Θεσσαλονίκη II
Στὴ Μυρτὼ Κουμβακάλη
Τράνταζε σὰν ἀπὸ σεισμὸ συθέμελα ὁ Χορτιάτης
κι ἀκόντιζε μηνύματα μὲ κόκκινη βαφή.
Γραφὴ ἀπὸ τρεῖς καὶ μοῦ 'γινες μοτάρι καὶ καρφί.
Μὰ ἔριχνε ἡ Τούμπα, σὲ διπλὸ κρεβάτι, τὰ χαρτιὰ της.
Τὴν μακίνα γιὰ τὸν καπνὸ καὶ τὸ τσιγαροχάρτι
τὴν ἔχασες, τὴν ξέχασες, τὴ χάρισες ἀλλοῦ.
Ἤτανε τότε ποὺ ἔσπασε τὸ μεσιανὸ κατάρτι.
Τὰ ψέματα τοῦ βουτηχτῆ, τοῦ ναύτη, τοῦ λωλοῦ.
Καὶ τί δὲν ἔχω ὑποσχεθεῖ καὶ τί δὲν ἔχω τάξει,
μὰ τὰ σαράντα κύματα μοῦ φταῖνε καὶ ξεχνῶ
-τῆς Ἄγρας τὰ μακριὰ σαριά, τοῦ Σάντουν τὸ μετάξι-
καὶ τὰ θυμᾶμαι μόλις δῶ ἀναθρώσκοντα καπνό.
Τὸ δαχτυλίδι πού 'φερνα μοῦ τὸ 'κλεψε ἡ Ὀράγια.
Τὸν παπαγάλο - μάδησε καὶ ἔπαψε νὰ μιλεῖ.
Ἄς ἐκατέβαινε ἔστω μιά, στὸ βίρα, στὰ μουράγια,
κι ἂς κοίταζε τὴν ἄγκυρα μονάχα, ποὺ καλεῖ.
Τίποτα στὰ χεράκια μου, μάνα μου, δὲ φτουράει -
ἔρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια καὶ φυλαχτά.
Σιχαίνομαι τὸ ναυτικὸ ποὺ ἐμάζεψε λεφτά.
Ἐμούτζωσε τὴ θάλασσα καὶ τηνε κατουράει.
Τῆς Σαλονίκης μονάχα τῆς πρέπει τὸ καράβι.
Νὰ μὴν τολμήσεις νὰ τὴ δεῖς ποτὲ ἀπὸ τὴ στεριά.
Κι ἄν κάποια στὴν Καλαμαριὰ πουκάμισο μοῦ ράβει,
μπορεῖ νὰ 'ρθῶ ἀπ' τὰ πέλαγα μὲ τὴ φυρονεριά.
4-1-1974
Πηγή: ΤΡΟΒΕΡΣΟ τοῦ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ - 1992
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς