Κασπής Παναγιώτης - Χαραλάμπους Δημήτριος (13 Οκτωβρίου 1958)
Σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1958 σε ενέδρα, που έστησε με συναγωνιστές του έξω από το Ριζοκάρπασο.
Γονείς : Νικόλας και Αννεζού Κάσπη
Αδελφός : Ανδρέας
Ο Παναγιώτης Κάσπης φοίτησε στο Αρρεναγωγείο και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, από το οποίο αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1958 και ετοιμαζόταν να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Σωματικής Αγωγής Αθηνών. Το καλοκαίρι του 1956 εντάχθηκε στις τάξεις της Άλκιμης Νεολαίας ΕΟΚΑ, και το 1957, ως ομαδάρχης ΑΝΕ, μεταπήδησε στις ομάδες κρούσεως του σχολείου του. Ήταν ίνδαλμα για τους συμμαθητές του για το ζήλο που επεδείκνυε στον αγώνα και για τις αθλητικές του ικανότητες. Τον Ιούνιο του 1958, με την αποφοίτησή του, μεταπήδησε στην εξωσχολική ομάδα της ΑΝΕ, η οποία λειτουργούσε και ως εφεδρική ομάδα κρούσεως. Δραστηριοποιήθηκε παράλληλα και στο Ελεύθερο Εργατικό Σωματείο Ριζοκαρπάσου και δούλεψε πολύ για την οργάνωση και τα δίκαια των εργατών.
Στις 13 Οκτωβρίου 1958 ο Παναγιώτης Κάσπης με τους συναγωνιστές του Ιωάννη Τανή, Νικόλα Χρονία και Παύλο Δημητρίου διενήργησαν βομβιστική επίθεση εναντίον φάλαγγας στρατιωτικών οχημάτων, την οποία ανέμεναν να επιστρέψει από τον Απόστολο Ανδρέα, στην τοποθεσία "Γούππα" της περιοχής της Βίκλας, σ' ένα ύψωμα έξω από το Ριζοκάρπασο. Γύρω στη μία μετά το μεσημέρι κτύπησαν τη φάλαγγα με τρεις χειροβομβίδες.
Όπως κατέθεσε στη θανατική ανάκριση για τα αίτια του θανάτου του Κάσπη, ο λοχίας Χάισον, που ήταν επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής, έδωσε εντολή για ακινητοποίηση των στρατιωτών αμέσως μετά την έκρηξη των βομβών, αναμένοντας ότι θα ακολουθούσε επίθεση με όπλα. Όταν τούτο δεν έγινε, εξαπέλυσε τους άνδρες του σε καταδίωξη των δραστών με σχέδιο να τους κυκλώσουν στις κορυφογραμμές. Παράλληλα κάλυψε και τις εισόδους στο χωριό. Το κυνηγητό κράτησε πέραν των δυο ωρών. Στο μεταξύ πληγώθηκε βαριά και συνελήφθη ο ένας από τους συναγωνιστές του, ο Ιωάννης Τανής.
Σε μια περίπου ώρα ο Κάσπης προσπάθησε να διολισθήσει στο χωριό από μια στενή δίοδο μεταξύ ενός σπιτιού και κάποιου δένδρου φραγκοσυκιάς. Εκεί τον πέτυχαν οι σφαίρες Άγγλου στρατιώτη, ο οποίος κάλυπτε την είσοδο κρυμμένος σε θάμνο και έπεσε διάτρητος από σφαίρες. Οι Άγγλοι στρατιώτες που πλησίασαν τον πυροβόλησαν κατ' επανάληψη και έδειξαν τη μικρότητά τους ακρωτηριάζοντας το σώμα του.
Χαραλάμπους Δημήτριος. Γεννήθηκε στο χωριό Λιμνάτης, της επαρχίας Λεμεσού, το 1925.Σκοτώθηκε από Άγγλους στρατιώτες που του έστησαν ενέδρα, στην τοποθεσία Κοκκινόγια στο Λιμνάτη, στις 13 Οκτωβρίου 1958.
Σύζυγος : Άρτεμις Δημητρίου
Παιδιά : Μιλτιάδης και Ηρούλα
Γονείς : Χαράλαμπος Αναστάση και Διαμαντού Παπαπέτρου
Αδέλφια : Νικόλας, Βασίλης, Αιμίλιος, Ελένη, Δέσποινα
Ο Δημήτριος Χαραλάμπους τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν οικοδόμος. Εντάχθηκε στον Αγώνα τον Ιούλιο του 1956 και συνδέθηκε αμέσως με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του, με την οποία πήρε μέρος σε ενέδρες εναντίον των Άγγλων στο δρόμο Λεμεσού - Αμιάντου.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια ερευνών, ξέφυγε από την προσοχή των Άγγλων στρατιωτών, τους οποίους συνόδευε προδότης, και κρύφτηκε. Τα τοπικά στελέχη της ΕΟΚΑ του χωριού του συνελήφθησαν ομαδικά και κρατήθηκαν στα κρατητήρια. Σε λίγες μέρες συνελήφθη και ο ίδιος, κρατήθηκε για 17 μέρες και απολύθηκε. Ορίστηκε αργότερα ως υπεύθυνος της ΕΟΚΑ Λιμνάτη και έδρασε με τους αντάρτες της περιοχής του, που διέμεναν στο "Σπήλαιο του Κουταλιανού" και άλλα κρησφύγετα στα γύρω περιβόλια, ως ημιαντάρτης. Συμπαραστάτης του στην προσφορά του υπήρξε και η σύζυγός του Άρτεμις, η οποία ετοίμαζε φαγητό για τους αντάρτες και έπλενε τα ρούχα τους. Στο σπίτι τους γινόταν κάποτε και η ετοιμασία των επιτόπιας κατασκευής ναρκών για ανατινάξεις.
Στις 13 Οκτωβρίου 1958, αφού συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του να τον αντιπροσωπεύσει σε συγγενικό τους γάμο, επιλέγοντας γι' αυτή και το φόρεμά της που του άρεσε, πήγε να συνοδεύσει τον τομεάρχη του σε περιοδεία από το Λιμνάτη στη Λάνια. Στην περιοχή Κοκκινόγια έπεσαν σε ενέδρα των Άγγλων με τους οποίους αντάλλαξαν πυρά, από τα οποία ο Δημήτριος Χαραλάμπους πληγώθηκε θανάσιμα.
Η σύζυγός του Άρτεμις παρέστη στην κηδεία του αδάκρυτη, ντυμένη στο καλό της φόρεμα, που εκείνος είχε διαλέξει για το γάμο.
" Όταν μου φέρανε νεκρό τον άντρα μου", αφηγείται η σύζυγός του, "το πρόσωπό του ήταν γελαστό. Αυτή είναι η παρηγοριά μου. Με κανένα τρόπο δεν θέλησα να βγάλω τα ρούχα μου που φορούσα στο γάμο, αυτά που άρεσαν στο Δημήτρη μου. Με τα καλά μου τον συνόδεψα στην κηδεία του, ενώ το δάκρυ μου είχε στερέψει".