι είναι οι γειτόνισσές του.
Κάποτε πέρασε τη γάτα του που κοιμόταν στον καναπέ για εφημερίδα και την άρπαξε να την διαβάσει. Την γλύτωσε με λίγες γρατζουνιές.
Αφιερωμένο στην ιέρεια των καφέ BALABALA BAMBALUNA
Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου,
και σαν είμαι με παρέα,
και σαν έχω μοναξιά,
κάθε μια σου ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.
Ούτε ο ίδιος δεν γλυτώνει από την καυστική του σάτιρα……..
Η Ζωγραφιά Μου
Μπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.Κούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.Μακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σα το Χριστό.Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ’ αυτά.Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σα πεθαμένη.Κανένα χρώμα
δε της ταιριάζει
και τώρ’ ακόμα
βαφές αλλάζει.Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
Κάποτε ο Σκουλούδης έχοντας υπ’ όψη του την μεγάλη κυκλοφορία του “ΡΩΜΗΟΥ” που πουλιότανε όμως φτηνά του είπε: “Άν είχατε γεννηθεί Γάλλος, θα ήσαστε εκατομμυριούχος“. Κι εκείνος απάντησε:”Καλύτερα θα ήταν αν οι Γάλλοι είχανε γεννηθεί Έλληνες“.
Για τον Σουρή, έρωτας δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα………
Στη Γυναίκα Μου
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να ‘χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.Δίχως πείσμ’ αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φορά
κι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και …η ασχημιά.
Δεν γράφει όμως μόνον σάτιρα …..
Οι Ήρωες
Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα ‘θαψαν στην ερημιά.Κανείς δε ξέρει που τα ‘χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι’ αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι’ αυτά στεφάνι.Ανώνυμ’ ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ’ αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.
Τα έργα του: Ρωμηός, τα τραγούδια μου, λόγοι Φιλιππικοί, τα αποκριάτικα, η κυανή βίβλος της Ελλάδας, 4 τόμοι ποιημάτων, Φασουλής φιλόσοφος, ημερολόγια, από γαμπρός, παράνυφος, άλλα αντ` άλλων, αναπαραδιάρης, δεν έχει τα προσόντα, Νεφέλες (έμμετρη μετάφραση) όσο δε ζούσε ο Σουρής, εκδόθηκαν δυο τόμοι από τα «Απαντά» του.
Αφιερώνεται σ’ αυτούς, που σήμερα διαχειρίζονται τις τύχες μας και την τύχη της Ελλάδας.
Ου! να χαθής, κηφηναριό… στων μελισσών το σμήνος
εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,
και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγης στην κυψέλην,
οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.